Όταν οι λέξεις χρωματίζουν το ασπρόμαυρο πλάνο της ζωής και του θανάτου.
Η Γιλά Μοσάεντ είναι μια εξαιρετική ποιήτρια που έχουμε τη χαρά να τιμά την τέχνη της ποίησης και την ευκαιρία να καταδυθούμε στην ουσία της τέχνης αυτής μέσα από τη δική της προσέγγιση. Και είναι η δική της προσέγγιση, κατά τη γνώμη μου, μία από τις πιο κοντινές στη φιλοσοφία του ποιητικού λόγου, που στόχο έχει να υπηρετεί τον άνθρωπο διαχρονικά και συγχρονικά, να αφουγκράζεται μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες τις ανάγκες του και να ενδύει τον λόγο με τα κατάλληλα μέσα. Ή να τον απογυμνώνει κάποτε αντίστοιχα, υπηρετώντας την ηθική αναγκαιότητα για σιωπή. Λειτουργώντας με τη βαθύτερη έννοια της λειτουργού, με την έννοια του πνευματικού ατόμου που οφείλει να καθοδηγεί και να αποκαλύπτει, η Γιλά αξιοποιεί τον ποιητικό λόγο για να καταθέσει αφενός το ατομικό της βίωμα, αφετέρου όμως ‒και κατά κύριο λόγο‒ το πνεύμα του συλλογικού, όπως αποτυπώνεται στον οικουμενικό συναισθηματικό χάρτη. Και μιας και οι εποχές είναι στεγνές, απογυμνωμένες συναισθηματικά και ψυχικά άνυδρες, ο λόγος είναι λιτός, άμεσος, χωρίς ψιμύθια. Τη συναισθηματική καταβύθιση επιτυγχάνει ο λόγος ατόφιος, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης της λέξης και η λέξη ατόφια χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού. Η ποιήτρια φέρει πάνω της τη σφραγίδα της Ιρανής πρόσφυγα στη Σουηδία και γράφει γιατί, όπως η ίδια ομολογεί, πονάει να φέρει μέσα της τόσο οδυνηρές λέξεις και εικόνες. Έχει παλιά, βαθιά και χιλιετή τραύματα στην ψυχή της – οι λέξεις είναι το αντίδοτο, το λίκνο και ο τάφος της. Αντίδοτο, λίκνο και τάφος, ιδέες όμοιες με αυτές που θέλουν την ποίηση παυσίπονο, που «κάνει –για λίγο– να μη νιώθεται η πληγή», όπως ομολογεί ο ποιητής.
Το σπουδαίο είναι ότι σε όλη της την ποιητική πορεία παραμένει πιστή στην αγάπη της με τις λέξεις και στη μεταχείρισή τους ως αντίδοτου, λίκνου και τάφου.
Ένα αντίδοτο για τον πόνο της πρόσφυγα, ένα αντίδοτο στον κατατρεγμό που βίωσε, στην επικίνδυνη και βιαστική φυγή που χάραξε μια νύχτα της ζωής της κι από τότε τις νύχτες όλης της της ζωής, στην πίκρα που προξενεί το αίσθημα του διωγμένου, του ανεπιθύμητου, στο παράπονο του αδικημένου, του ανελεύθερου.
Ένα λίκνο όπου νανούρισε τον πόνο του ανθρώπου που ψυχικά θα κατέρρεε, όπου κοίμισε την πληγή του ανθρώπου που πετάχτηκε, που πληγώθηκε, που τραυματίστηκε, που απαξιώθηκε, που ευτελίστηκε, αλλά και όπου νανούρισε τον νεογέννητο εαυτό της, αυτόν που κυοφόρησε η χτυπημένη από τη μοίρα μήτρα της, έναν εαυτό δυνατό και δυναμικό, έναν εαυτό που θα μπουσουλούσε αρχικά σε νέα, ξένα εδάφη και θα έβρισκε τα πατήματά του σε μια νέα γη.
