You are currently viewing Ιωσήφ Ιωσηφίδης: ΟΙ ΔΥΟ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ VASA

Ιωσήφ Ιωσηφίδης: ΟΙ ΔΥΟ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ VASA

Η ΠΡΩΤΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ VASA

Ο βασιλέας της Σουηδίας με προόριζε για πλοίο πολεμικό. Εκεί που έπαιζε με τα μολυβένια στρατιωτάκια του, αυτό το σοκολατόπαιδο ο Gustavus Adolphus, επειδή βαριότανε και έπληττε, είπε το 1621 να βγει σε εκστρατεία να νικήσει  τους Πολωνούς και τους Λιθουανούς. Μέχρι το 1629 πολέμαγε… Τίποτα!

 

Θέλω μια ναυαρχίδα τέρας, είπε. Έχασα τόσα πλοία, τον ‘Τίγρη’, τον ‘Ήλιο’, τη ‘Κριστίνα’, άλλα δέκα στον κόλπο της Ρίγας. Φτιάξτε μου τέρας και το βαφτίζω Vasa.

 

Θα με ναυπηγούσε στη Στοκχόλμη κι έβαλε επιχειρηματίες να κλέψουν τα σχέδια απ’ τα ναυπηγεία του Δανέζου βασιλιά Christian του Έκτου. Οι ανίκανοι, με ήθελαν αντίγραφο, να έχω κορμί δανέζικο, κλοπιμαίο είδος, όχι ντόπιο. Μου φόρτωσαν χάλκινα κανόνια, κάρφωσαν στις πλευρές μου πολλές κούκλες-στοιχειά, σκιάχτρα να τρομάζει ο εχθρός! Λέω μήπως, όποιος θέλει να τρομάζει όλους, στην πράξη φοβάται τον καθένα; Ποτέ δεν κατάλαβε το πρόβλημά μου ο χαζός ο βασιλιάς. Έλεγε συνεχώς «η Σουηδία να κυριαρχεί στη Βαλτική θάλασσα». Επίδειξη κι ό,τι γίνει… έτσι μου φόρτωσε τέσσερις ορόφους!

 

–  Θα με σκάσετε απ’ το βάρος, στρίγγλιζα και δεν άκουγε κανείς.

 

Φαντάζονταν οι παλαβοί, πως θα ήμουν ‘Σύμβολο της Περιόδου της Μεγάλης Δύναμης’.

 

Μη μου φορτώνετε κι άλλο όροφο. Φτάνει πια, ούρλιαζα σε μάστορες και επιστάτες.

 

Τίποτα αυτοί. Μου στοίβαξαν τρίτο όροφο πάνω απ’ τον δεύτερο… και τέταρτο. Αχχχ.

 

–  Το κατάρτι είναι κοντό, τους φώναζα, ψηλώστε το ν’ αντισταθμίζει τέτοιο βάρος…

 

Έφτιαχναν νέο όροφο, μάκρυναν το κατάρτι, πιο ψηλό και πιο χοντρό. Όλα πρόχειρα.

 

Βάλτε βαρίδια στην καρίνα να ευσταθώ, αλλιώς θ’ ανατραπωωώ, τσίριζα.

 

Κάτι σκέφτηκαν, αλλά μικροπράγματα. Μ’ έπιασε απελπισία. Πώς θα στέκω αύριο όταν με καθελκύσουν; Πώς θ’ αντέξω τόσο βάρος, με τέσσερις ορόφους, αχλάδα και γέφυρα; Εμ βέβαια, έπρεπε να ξεπεράσουν τη γαλλική φρεγάδα Galion du Guise που είχε δύο ορόφους κανόνια. Να νοιώθουν οι Σουηδοί κατώτεροι; Με φρίκη άκουσα ένα Σύμβουλο:

 

Δύο ορόφους με κανόνια, μηχανικέ. Ο βασιλέας πρόσταξε 72 κανόνια, 24 πάουντ.

 

Ναι, τόσα πολλά δεν χωρούσανε σ’ ένα όροφο. Και θα έρθει ο βασιλιάς να επιθεωρήσει!

Ψηλοί οι όροφοι, για να μπορούν οι ναύτες να πυροβολούν, να ’ναι στο απυρόβλητο.

 

Θεοποιείτε ως ναυπηγό τον Ολλανδό μηχανικό Master Henrik.Έμπορος είναι! φώναζα.

