«Κίνα»
Από τη μια πλευρά ο γκρίζος τοίχος του Πανεπιστημίου. Μπροστά μας τα μαγέρικα απ’ όπου η φασαρία και οι οσμές έρχονται σε αντίθεση με την ησυχία των μαγαζιών με τα μεταχειρισμένα βιβλία και από την άλλη ο θόρυβος από τα εργοτάξια, όπου ιδρωμένοι εργάτες καλούπωναν και έστρωναν σίδερα ανάμεσα σε εκρήξεις ατμού. Πιο πέρα προς το τέλος του πρώτου τετραγώνου τα σπίτια μπαίνουν πιο μέσα και το πεζοδρόμιο φαρδαίνει. Με το που πέφτει η νύχτα γίνεται το πιο φασαριόζικο μέρος του δρόμου. Ένας ολόκληρος κόσμος πάει και έρχεται γύρω από τους πάγκους με τα φρούτα. Τα πορτοκάλια με την ανάγλυφη φλούδα και τα πράσινα μήλα, αστραφτερά και σκληρά σαν από σμάλτο, αλλάζουν χρώμα κάτω από τις επιγραφές νέον, πότε κόκκινα πότε μπλε. Αδιαπέραστο σκοτάδι ή εκτυφλωτικά φώτα πέφτουν εναλλάξ στα πρόσωπα που συνωστίζονται γύρω από τον τσαρλατάνο που ξεφωνίζει τυλιγμένος ένα ζωντανό φίδι. Το χειμώνα φθαρμένα κόκκινα κασκόλ καλύπτουν τα πρόσωπα αφήνοντας μόνο τη λοξή λάμψη των ματιών βέβαιη, διαπεραστική ή ανέκφραστη και η οποία δείχνει διαφορετικό τον καθένα. Το ένα μετά το άλλο τα τραμ περνούν από το στενό καλντερίμι ξεσηκώνοντας το παν με τις θορυβώδεις, γέρικες μηχανές τους. Σε ένα μπαλκόνι στο δεύτερο όροφο εμφανίζεται μια χοντρή γυναίκα τυλιγμένη με μια ριγέ ρόμπα. Φυσάει πάνω από μια ψησταριά και οι σπίθες πετάγονται σαν ουρά χαρταετού. Για λίγο το πρόσωπο της γυναίκας φωτίζεται, ζεστό και έκθαμβο.
Όπως όλοι οι δρόμοι είναι επίσης και αυτός δημόσιος. Για μένα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Για πολλά χρόνια είχα την πεποίθηση ότι εγώ υπήρξα το μοναδικό παράξενο πλάσμα που είχα το δικαίωμα να περιπλανιέμαι στο φώτα και τα σκοτάδια του.
Μικρός ζούσα σε ένα κοντινό δρόμο αλλά εντελώς άλλης κατηγορίας. Εκεί οι φλαμουριές, τα διπλά χαριτωμένα φανάρια, ο πλακόστρωτος δρόμος με αραιή κυκλοφορία και οι περιποιημένες προσόψεις δήλωναν έναν κόσμο τελείως διαφορετικό. Ένα απόγευμα λοιπόν συνόδεψα τη μητέρα μου στον άλλο δρόμο. Προσπαθούσε να βρει κάποια μαχαιροπήρουνα. Υποπτευόμασταν ότι κάποια καθαρίστρια τα είχε κλέψει, για να τα φέρει μετά σε ένα συγκεκριμένο ενεχυροδανειστήριο που βρισκόταν εκεί. Ήταν χειμώνας και είχε βρέξει. Στο βάθος των δρόμων τα κτήρια μοιράζονταν μέσα σε ομίχλη το τελευταίο φως και πάνω στις στέγες τους κούρνιαζαν ακόμα τα σύννεφα τεμπέλικα σαν παρδαλοί λεκέδες. Το καλντερίμι ήταν υγρό και τα μαλλιά των γυναικών έπεφταν ίσια στα μαγουλά τους. Νύχτωνε.