Και ένας τάφος όπου αφενός σφραγίζει μέσα του όλα αυτά τα βιώματα και τα θρηνεί, κάνοντας πάνω του συνεχείς επισκέψεις, ακουμπώντας ευλαβικά εκεί τα δικά της μπουκέτα, τις δικές της ποιητικές πολύχρωμες συνθέσεις στη μνήμη όσων κείτονται μέσα σε αυτόν, τη σιωπή των οποίων το ποιητικό υποκείμενο δεν γνώρισε ποτέ και την ησυχία των οποίων δεν θέλει να ενοχλήσει με τον χτύπο της δικής της ζωντανής ακόμη καρδιάς:
Με χτυπούν τα παπούτσια μου
όταν ποδοπατώ το έδαφος των νεκρών
Η σιωπή τους δεν μοιάζει με τη δική μου σιωπή
Τα δέντρα που έχουν τις ρίζες τους
κάτω από τους τάφους φαίνονται λυπημένα
Μερικές φορές σφουγγίζω
τα δάκρυά τους
Στα κοιμητήρια τα πουλιά τιτιβίζουν μελωδίες θλιμμένες
και τα σκουλήκια είναι ευτραφή
Δεν θέλω να αναγκάσω τους νεκρούς
ν’ ακούσουν τον χτύπο της καρδιάς μου
όταν ποδοπατώ τις σκεπές τους (σελ. 28)
Αφετέρου, ένας τάφος που δεν σφραγίζεται ποτέ, ένας ανοιχτός τάφος στον οποίο ό,τι πεθαίνει ξαναγεννιέται, ένας τάφος που αυτοκαταργείται ουσιαστικά, καθώς τροφοδοτεί με νέα ζωή ότι αγκαλιάζει στο μάρμαρό του, καθώς επιτρέπει τη διέλευση του φωτός σε ό,τι φιλοξενεί στο σκοτάδι του. Και κάποτε ο τάφος ως σύμβολο της αιώνιας, της μελλοντικής κατοικίας, ένας τάφος που πια δεν φοβίζει, δεν τρομοκρατεί, αλλά συνιστά τη διέξοδο από τη συνεχή αιώρηση στο άγνωστο, τη διαφυγή από το αίσθημα του ξένου, του αλλότριου, την ανακούφιση για τις στιγμές που το χαρτί θα μένει λευκό και άγραφο και που προοιωνίζεται μια γαλήνια κατοικία, τη συγκατοίκηση με όσους πολύ λάτρεψε αλλά και που προετοιμάζει το χαρμόσυνο συναπάντημα με αυτούς:
[…]
Χτυπώ άγνωστες πόρτες
Κρύβομαι πίσω από μια τρεμάμενη σκιά
Ακούω την μελωδική φωνή της μητέρας μου
Ο ουρανός έρχεται πιο κοντά
Πάω στο βασίλειο του θανάτου
Το μπλε φως
αγκαλιάζει όλους τους δρόμους
κι εγώ δεν ξυπνώ ποτέ πια (σ. 45)
Και στο ποίημα «Αναζητώ τους νεκρούς μου»:
Ψάχνω το άρωμα τάφων
που ποτέ δεν έχω δει
Μητέρα μου
πατέρα
κι αδελφέ
Πού κείτεστε
Εδώ την ημέρα των Αγίων Πάντων
χάνομαι
Δεν έχω κανέναν χάρτη
Ούτε καν μέσα μου
Σαβανώνω το φθινοπωρινό σάλι με τα χαρούμενα χρώματα
ερμητικά γύρω μου
και πάω προς
τα αόρατα (σ. 51)
Ο θάνατος υπήρξε πάντα ένα από τα αγαπημένα θέματα της Γιλά. Σε τούτη τη συλλογή, όμως, η ποιήτρια κάνει ένα μεγάλο, άφοβο, σχεδόν συμφιλιωτικό άλμα κοντά του. Τον αφουγκράζεται από την ψύχρα που συνοδεύει το διάβα του, από το παγωμένο αγέρι και το ανατρίχιασμα του άψυχου που ενσαρκώνει. Τον διακρίνει πίσω από το φως του φεγγαριού, εκεί όπου ακουμπά το αέρινο σώμα της η γλυκιά μητρική φιγούρα και η ατμόσφαιρα αποπνέει μια μαγεία που συναρπάζει τις λέξεις, τις εξωθεί από τη σάρκινη ειρκτή τους, απογυμνώνει το ποιητικό υποκείμενο και το προετοιμάζει για τη συνάντηση με το τέλος:
[…]
Η μητέρα ξαπλώνει και κοιμάται
σαν κομμάτι της λαμπρής σελήνης
Όλα φαίνονται μαγικά
Εγώ παίζω με τις συσσωρευμένες λέξεις μου
ενώ η αδελφή μου μιμείται τη Δεσποινίδα Χάβισαμ
Τώρα φυσά παγωμένα έξω από το παράθυρο
Η θύελλα έρχεται προς τα δω
Είμαι μόνη σαν τη νύχτα στο πηγάδι (σ. 42)
Ο θάνατος, ωστόσο, είναι πολύμορφος, δεν αφορά μόνο το φθαρτό του σώματος. Κάθε άλλο. Αφορά, κυρίως, τον θάνατο της ηθικής και της κοινωνικότητας του ανθρώπου. Τον θάνατο της ευθύνης και του χρέους απέναντι στον άλλον, απέναντι στη φύση, απέναντι στο μικρό παιδί, απέναντι στη δικαιοσύνη, απέναντι στην ανθρωπιά με την οποία, αν και προικιστήκαμε γενναιόδωρα, φανήκαμε αγνώμονες κληρονόμοι.