 

Με έλεγξαν να δουν αν γέρνω. Στραβομάρα! Έβαλαν τριάντα άντρες να τρέξουν απ’ την πλώρη στην πρύμνη, μπρος-πίσω-μπρος. Ο χοντροκέφαλος διοικητής τούς σταμάτησε στον τρίτο γύρο γιατί φοβήθηκε τάχα μη ραγίσουν τα ξύλα μου. Οι Σύμβουλοι τα έκαναν μαντάρα, αφού το κέντρο βάρους μου ανέβηκε επικίνδυνα. Κάποια διαπλοκή βρωμάει:

 

Ο Εξοχότατος πήγε με τη στρατιά στην Πολωνία, είπε δυνατά ο Σύμβουλος. Ας ρίξουμε τη Vasa στο νερό. Η Εξοχότης του θα υποδεχθεί τη Vasa σε λιμάνι Πολωνικό.

 

Εγώ, το παραμορφωμένο τέρας, πώς να στοιβάξω 300 ναύτες; Το μήκος μου είναι εκατό είκοσι πόδια, όσο το μήκος εφτά βασιλικών κρεβατιών στη σειρά. Δεν ξέρω τί να πω για το βάρος στην καμπούρα μου, των βολιών, του μπαρουτιού. Με έκαναν γαϊδούρι να φορτωθώ ελέφαντα. Αν βουλιάξω δεν θα βρίσκουν φταίχτη!

 

Στις 10 Αυγούστου του 1628 ο πλοίαρχος Hansson διέταξε το παρθενικό μου ταξίδι, απ’ τον ναύσταθμο του Älvsnabben. Με αποχαιρετούν με βολές απ’ τα κανόνια του λιμανιού και σμήνη κόσμου πανηγυρίζουν για την καθέλκυσή μου. Όσο για τους ναύτες, είχαν μεθύσει την προηγούμενη στα προεόρτια, και τώρα δεν βλέπουν ούτε τη μύτη τους.

 

Είμαι οργισμένη, πολύ ζαλισμένη, με τόσο βάρος τρικλίζω σαν μεθυσμένη, νιώθω να μου έρχεται εμετός. Θεέ μου, πότε τελειώνει το μαρτύριό μου;

 

Ξαφνικά σηκώνεται αέρας, γεμίζει τα πανιά μου, πέφτει λίγο ο αέρας, αρχίζω κάπως να ορθώνομαι… μα λίγο πιο πέρα ορμά απάνω μου ένας πιο δυνατός αέρας… με σπρώχνει, με φέρνει πίσω, προς το λιμάνι. Εισβάλλει στις θυρίδες των κανονιών. Με ταρακουνά… Ε, δεν άντεξα. Τι να κάνω τέτοια ζωή, ας αυτοκτονήσω, να τελειώνω.

 

Έλα κύμα, πάρε μας, το καλώ, όρμα και μπες από τα χαμηλά μου μέρη.

 

Τώρα το κύμα φουσκώνει, ανεβαίνει στο κατάστρωμα και κατεβαίνει στα αμπάρια… τότε κάνω την ηρωική βουτιά, σε τριάντα τόσα μέτρα βάθος. Ε, ρε πλάκα !! Οι χιλιάδες στην ακτή με στόμα ανοικτό. Κάποιοι λιγνοί ναύτες θα σκαρφάλωσαν στη μύτη του καταρτιού, που θα προεξείχε πάνω απ’ το νερό… και όσοι σώθηκαν σώθηκαν από βάρκες που θα προσέτρεξαν. Μαζί μου πήρα στον βυθό καμιά τριανταριά ναύτες, κι όλα τα πλούτη μου: κανόνια, εργαλεία, νομίσματα, μαχαιροπήρουνα, κούκλες, σκιάχτρα, κρασοβάρελα, δέκα πανιά. Όσο για τον Ολλανδό κλέφτη Master Henrik, θα πέθανε από απελπισία!

 

Εδώ, στον πάτο της θάλασσας που άραξα, άρχισα να γελάω… Άραγε, τί κούφιες δικαιολογίες θα πει αύριο στον Ανακριτή ο καπετάνιος; Θα ορκιστεί ότι έκανε τα πάντα, ότι… ότι… Χα, χα. Οι ναύτες που θα σωθούν θα επιρρίπτουν το φταίξιμο στους ναυπηγούς κι αντίστροφα. Η  Επιτροπή Έρευνας θα βρει ‘εξιλαστήριο θύμα’, να βαρέσει τυπική ποινή να τελειώνει. Σκάω στα γέλια, εδώ στο βυθό, σαν φαντάζομαι το πώς θα ανακρίνουν τον Jacobsson, γιατί έφτιαξε πλοίο στενό, χωρίς πάτο πλατύ για να στηθούν βαρίδια ισορροπίας. Θα πει «Φάρδυνα το πλοίο ένα πόδι. Φταίει ο Master Henrik Hybertsson, αλλά πέθανε’. Έτσι η Επιτροπή θα τους βγάλει όλους αθώους, αφού δεν μπορεί ν’ ανακρίνει νεκρό’. Χα, χα.