Στο έμπα του στο δρόμο ένα τραμ ήρθε καταπάνω μας με πάταγο. Έσπευσα να προφυλαχτώ πλάι στη μητέρα μου κοντά σε μια βιτρίνα γεμάτη από παρτιτούρες. Σε μια από αυτές μέσα σε ένα οβάλ κάδρο μια ξανθή κοπελίτσα χαμογελούσε. Ζήτησα της μητέρας μου να μου αγοράσει εκείνη την παρτιτούρα αλλά δεν μου έδωσε σημασία και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Εγώ είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα. Ήθελα όχι μόνο να βλέπω όλα τα πρόσωπα που περνούσαν δίπλα μου αλλά και να τα αγγίξω, να τα μυρίσω, μου φαίνονταν τόσο διαφορετικά, μαγικά. Πολλοί άνθρωποι κρατούσαν πακέτα, τσάντες, πανέρια και κάθε είδους αντικείμενα γοητευτικά και παράξενα. Σ’ αυτόν τον συνωστισμό ένας εργάτης φορτωμένος με ένα πάπλωμα πήρε σβάρνα το καπέλο της μητέρας μου. Εκείνη γέλασε λέγοντας:
-Για το Θεό, ούτε στην Κίνα να ήμασταν!
Συνεχίσαμε το δρόμο προς τα κάτω. Ήταν δύσκολο να αποφύγουμε τις λακκούβες με τα νερά στα κατεστραμμένα πεζοδρόμια. Περνώντας μπροστά από ένα μαγειρείο ανακάλυψα ότι η μυρωδιά του ανακατεμένη με το άρωμα της μητέρας μου ήταν ευχάριστη. Ήθελα πολύ να αποκτήσω όσα υπήρχαν στις βιτρίνες. Εκείνη έφριττε και έλεγε ότι όλα ήταν ή συνηθισμένα φτηνοπράματα ή από δεύτερο χέρι. Εκατοντάδες γυάλινα βάζα, γαλαζωπά με λουλούδια και σημαίες μέσα σε μενταγιόν, κουμπαράδες από γύψο με μορφή γάτου ζωγραφισμένοι ασημί. Γυάλες με χρωματιστούς βόλους. Σειρές από ταχυδρομικά δελτάρια και σβούρες. Όμως περισσότερο από όλα με μάγεψε ένα μαγαζί καθαρό και ήσυχο που στην πόρτα του μπορούσες να διαβάσεις: « Γιαπωνέζος επιδιορθωτής ».
Δεν θυμάμαι τι απέγινε με τα μαχαιροπήρουνα. Όμως γεγονός είναι ότι εκείνος ο δρόμος έμεινε στη μνήμη μου ως κάτι συναρπαστικά διαφορετικό. Ήταν η ελευθερία, η περιπέτεια, το μυστήριο . Μακριά από εκεί η καθημερινότητά μου συνεχιζόταν προγραμματισμένη και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Ο Γιαπωνέζος επιδιορθωτής», όσο κι αν το επιθυμούσα, ποτέ δεν επιδιόρθωσε τα ρούχα μου. Το έκαναν νεαρές μοναχές με τα κολλαριστά καπέλα τους και τα επιδέξια δάκτυλά τους. Στο σπίτι τα απογεύματα απελπιζόμουν σκεπτόμενος την «Κίνα», έτσι βάφτισα εκείνον το δρόμο. Υπήρχε φυσικά η άλλη Κίνα. Αυτή στις εκδόσεις των διηγημάτων του Καλιέχα, αυτή από τις περιπέτειες του Πινόκιο. Όμως προς το παρόν αυτή η Κίνα δεν είχε καμιά σημασία.
Μια Κυριακή πρωί δυσαρεστήθηκα με τη μητέρα μου. Σαν ένα είδος εκδίκησης πήγα στο γραφείο μου και μελέτησα ένα χάρτη της πόλης, συγκεκριμένα το μέρος που εφαπτόταν στον τoίχο. Μετά το μεσημεριανό φαγητό οι γονείς μου βγήκαν και οι υπηρέτριες κάθονταν στον ανοιξιάτικο ήλιο στην πίσω αυλή. Πρότεινα στον Φερνάντο στο μικρότερο αδελφό μου:
-Πάμε στην «Κίνα»;
Τα μάτια του έλαμψαν. Πίστεψε ότι θα πηγαίναμε να παίξουμε, όπως τόσες φορές, να κάνουμε ταξίδια στην πτυσσόμενη σκάλα κάτω από την πορτοκαλιά ή ίσως να μεταμφιεζόμασταν σε ανατολίτες.
-Αφού βγήκαν ,είπε, μπορούμε να πάρουμε πράγματα από το συρτάρι της μαμάς.
-Όχι βρε κουτέ, ψιθύρισα, αυτή τη φορά θα πάμε στην «Κίνα».