Απέναντι σε αυτή την ασχήμια, το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να διαφυλάξει τον εαυτό του, να του φορέσει τα πιο όμορφα χρώματα για να καλύψει το μαύρο της ζωής και να το σπρώξει στη λήθη, εκεί που η ανθρώπινη πτώση και ο ηθικός ξεπεσμός δεν μπορεί να διεισδύσει:
Ο ματωμένος ομφάλιος λώρος της γης
σκάλωσε στο στόμα ενός ιερού σύννεφου
Κάθε φορά που τραβάω την κουρτίνα
ένα πουλί χτυπά στο παράθυρο
Πόσο ψηλά είναι τα όνειρά μας
Σε ένα μικρό δωμάτιο απέναντι
ένας άνδρας κακοποιεί τη γυναίκα του
Ένας θείος βιάζει την κόρη του αδερφού του
Σε ένα κρατικό τυπογραφείο
εκδίδεται το βιβλίο νομοθεσίας
για εκατοστή φορά
Κανένας ψυχολόγος δεν μπορεί να ερμηνεύσει
πλέον των προφητών τα μηνύματα
Παίρνω το καλοκαιρινό μου φόρεμα
με τα κόκκινα αγριολούλουδα
Ανοίγω την πόρτα στη λήθη
Αφανίζομαι στην ασφαλή αγκαλιά της (σ. 63)
Σαφής και ουσιαστική θεματική η οποία δεν αποτελεί απλώς μια ποιητική σταθερά αλλά έναν τρόπο βίωσης της ζωής αλλά και της τέχνης, στο πλαίσιο που η Γιλά γράφει ποίηση βιωματική ‒στο πλαίσιο που τίποτα μέσα από την τέχνη της δεν συνιστά στοιχείο έξω από τη ζωή της και που κανένα στοιχείο της ζωής της δεν παραγκωνίζεται από την τέχνη της‒ είναι το φυσικό περιβάλλον. Αυτό φαίνεται ότι αποτελεί προέκταση, αρχή και τέλος, αρχικό και τελικό αίτιο του κάθε βιώματός της. Καταρχάς, η φύση συνιστά τη Μητέρα γη, που από τη φύση της ακόμη αποβλέπει στον έρωτα, στη διαιώνιση, στην αιωνιότητα, σε μια γόνιμη αναπαραγωγή του καλού και του κάλλους, σε μία τάση συνενωτική, συνδημιουργική, σε μία μόνιμη σύγκλιση, με σκοπό τη συνέργεια ‒ ο κόσμος σε μια ιδανική μορφή αρμονικής εξέλιξης:
Το ερωτευμένο βουνό
μεταμορφώνεται σε ηφαίστειο
Το χαμόγελο του δάσους είναι ανοιχτοπράσινο
Η Μητέρα γη υφαίνει κήπους
περιμένοντας την αγάπη της
Το ποτάμι ψάχνει αβίαστα
Δεν σταματά λεπτό
Θέλει να ενωθεί με ένα μεγαλύτερο (σ. 90)
