Ζητιάνοι και ακροβάτες
Ο πιερότος και ο πειρατής, οι γονείς του, κάθισαν σιωπηλοί στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το Χουνγκιάο, ένα προάστειο που απείχε κάπου οκτώ χιλιόμετρα από τη Σαγκάη. Συνήθως η μητέρα του Τζιμ έλεγε στον Γιανγκ να προσέχει μη χτυπήσει τον γέρο ζητιάνο που βρισκόταν ξαπλωμένος μόνιμα έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Τούτη τη φορά όμως δεν είπε τίποτα, κι έτσι, καθώς βγήκαν με φόρα από την πύλη, ο Τζιμ είδε την μπροστινή ρόδα της Πάκαρντ να τσακίζει το πόδι του γέρου. Ο ζητιάνος αυτός, ένα κουβάρι ζωντανά κουρέλια, με μοναδική ιδιοκτησία του ένα ξεφτισμένο χάρτινο στρωσίδι κι ένα τενεκεδένιο κουτί καπνού που το κουδούνιζε στους περαστικούς, είχε εγκατασταθεί στην πόρτα τους πριν δύο μήνες. Δεν το κουνούσε ποτέ από το στρωσίδι του, αλλά ούτε άφηνε και κανέναν να τον κουνήσει από εκεί.
Το πόστο αυτό όμως δεν του είχε αποφέρει και τίποτα σπουδαίο. Ο φετινός χειμώνας στη Σαγκάη ήταν βαρύς, κι ύστερα από το τρομερό κρύο που είχε κάνει για ένα διάστημα, ο γέρος ήταν τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορούσε καλά καλά ούτε το τενεκεδάκι του να σηκώσει. Ο Τζιμ ανησυχούσε γι’ αυτόν, αλλά η μητέρα τού είχε πει ότι ο κούλης τους τού έδινε πού και πού ένα πιάτο ρύζι. Μια νύχτα, στις αρχές Δεκέμβρη, χιόνισε πάρα πολύ και το πρωί ο γέρος βρέθηκε σκεπασμένος με ένα παχύ λευκό στρώμα απ’ όπου πρόβαλλε μόνο το πρόσωπό του, σαν παιδιού που κοιμόταν κάτω από πουπουλένιο πάπλωμα. Ο Τζιμ προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν κουνιόταν, γιατί ήταν ζεστά εκεί κάτω από το χιόνι.
Η Σαγκάη ήταν γεμάτη ζητιάνους. Κάθονταν κατά μήκος όλης της λεωφόρου Άμχερστ έξω από τις πόρτες των σπιτιών κουνώντας τα τενεκεδένια κουτάκια καπνού σαν ανανήψαντες καπνιστές. Πολλοί έδειχναν τις φρικτές πληγές και τις παραμορφώσεις τους· εκείνο όμως το απόγευμα κανείς δεν τους πρόσεχε. Η πόλη κατακλυζόταν από πρόσφυγες που κατέφθαναν από τα γύρω χωριά και τις πόλεις με τα κάρα και τις χειράμαξές τους φορτωμένες με ολόκληρα νοικοκυριά. Μεγάλοι και παιδιά, λυγισμένοι κάτω από το βάρος των μπόγων που κουβαλούσαν στις πλάτες τους, έσπρωχναν τις ρόδες με τα χέρια. Οι κούληδες τραβούσαν τις χειράμαξες ψάλλοντας και φτύνοντας, και στις πρησμένες τους γάμπες διέκρινες φλέβες χοντρές σαν δάκτυλα. Κάποιοι έσπρωχναν ποδήλατα φορτωμένα με στρώματα, σόμπες και σακιά με ρύζι. Ένας ζητιάνος χωρίς πόδια, με τον κορμό σφιγμένο μέσα σ’ έναν τεράστιο θώρακα σαν παπούτσι, πετάχτηκε στον δρόμο μέσα στο πανδαιμόνιο των τροχών, περπατώντας πάνω στα ξύλινα δεκανίκια που κρατούσε στα δυο του χέρια. Όταν ο Γιανγκ προσπάθησε να τον διώξει από τον δρόμο τους, εκείνος έφτυσε και χτύπησε το αυτοκίνητο, κι ύστερα γεμάτος αυτοπεποίθηση χάθηκε ανάμεσα στα τροχοφόρα, στο βασίλειο του σάλιου και της σκόνης.
Όταν βγήκαν από τον Διεθνή Τομέα στον Μεγάλο Δυτικό Δρόμο, βρήκαν μια ατελείωτη ουρά από αυτοκίνητα στο σημείο ελέγχου. Η αστυνομία της Σαγκάης δεν προσπαθούσε πια να ελέγξει το πλήθος. Ο Βρετανός αξιωματικός στεκόταν καπνίζοντας στον πυργίσκο του θωρακισμένου αυτοκινήτου κοιτώντας τους χιλιάδες Κινέζους που σπρώχνονταν γύρω του. Αραιά και πού, έτσι για να κρατιούνται τα προσχήματα, κάποιος ντόπιος αστυνομικός με χακί τουρμπάνι σήκωνε το καλαμένιο γκλομπ και βάραγε τους Κινέζους στη ράχη.