 

Σε τρεις μέρες άκουγα γερανούς και τροχαλίες. Πάσκιζαν να με ανελκύσουν. Σαράντα χρόνια μετά το ναυάγιο, δυο δύτες ανέβασαν πενήντα κανόνια… και στα επόμενα τριακόσια χρόνια, ησυχία ! Για τρεις αιώνες απολάμβανα υγρό Παράδεισό, τον δικό μου.

 

Η αυτοκτονία μου πέτυχε αρκετά. Δυο πλοία με άγκιστρα και σκοινιά, πήγαν να μου δώσουν φιλί της ζωής, να με τραβήξουν, αλλά η λάσπη στην κοιλιά μου τους είπε ‘αλτ’. Ήταν αυτοκτονία και με απρόοπτα, μάλιστα στα τέλη του 19ου αιώνα ένιωθα κιόλας… ένα ζευγαράκι δύτες μπήκε στ’ αμπάρια μου. Τους είδα να χαϊδεύονται, να φεύγουν αγκαλιασμένοι!

 

****

 

Κι αν σας ενοχλεί που χρησιμοποιώ τη λέξη ‘αυτοκτονία’, πείτε την, αν θέλετε, «απόδραση από έναν κόσμο αθλιότητας». Ρωτάτε τί θα μηχανευτώ, αν με τραβήξουν πάνω; Εξαρτάται σε ποια κατάντια θα έχουν φτάσει εκεί πάνω και αν με ξαναντροπιάσουν. Έμαθα πια ν’ αντιδρώ… αυτοκτονώντας! Μια χαρά περνώ στο βάθος με τα κοράλλια!

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ VASA

Η πρώτη αυτοκτονία μου κράτησε γαλήνια για 333 χρόνια, μέχρι το 1961, όταν μ’ έφτιαξαν σαν ένα ασήκωτο τέρας, και πήρα μόνη την απόφαση και βούλιαξα μόλις μετά που με καθέλκυσαν. Τη γαλήνη μου τη διατάραξε εκείνος ο ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο Anders Franzén. Παρίστανε και τον βιολόγο. Έλεγε παντού ότι στο νερό δεν με πείραξε πολύ ο μύκητας του ξύλου, ο Teredo navalis, γιατί τα νερά γύρω μου δεν ήταν πολύ θερμά, ούτε περιείχαν πολύ αλάτι. Θα υποψιάστηκε το μέρος που την άραξα. Λοιπόν, μου έριξε ηχητικά κύματα στο σκαρί μου για να πάρει πίσω αντήχηση και να βεβαιωθεί. Το συνεργείο του βρήκε το σώμα μου το 1956. Είχα μαύρο χρώμα. Έστησαν Επιτροπές για τη σωτηρία μου. Γιατί άραγε; Ποιος νοιάζεται για μια γριά, ολόμαυρη, χωμένη στη λάσπη του βυθού; Ωστόσο, ένιωσα δύτες να σκάβουν έξι τούνελ κάτω απ’ το σώμα μου για να περάσουν σύρματα και να με τραβήξουν δυο καράβια τους. Δύο χρόνια υπέφερα τον Γολγοθά μου. Έχασα τον ύπνο μου! Χίλιες τετρακόσιες καταδύσεις αποδείχθηκαν σουβλιές στο κορμί μου.

 

Για ένα χρόνο και μισό καθάριζαν τη λάσπη και τα συντρίμμια στα πάνω καταστρώματά μου για ν’ ανελκυστώ ανάλαφρη. Μου έκαναν κι άλλα: γέμισαν τις τρύπες των καρφιών που σκούριασαν κι έπεσαν, μου έβαλαν αερόσακους …και έτσι βγήκα στις 8 του Απρίλη του 1961. Μετά από 333 χρόνια! Με στράβωσαν τα φλας των φωτογράφων κι ο ήλιος.