Σε αυτό το περιβάλλον που τελεί σε μόνιμη κυοφορία, βρίσκει το ποιητικό υποκείμενο την προέκταση του εαυτού του, εκεί μπορεί να «κάθεται σε ένα κούτσουρο και να αφηγείται τη ζωή της/ περιμένοντας τα δέντρα ν’ ακούσουν/ και να την αγκαλιάσουν». Εκεί μπορεί και σωματοποιεί την πνευματικότητα που της χάρισε η γεννήτοράς της, με την καρδιά της να επεκτείνεται έξω από τον θώρακά της και να φορά ως μανδύα προστατευτικό το δάσος στους ώμους της. Εκεί μπορεί και το μοιρολόι μιας τραυματισμένης ζωής μεταλλάσσεται σε υμέναιο που υπόσχεται πολλαπλές, διαδοχικές και ατελεύτητες κυήσεις και ακόμη πιο δυνατές ποιητικές δημιουργίες. Η ποίηση της Γιλά γνωρίζει να υμνεί την ομορφιά με την ίδια ένταση που θρηνεί την ασχήμια και την κακοήθεια, μπορεί και αποπνέει έναν διάχυτο λυρισμό με τον ίδιο τρόπο που κάποτε ενδύει τον στίχο με έναν τόνο ελεγειακό, θρηνητικό. Μπορεί, τελικά, και αναγάγει το τραγούδι της ποίησης σε ένα κουπλέ που συμπληρώνει στον ίδιο αισιόδοξο ρυθμό το ρεφρέν που συνέχει όλη τη στιχουργική της καλλιτέχνιδας φύσης. Μπορεί και συμπεριλαμβάνει μέσα στους σύντομους λιτούς στίχους, το εκτεταμένο και πολύχρωμο κάδρο μέσα στο οποίο κληρώθηκε στον άνθρωπο να πρωταγωνιστήσει:
Το αλφαβητάρι των πουλιών
Ο χορός της βροχής
Η οργή του αέρα
Η θάλασσα με τη γιγάντια χορωδία της
Τα κύματα με την τρεμάμενη φωνή
Το ρυάκι
με την κρυμμένη κελαρυστή άρπα
Ο άγριος κρότος του καταρράχτη
Οι ανυπολόγιστες μελωδίες του ποταμού
Ακόμη και το λάλημα του κόκορα την αυγή
μας δίδαξαν της ζωής το τραγούδι (σ. 78)
Όλα τα θέματα που πολύ αγάπησε η Γιλά δίνουν το παρόν σε τούτη τη συλλογή, πιστοί ακόλουθοι της ποιητικής πένας, πηγές αστείρευτες της ποιητικής έμπνευσης, μόνιμες καταφυγές της ποιητικής γραφίδας. Ο έρωτας της γέννησης και η αναγέννηση του έρωτα, το σκοτάδι της ζεστασιάς και η ζέστη του σκοταδιού, το φως της ελπίδας και η ελπίδα του φωτός, ο ήλιος του κόσμου των ιδεών και ο κόσμος των ιδεών φωτισμένος από τον ήλιο, τα φτερά της ανάστασης και ο θάνατος των φτερών, η γέννηση της ανάσας και η ανάσα της γέννησης, η φθορά της σάρκας και η σάρκα της φθοράς, η αέναη κίνηση και η μόνιμη ακινησία, ο ξεριζωμός του πρόσφυγα και η προσφυγιά του ξεριζωμού, το άπιαστο του ονείρου και το όνειρο του άπιαστου, το εσύ της ύπαρξης και η ανυπαρξία του εγώ, η μοναξιά του ποιητή και ο ποιητής της μοναξιάς, ο χρόνος της ζωής και το άχρονο του θανάτου.
