Από τα παιδικά μου χρόνια, σκάρωνα με πάθος παραμύθια, θεατρικά έργα και χιλιάδες ιστορίες. Όλα αυτά είχαν θρονιαστεί στην καρδιά μου όπως τα βατράχια πάνω στις πέτρες. Σ’ αυτά που διάβαζα στα βιβλία πρόσθετα και πολλά επεισόδια βγαλμένα απ’ τη φαντασία μου. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Η φαντασία μου έδινε μεγαλύτερη ένταση στις δραματικές σκηνές, τροποποιούσε την κατάληξη κάθε ιστορίας, έκανε την αρχή της πιο μυστηριώδη. Όταν έκανα τις μουσικές μου ασκήσεις, έβαζα πάνω στο αναλόγιο τα βιβλία του Τουργκένιεφ ή του Δουμά και, γρατζουνώντας το βιολί μου, καταβρόχθιζα τη μια σελίδα μετά την άλλη. Τη μέρα διηγιόμουν στα παιδιά της γειτονιάς απίθανες ιστορίες και το βράδυ τις μετέφερα στο χαρτί. Το γράψιμο ήταν κληρονομική ασχολία στην οικογένειά μας. Ο παππούς Λεβί-Ιτσρόκ, που στα γεράματά του είχε ξεκουτιάνει, όλη του τη ζωή έγραφε ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ο ακέφαλος άνθρωπος». Σ’ αυτόν είχα μοιάσει.
Η φράση «γεννημένος συγγραφέας» ταιριάζει απόλυτα στον Iσαάκ Μπάμπελ. Στα παιδικά του χρόνια βίωσε τους διωγμούς των Εβραίων. Στα νιάτα του έγινε προστατευόμενος του Μαξίμ Γκόρκι. Πολέμησε για τα ιδανικά της Oκτωβριανής Επανάστασης, η οποία τελικά τον καταβρόχθισε όπως ο Κρόνος το παιδί του. Σήμερα, «αποκατεστημένος» πια και στην πατρίδα του, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους του εικοστού αιώνα, κερδίζοντας τη θέση που του αξίζει δίπλα στους Τσέχωφ, Κάφκα και Χέμινγουεϊ.