 

Η ταλαιπωρία μου στη ξηρά δεν περιγράφεται. Για εικοσιεφτά χρόνια, μέχρι το 1988, με είχαν στοιβάξει σ’ ένα πρόχειρο καταφύγιο πλοίων. Μου έχτισαν ειδικό μουσείο. Γιατί; Γιατί θα είχαν καλό εισόδημα από ντόπιους και ξένους τουρίστες, να χαζεύουν εμένα, ένα σκιάχτρο.

 

Όπου μυρίζονται ρευστό και χρυσό, τσακ, βουτάνε και το αρπάζουν. Ανοίγουν και τα παλάτια τους, να εισπράττουν από τουρίστες. Μου έφεραν ένα σωρό ψευτοκαλλιτέχνες να μου κάνουν makeup, decoration. Ξελάσπωσαν τα αγάλματα που είχα παλιά, κάτι μιμήσεις Ρωμαϊκών, κάτι αρχαίων Ελληνικών, κάτι Αναγεννησιακά. Μου τα σφήνωναν στο κορμί. Για έξι λεπτά σταύρωναν τον Χριστό, ενώ εμένα για έξι τόσους μήνες.

 

Πήραν πολλή φόρα. Άρχισα να  φρίττω. Έκριναν οι κόλακες του βασιλιά να μου βάλουν φιγούρες απ’ την Παλιά Διαθήκη, όπου ο Θεός – δηλαδή ο βασιλιάς – εκδικείται τους εχθρούς του περιούσιου λαού του. Και για να έχουνε, λέει, και άλλους τουρίστες, εκτός από Εβραίους, μου κρέμασαν πρόσθετα στο κορμί φρικιαστικά τέρατα από μύθο Ολλανδικό, γοργόνες Δανίας, αγριάνθρωπους Ευρώπης, μούμιες και κήτη Αιγύπτου. Τα παλιά καρφιά έπεσαν στο βυθό και κρύφτηκαν καλά.

 

Μα άκουσα κάτι που με ικανοποίησε: μια Επιτροπή από ειδικούς επιβεβαίωσαν όσα με έτρωγαν πριν τρεισήμισι αιώνες: πως έφταιγαν τα κακά χάλια στην κατασκευή και άλλα. Συμφώνησαν όλοι πως η ναυπήγησή μου ήταν πολύ δαπανηρή, πως το κέντρο βάρους μου με τόσους ορόφους βρισκόταν ψηλά κι ήταν επικίνδυνο για την ισορροπία μου, πως το μέρος του πλοίου κάτω απ’ το νερό ήταν δυσανάλογα μικρό σε σύγκριση με αυτό πάνω απ’ το νερό. Όλα αυτά, για να με λεν ‘Σύμβολο Ισχύος και Τρόμου σε Εχθρούς’. Χα, χα, ξύπνησαν αργά !

 

Κατά τα άλλα, αντί να με λένε ‘άθλο του βασιλιά’ καλύτερα να με λένε ‘άθλιο βασιλιά’.

 

Ήθελα να τραβήξω τα σχοινένια μαλλιά μου.. Όσο για τους ζωγράφους, τσακώνονταν ποιος θα μ’ έβαφε στο Μουσείο πιο φανταχτερά. Baroque ήθελε ένας, στυλ μεσαιωνικής  γλυπτικής ο άλλος, extravagant ή vulgar ένας τρίτος. Με παραμόρφωσαν… με χοντρά καρφιά μού σφήνωσαν πεντακόσια γλυπτά. «Θ’ αρέσει στον Βασιλέα μου», κόρδωνε ο αυλικός. Α Ποσειδώνα, έβαλαν πορτρέτο του σοκολατόπαιδου βασιλιά στο κούτελό μου, απάνω στη γέφυρα. Να βλέπατε εκεί τον βασιλιά τους! Σαν νεαρό παιδί με μεγάλα, ξανθά, κυματιστά μαλλιά, να τον στέφουν δύο γύπες. Είναι να γελάς και να κλαις. Εγώ, η Vasa, έγινα το πρώτο μοντέλο τετραόροφου πλοίου. Σκέφτηκαν να με κρατούν υγρή, μην αποξηραθώ απότομα και σκάσουν τα ξύλα μου και όσα ξύλινα γλυπτά κόλλησαν σαν βδέλλες στο σώμα μου. Τουλάχιστον θα είχα το υγρό στοιχείο να με παρηγορεί!