Εκείνο, ωστόσο, το μοτίβο που κάθε τόσο επανέρχεται δυναμικά, στροβιλιζόμενο μέσα σε διαφορετικά νοηματικά περιβάλλοντα, νοηματοδοτώντας τα με τη σειρά του αναλόγως, είναι η στενή σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τις λέξεις, μια σχέση ζωής και θανάτου ταυτόχρονα. Η λέξη συνιστά κάθε φορά έναν παλμογράφο που αποτυπώνει κάποτε στα άτονα και κάποτε στα νευρικά του ανεβάσματα την καρδιακή, την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, μα, κυρίως, τη δύναμη ή/και την αδυναμία της ποιήτριας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της τέχνης της, να δαμάσει το απειθάρχητο αυτό στοιχείο που λέγεται «ιδέα», να το προσεγγίσει, να το εξετάσει ερευνητικά, να το καλοντύσει και να το συστήσει στους αναγνώστες της. Η λέξη μεταμορφώνεται κάθε φορά σε κρουνό μιας κατάστασης, που ενώ εκκινεί από προσωπικά συναισθήματα εκφράζει τελικά συλλογικά βιώματα. Κάποτε είναι το μόνο μέσο επικοινωνίας ενός ανθρώπου βωβού, που ορφάνεψε από μάνα κι αναζητά τον άλλον, τον ξένο, τον διαφορετικό αλλά ίδιο σε έναν άγνωστο λάρυγγα, κι εκεί με σφραγισμένο όνομα και αποσκευές, με ξεθωριασμένο το πολύχρωμο σκηνικό του παρελθόντος, οι λέξεις συνιστούν το σημείο επαφής μέσα στο ανέπαφο, το σημείο γνωριμίας μέσα στο άγνωστο, επωνυμίας μέσα στο ανώνυμο, οικείωσης μέσα στο ανοίκειο:
Είμαι δίχως χώρα
Δίχως μητέρα
Το μόνο που μοιράζομαι μαζί σας
είναι οι λέξεις
Εγκαταλείπω τα πάντα
Εισέρχομαι
σ’ έναν άγνωστο λάρυγγα
Οι αποσκευές έχουν σφραγιστεί
Το ίδιο και το όνομά μου
Ζούσα τόσο ξένη
σ’ αυτόν τον κόσμο
Πουθενά
δεν υπήρχε το σπίτι μου
Κανείς δεν γνώριζε
πώς έχασε η ζωή το χρώμα της (σ. 47)
Συμφιλιωμένη πλέον με τον τραχύ και βάναυσο γλωσσικό της απογαλακτισμό, με την ξηρασία εμφανή στις γλωσσικές της φλέβες, με την αμφιβολία και τον φόβο σε μια καρδιά που ορφάνεψε γλωσσικά, αποζητά μέσα από την αγλωσσία την επαφή με τη φυσική γλώσσα της γέννησης και κυρίως της φθοράς:
Η γλώσσα μου ήταν το δέντρο
Η γλώσσα της μητέρας μου
ήταν το γάλα σε στεγνές φλέβες
Η γλώσσα της μητέρας μου
ήταν ο άφοβος χτύπος της καρδιάς
που έδιωχνε κάθε αμφιβολία
Δεν έχω καμιά γλώσσα πλέον
Μόνο όταν ένα μικρό πουλί
χτυπά στο νυσταγμένο παράθυρό μου (σ. 30)
Κάποτε η γλώσσα γίνεται το δοχείο όπου συλλέγονται όλες εκείνες οι αναμνήσεις της προσφυγιάς, ένα δοχείο που περιμένει να γεμίσει με λέξεις, μα αυτές αργοπορούν, καθώς μεταφέρουν αργά, βασανιστικά τις κραυγές των πεινασμένων βρεφών και των πονεμένων μανάδων. Φτάνουν βραδυκίνητες και φλέγουσες, για να σβήσουν στον πυθμένα ενός ποιήματος και να ξεκουραστούν:
[…]
Αργοπορούν οι λέξεις
Βρέφη πεινασμένα
χλομιάζουν στις τελευταίες ανάσες τους
Οι μητέρες χτυπούν τα στεγνά στήθη τους
Η θάλασσα μαστιγώνει γεμάτα καράβια
Οι ακρογιαλιές χάνονται
Αργοπορούν οι λέξεις
Μεταφέρονται
σαν φλεγόμενος ήλιος
στην καρδιά μου
Γράφω ένα νέο ποίημα
Και όλα σβήνουν (σ. 60)