Ο Φερνάντο φορούσε ολόσωμη θαλασσιά φόρμα και πεδιλάκια άσπρα. Τον πήρα με προσοχή από το χέρι και κατευθυνθήκαμε προς το δρόμο που εγώ ονειρευόμουν. Περπατούσαμε στον ήλιο. Πηγαίναμε στην «Κίνα», είχα να του δείξω τον κόσμο, όμως πάνω από όλα αναγκαίο ήταν να τον προσέχω ως μικρότερο. Όσο πλησιάζαμε η καρδιά μου χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Σκεφτόμουν ότι ευτυχώς ήταν Κυριακή απόγευμα. Είχε λίγους περαστικούς και δεν διατρέχαμε κανέναν κίνδυνο περνώντας από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο.
Τελικά φτάσαμε στο πρώτο τετράγωνο του μαγικού δρόμου.
-Εδώ είναι, του είπα, και ένιωσα τον αδελφό μου να κολλάει πάνω μου.
Το πρώτο που με παραξένεψε ήταν ότι δεν είδα φωτεινές επιγραφές, ούτε μπλε, ούτε κόκκινες, ούτε πράσινες. Είχα φανταστεί ότι σ’ αυτόν το μαγικό δρόμο ήταν πάντα νύχτα. Στη συνέχεια παρατήρησα ότι όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Ούτε κίτρινα τραμ περνούσαν. Με κυρίεψε μια τρομερή απογοήτευση. Ο ήλιος ήταν μαλακός και έβαφε τα σπίτια και τους δρόμους με ένα απαλό μελί χρώμα. Όλα ήταν φωτεινά. Κυκλοφορούσε πολύ λίγος κόσμος και αυτοί με βήμα αργό και με τα χέρια άδεια όπως εμείς.
Ο Φερνάντο ρώτησε:
-Και γιατί είναι «Κίνα» εδώ;
Ένιωσα χαμένος. Ξαφνικά δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Μπροστά του ένιωσα το κύρος μου να χάνεται, χωρίς να έχω κάποια άμεση, έξυπνη δικαιολογία. Ο αδελφός μου ποτέ πια δεν θα με πίστευε.
-Πάμε στου «Γιαπωνέζου επιδιορθωτή» ,είπα. Εκεί σίγουρα είναι η «Κίνα».
Δεν είχα πολλές ελπίδες ότι αυτό θα τον ικανοποιούσε. Αλλά ο Φερνάντο ο οποίος είχε αρχίσει να διαβάζει, αναμφίβολα θα κατάφερνε να συλλαβίσει τη μεγάλη ξεβαμμένη επιγραφή που κρεμόταν πάνω από το μαγαζί. Ίσως αυτό να αύξανε την εμπιστοσύνη του. Από το απέναντι πεζοδρόμιο συλλάβισε στην εντέλεια. Τότε είπα:
Βλέπεις κουτέ που εσύ δεν πίστευες ;
-Όμως είναι άσχημο, απάντησε με μια γκριμάτσα.
Τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν από τα μάτια μου, εάν δεν συνέβαινε κάτι σπουδαίο γρήγορα, αμέσως. Αλλά τι θα μπορούσε να συμβεί; Στο σχεδόν έρημο δρόμο μέχρι και τα μαγαζιά είχαν κατεβάσει τα ρολά μπροστά από τις βιτρίνες τους. Έκανε μια γλυκιά ζέστη.
-Μην είσαι κουτός, το τολμήσαμε για να δεις, τον ενθάρρυνα περισσότερο για να κερδίσω χρόνο παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Εκείνη τη στιγμή μισούσα τον αδελφό μου, αφού η πλήρης αποτυχία ήταν θέμα δευτερολέπτων.
Μείναμε σταματημένοι μπροστά στη μεταλλική κουρτίνα του «Γιαπωνέζου Επιδιορθωτή». Η κουρτίνα ήταν μια συμπαγής κυματιστή επιφάνεια, όπως τα μακριά μαλλιά της Λουκρέσια, της καινούργιας υπηρέτριας της τραπεζαρίας. Υπήρχε μια πορτούλα εκεί και σκεφτόμουν μήπως ενδιέφερε τον αδελφό μου. Μπόρεσα μόνο να του πω:
Κοίτα…,και κάνω να την χτυπήσω.
Ακούστηκε ένας θόρυβος από μέσα. Τρομαγμένοι κάναμε στην άκρη κοιτάζοντας πώς άνοιγε η πορτούλα. Βγήκε ένας μικρόσωμος και αδύνατος άντρας, κίτρινος, με γουρλωμένα μάτια ο οποίος μετά κλείδωσε την πόρτα. Μείναμε αγκαλιασμένοι σε έναν φανοστάτη κοιτάζοντάς τον σταθερά στο πρόσωπο. Πέρασε από μπροστά μας και μας χαμογέλασε. Τον ακολουθήσαμε με το βλέμμα μέχρι που πέρασε στον επόμενο δρόμο.
