Ηράκλειτος
Περιδιαβάζει ώρα εσπερινή στην Έφεσο
ο Ηράκλειτος.
Το δειλινό τον έχει φέρει,
-δεν το διάλεξε με τη θέλησή του-
στην όχθη ενός σιωπηλού ποταμού
που αγνοεί τον προορισμό και το όνομά του.
Πέτρινος Ιανός και κάποιες λεύκες είναι εκεί
κοιτάζεται στον καθρέφτη που φεύγει
και συλλαμβάνει, επεξεργάζεται το απόφθεγμα
που γενεές ανθρώπων
δεν θα αφήσουν να χαθεί η σοφία του.
Ο λόγος του ξεκάθαρος:
Κανείς δεν μπαίνει δυο φορές στα νερά
του ίδιου ποταμού. Στέκεται. Νιώθει
έκπληκτος, με φρίκη ιερή
πως και ο ίδιος ένας ποταμός και μια φυγή είναι.
Θέλει να ξανακερδίσει εκείνο το αύριο ,
την παραμονή και την νύχτα του. Δεν μπορεί.
Επαναλαμβάνει το απόφθεγμα. Το βλέπει τυπωμένο
σε μια από τις σελίδες των Μπάρνετ[1].
Ο Ηράκλειτος δεν γνωρίζει ελληνικά. Ο Ιανός,
θεός των πυλών[2] του πολέμου, είναι θεός των Ρωμαίων.
Ο Ηράκλειτος δεν έχει παρελθόν ούτε παρόν.
Είναι μόνο ένα σόφισμα που σκέφτηκε
ένας βαρετός άνθρωπος στα περίχωρα του Ρεντ Σένταρ,[3]
ένας άνθρωπος που συνθέτει ενδεκασύλλαβους
για να μη νοσταλγεί τόσο το Μπουένος Άιρες
και τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Ένας που λείπει.