Είναι τούτη η μαγική ιδιότητα του ποιητή, να ξαναδίνει ζωή στις λέξεις, όταν αυτές φαίνονται άνευρες, ξεψυχισμένες στο χαρτί. Μια ιδιότητα που θέλει επιδεξιότητα κι υπομονή. Προσεκτικό βάπτισμα των νεκρών λέξεων στο αναστάσιμο αίμα της καρδιάς, μέχρι που εκείνο να μετατραπεί σε φτερογόνο γάλα, και με τα νέα τους φτερά ανοικτά, να πετάξουν έχοντας συλλέξει όλα της καρδιάς τα χτυπήματα και να τα ακουμπήσουν απαλά στο χαρτί. Αυτή είναι, άλλωστε, η μαγική τέχνη της ποίησης. Η τέχνη της υπομονετικής γαλούχησης της λέξης με τον ζωμό της ιδέας, μια τέχνη κοπιώδης και κοπιαστική, της οποίας η μαγεία έγκειται στο ότι τίποτα δεν γράφεται διά μαγείας, αλλά γράφεται από το μεράκι του ποιητή να αγγίξει τον μαγικό κόσμο:
Μερικές φορές οι λέξεις μού έρχονται τελείως νεκρές
όπως τα μαλλιά ή τα νύχια
Δεν αναπνέουν στο χαρτί
Υποδέχομαι τα νεκρά κορμιά τους
Χρειάζεται χρόνος να τους δώσω πνοή
Δεν είμαι ταχυδακτυλουργός
Έχω μάθει να ζω μ’ αυτές
Κρατάω τις λέξεις στο στήθος μου
για λίγο χρόνο
μέχρι που το αίμα γίνεται γάλα
Τότε αποκτούν φτερά και πετούν έξω
Το χαρτί τις υποδέχεται
τη μια μετά την άλλη (σ. 27)
Όλος αυτός ο ποιητικός στοχασμός θα έμενε απαγορευτικός για τον Έλληνα αναγνώστη ή την Ελληνίδα αναγνώστρια, αν δεν τον μετουσίωνε σε ελληνικό ποιητικό βίωμα η μετάφραση της κ. Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη. Η μετάφραση αποδίδει πιστά τα νοήματα, τη λιτότητα του λόγου, τη συναισθηματική ένταση, τον διάσπαρτο λυρισμό, ακόμη και τις ανάσες της ανάγνωσης. Με την αληθινή αγάπη και την πίστη της στην ποίηση της Γιλά, με τη βαθιά επιστημοσύνη της Κλινικού Ψυχολόγου, που μπορεί και εγκύπτει απαλά πάνω από τις ανθρώπινες ψυχές, με την ακόμη βαθύτερη ενσυναίσθηση της ποιήτριας, που έχει γρατζουνιστεί στις ίδιες με τη Γιλά βραχώδεις διακλαδώσεις της σκέψης, προσεγγίζει το έργο της Σουηδής ποιήτριας με ευλάβεια και σεβασμό, με δέος και με την προσοχή που απαιτεί οτιδήποτε εύθραυστο. Και το πιο εύθραυστο στοιχείο για τη Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι η λέξη. Για αυτήν βασανίζεται, αυτήν υπηρετεί, στο μεγαλείο αυτής υποκλίνεται, για την ακρίβειά της παλεύει. Κι αυτό συνιστά το σημείο συνάντησης, τον τόπο σύγκλισης με την ποιήτρια Γιλά: Η πρωτοκαθεδρία της λέξης.
Η λέξη, λοιπόν, και για την ποιήτρια Γιλά Μοσάεντ συνιστά την αρχή και το τέλος, με τη βαθύτερη έννοια, αυτήν της τελείωσης, της ολοκλήρωσης για την ποιήτρια. Η λέξη αποτελεί το μόνο καταφύγιο στην ερημιά της ψυχής ή, άλλοτε, το δυναμωτικό του πλούτου των συναισθημάτων της. Το μέσο με το οποίο η ερημιά γίνεται ηχηρή, η μοναξιά διαχειρίσιμη, η προσφυγιά προίκα. Το έχει, άλλωστε, ομολογήσει και η ίδια: «Γράφω γιατί πονάει να φέρεις μέσα σου τόσο οδυνηρές λέξεις και εικόνες. Έχω παλιά, βαθιά και χιλιετή τραύματα στην ψυχή μου. Οι λέξεις είναι το αντίδοτό μου, το λίκνο μου και ο τάφος μου. Γράφω γιατί φέρω μέσα μου την κρυμμένη φωνή της γυναίκας, κρυμμένα ένστικτα και χλωμά πρόσωπα». Το μαγικό είναι ότι μέσα στα χιλιάδες χλωμά πρόσωπα της Γιλά ο καθένας από εμάς μπορεί και εντοπίσει τη δική του χλομή φιγούρα και κατορθώνει μέσα από την ανάγνωση των στίχων της, να οικειώνεται τη χλομάδα και να ανακαλύπτει μέσα σε αυτήν λόγους και τρόπους να συμβιώνει μαζί της και να δημιουργεί.
*Η Ισιδώρα Μάλαμα είναι φιλόλογος, συγγραφέας και επιμελήτρια κειμένων.