Ο Τζιμ κοίταξε τους αστυνομικούς. Αυτοί οι σωματώδεις άντρες με τις γυαλιστερές θήκες των όπλων τους και τα μεγάλα γεννητικά όργανα, που δεν δίσταζαν να τα βγάζουν έξω δημόσια όταν ήθελαν να ουρήσουν, του προκαλούσαν δέος. Πόσο ήθελε να φορέσει κι αυτός κάποτε μια τέτοια θήκη και να αισθανθεί το τεράστιο περίστροφο Γουέμπλεϋ στον μηρό του. Μια μέρα, που ήταν μόνος του στο σπίτι, είχε βρει ανάμεσα στα πουκάμισα του πατέρα του ένα αυτόματο πιστόλι Μπράουνινγκ. Ήταν ένα μικροσκοπικό αντικείμενο που έμοιαζε με το εσωτερικό της κινηματογραφικής μηχανής των γονιών του, που κάποτε είχε ανοίξει κατά λάθος εκθέτοντας στο φως εκατοντάδες μέτρα φιλμ. Του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι αυτές οι μικρούλες σφαίρες μπορούσαν να σκοτώσουν, ειδικά μάλιστα τους σκληρούς κομμουνιστές του συνδικαλισμού.
Τα Μάουζερ που είχαν οι ανώτεροι Γιαπωνέζοι αξιωματικοί της αστυνομίας ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά από τα Γουέμπλεϋ, αφού οι ξύλινες θήκες τους κρέμονταν σχεδόν ως το γόνατο. Ο Τζιμ παρακολουθούσε τον Γιαπωνέζο λοχία, έναν μικρόσωμο αλλά γεροδεμένο άντρα, που στεκόταν στο σημείο ελέγχου κι έσπρωχνε τους Κινέζους, προσπαθώντας να ρυθμίσει την κυκλοφορία και να βάλει σε κάποια σειρά τα κάρα και τις χειράμαξές τους. Καθισμένος δίπλα στον Γιανγκ, με το ανεμόπτερο στα χέρια του, ο Τζιμ περίμενε ότι ο λοχίας θα τραβούσε το Μάουζερ από τη θήκη του και θα πυροβολούσε στον αέρα. Όμως οι Γιαπωνέζοι δεν ξόδευαν τα πυρομαχικά τους για τέτοια μικροπράγματα. Δυο στρατιώτες είχαν αναποδογυρίσει το κάρο μιας αγρότισσας και τώρα ο λοχίας έσκισε ένα σακί ρύζι με τη λόγχη του και το σκόρπισε γύρω από τα πόδια της γυναίκας. Εκείνη στεκόταν εκεί πέρα τρέμοντας και κλαίγοντας σιγανά, ενώ γύρω της άστραφταν οι Πάκαρντ και οι Κράισλερ με τους φανταχτερά ντυμένους Ευρωπαίους επιβάτες τους.
Ίσως η αγρότισσα προσπαθούσε να περάσει κρυφά κάποιο όπλο απ’ το σημείο ελέγχου, σκέφτηκε ο Τζιμ. Ανάμεσα στους Κινέζους υπήρχαν πάρα πολλοί κομμουνιστές και κατάσκοποι του Κουομιτάνγκ, του κινέζικου εθνικιστικού κόμματος. Ο Τζιμ λυπήθηκε την αγρότισσα, γιατί μπορεί αυτό το σακί με το ρύζι να ήταν η μοναδική της περιουσία, από την άλλη όμως θαύμαζε τους Γιαπωνέζους. Του άρεσε η γενναιότητα και η στωικότητά τους. Είχαν πάνω τους μια μελαγχολία που τον συγκινούσε, πράγμα παράξενο, γιατί αυτός δεν ήταν ποτέ μελαγχολικός. Οι Κινέζοι, που ο Τζιμ τους ήξερε καλά, ήταν ψυχροί και συχνά σκληροί άνθρωποι, αλλά και συντροφικοί με τον δικό τους ανώτερο τρόπο. Αντίθετα, ο Γιαπωνέζος ήταν πάντα μόνος. Για να μετριάσουν ίσως αυτή τους τη μοναξιά, κουβαλούσαν όλοι πάνω τους φωτογραφίες των πανομοιότυπων οικογενειών τους, σάμπως όλος ο γιαπωνέζικος στρατός να είχε φτιαχτεί από πελάτες φωτογραφείων.
Απόσπασμα από την έργο του J. G. Ballard. Η αυτοκρατορία του ήλιου. Εκδόσεις Bell, 1986. Μτφρ Έφη Φρυδά.
Το μυθιστόρημα του Tζέιμς Γκράχαμ Μπάλλαρντ (1930-2009) Η αυτοκρατορία του ήλιου είναι ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο που βασίζεται στη ζωή του συγγραφέα κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου στη Σαγκάη, όπου ζούσε με τους γονείς του. Αφηγείται την ιστορία του μικρού Τζιμ ο οποίος, μέσα στο χάος που επικρατεί μετά το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ από τους Ιάπωνες, χωρίζεται από τους γονείς του. Πρόκειται για μια συναρπαστική αφήγηση, μια ιστορία ενηλικίωσης, όπου ένα παιδί παλεύει να επιζήσει σε έναν κόσμο στον οποίο τίποτα δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1984 και πήρε το βραβείο James Tait Black Memorial και ήταν επίσης στη βραχεία λίστα για το Man Booker εκείνης της χρονιάς. Η εφημερίδα Guardian το χαρακτήρισε «Το καλύτερο βρετανικό βιβλίο για τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο», και έκανε διάσημο τον συγγραφέα του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1987, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ το μεταφέρει στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον δεκατριάχρονο τότε Κρίστιαν Μπέιλ.