 

Πιο πολύ με απελπίζουν οι τουρίστες. Με περιεργάζονται, με τσιμπούν, με τυφλώνουν με φλας. Ένας Πολωνός με έφτυσε (θα θυμήθηκε τον βασιλιά που εκστράτευσε εναντίον της χώρας του νομίζοντας πως πήρα μέρος στη ναυμαχία). Ένας Λιθουανός κατέβηκε στο αμπάρι και με κλώτσαγε με μανία. Ένας Έλληνας είπε πως αν ο Θεμιστοκλής είχε τη Vasa θα νικούσε τους Πέρσες σε μια ώρα. Συμφώνησε ένας Κύπριος. Γιατί, μωροί, υπερέχω απ’ τις τριήρεις σας; Αν είχα φωνή θα τους έλεγα ‘ο Θεμιστοκλής με μικρές ευέλικτες τριήρεις βύθισε ένα τεράστιο περσικό στόλο. Εγώ, με τόσο ύψος, βούλιαξα. Ούτε πολέμησα, ούτε βύθισα!’

 

Μα αυτή θα είναι η ζωή μου στο εξής; Με τόσους άξεστους, επηρεασμένους από την προπαγάνδα του Βασιλιά, που βγάζει λεφτά απ’ τον τουρισμό; Αυτήν την πλάνη που κυβερνά αυτόν τον κόσμο, δεν την αντέχει ο οργανισμός μου. Και πήρα αμετάκλητη απόφαση. Εγκαταλείπω αυτόν τον κόσμο. Ένας σοφός αποφασίζει να χάσει τη ζωή του για αιτίες λογικές, για υπεράσπιση πατρίδας, ή αν υποφέρει από αβάστακτους πόνους και ασθένειες. Το ίδιο κι εγώ. Είμαι υπέργηρη, τεσσάρων αιώνων, φίλους δεν έχω, μόνο αβάστακτους πόνους και θλίψεις από έναν ανίατο κόσμο. Να μου λείπει τέτοιο βύσσινο.

 

Να ‘πώς θα αυτοκτονήσω’, πηγαίνοντας στο βάθος με τα κοράλλια, χωρίς να μπορούν να με επαναφέρουν στη ζωή για να κερδοσκοπούν: Εκεί στον πάτο, τρεις αιώνες μετά την πρώτη αυτοκτονία μου, τριαντατρία χρόνια προτού με ανελκύσουν, έπεσε δίπλα ένας μικρός μετεωρίτης. Τραντάχτηκα. Μετά από λίγο ένιωσα μύκητες να κεντρίζουν το σκαρί μου. Σίγουρα ανήκαν στον μετεωρίτη. Μύκητες απ’ το διάστημα! Τους κράτησα σε λήθαργο. Τώρα, εδώ στο Μουσείο, τους κάνω νόημα να δράσουν, να μου σκάψουν το σώμα. Σε δυο-τρία χρόνια θα το λιώσουν κι όλοι θα τραβάνε τα μαλλιά τους. Θα λάμψω με την απουσία μου! Ούτε εκατό Νομπελίστες Χημείας, Φυσικής και Βιολογίας δεν θα καταλάβουν ποτέ τί έχω πάθει και πώς θα το θεραπεύσουν. Ας ωρύεται ο Νόμπελ όταν διαπιστώσει πως όλοι αυτοί, που τους τίμησε με Βραβεία και παχυλή χρηματική αμοιβή, δεν μπορούν να διαγνώσουν τα αίτια της δεύτερης αυτοκτονίας μου. Δεν παν να στείλουν δείγματα για έλεγχο σε εργαστήρια μεγάλων χωρών! Θα διαγνώσουν κάτι εξωγήινο; Χα!

 

– Ακούστε τους ABBA. Σας τραγουδούν το Waterloo. Βατερλώ πάθατε πριν πολεμήσετε, τους φωνάζω. Ακούνε; Κι ο Σαίξπηρ σάς ψιθυρίζει ‘Πολύ φασαρία για το τίποτα’. Αυτό συνέβη! Με κάνατε γίγα μασκαρά, ένα τίποτα άχρηστο, μα χρήσιμο να γεμίζω τα ταμεία με χρήμα τουριστών! Καληνύχτα σας. Καλημέρα στους σύμμαχους μύκητες! Κι αν ενοχλεί η φράση «δεύτερη ‘αυτοκτονία’, πείτε την, αν θέλετε, «δεύτερη απόδραση από έναν κόσμο για κλάμα και για γέλια».

 

 

 

Ιωσήφ Ιωσηφίδης
τ.Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου / ΕΛΚ – Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλαδας Κύπρου / ΣΠΕΚ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.