Βουβαθήκαμε. Μόνο όταν πέρασε κάποιος που πουλούσε μαλλί της γριάς βγήκαμε από την ονειροπόλησή μας. Εγώ που είχα ένα πέσο και επιπλέον ένιωθα μεγάλη στοργή για τον αδελφό μου, επειδή είχε καταφέρει να μου συμπαρασταθεί μπροστά στο «γιαπωνέζο επιδιορθωτή», αγόρασα δυο μερίδες και του πρόσφερα την υπέροχη ροζ λιχουδιά. Με ευχαρίστησε κατεβάζοντας ντροπαλά το κεφάλι και επιστρέψαμε σιγά σιγά στο σπίτι. Κανένας δεν είχε προσέξει την απουσία μας. Με το που φτάσαμε ο Φερνάντο πήρε το τεύχος «Ο Πινόκιο στην Κίνα» και βάλθηκε να συλλαβίζει προσεκτικά.
Τα χρόνια πέρασαν. «Η Κίνα» έμοιαζε για πολύ καιρό σαν τη γυαλιστερή φόδρα σε σκούρο πανωφόρι. Συνήθιζα να επιστρέφω εκεί με τη φαντασία μου. Σιγά σιγά όμως άρχισα να την ξεχνώ, να φοβάμαι χωρίς λόγο, να νιώθω αγωνία μήπως εκεί κατά κάποιον τρόπο απογοητευτώ. Αργότερα όταν ο κόσμος του Πινόκιο έπαψε να με ενδιαφέρει, ο δάσκαλος της πυγμαχίας μας έφερε σε ένα θέατρο σε εκείνον το δρόμο. Έπρεπε να μάθουμε να χτυπάμε όχι μόνο με δύναμη αλλά και με τεχνική. Ήταν η ηλικία που μόλις είχαμε φορέσει μακριά παντελόνια και καπνίζαμε τα πρώτα τσιγάρα. Όμως εκείνο το μέρος του δρόμου δεν ήταν πια η «Κίνα». Επιπλέον η «Κίνα» είχε σχεδόν ξεχαστεί… Τώρα ήταν πολύ πιο σημαντικό να συμβουλεύομαι το «Ἑγκυκλοπαιδικό Λεξικό» του μπαμπά για τις λέξεις που οι μεγάλοι ψιθύριζαν ανάμεσα σε γέλια.
Πιο ύστερα μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Αγόρασα γυαλιά με σκούρο σκελετό.
Τότε, όταν κατάλαβα ότι το να μη φροντίζεις κυρίως το μήκος των μαλλιών ήταν ένδειξη κοινωνικής τάξης, συνήθιζα να επιστρέφω σε εκείνον το δρόμο. Αλλά δεν ήταν πια ο δρόμος μου. Δεν ήταν πια η «Κίνα», αν και τίποτα δεν είχε αλλάξει εκεί. Πήγαινα στα μαγαζιά με τα παλιά βιβλία σε αναζήτηση εκδόσεων που θα έδιναν κύρος στη βιβλιοθήκη μου και στη φιγούρα μου ως διανοούμενου. Δεν πρόσεχα πια το δειλινό που έπεφτε στους σωρούς με τα φρούτα πάνω στους πάγκους ούτε τις βιτρίνες με τις στολισμένες κερένιες κούκλες. Καλύτερα, θα ήταν να μην έχουν υπάρξει. Με ενδιέφεραν μόνο οι σκονισμένοι πάγκοι γεμάτοι από βιβλία ή η διάσημη σιλουέτα κάποιου των γραμμάτων που ανασκάλευε ανάμεσά τους, σιωπηλός και εσωστρεφής. Η «Κίνα» είχε χαθεί. Δεν θυμάμαι να είχα κοιτάξει έστω μια φορά όλα εκείνα τα χρόνια την ταμπέλα του «Γιαπωνέζου επιδιορθωτή».
Αργότερα έφυγα από τη πατρίδα για κάποια χρόνια. Μια μέρα, όταν είχα επιστρέψει, ρώτησα τον αδελφό μου ο οποίος ήταν τότε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο, πού θα μπορούσα να αγοράσω ένα βιβλίο το οποίο με ενδιέφερε ιδιαίτερα και που δεν το έβρισκα πουθενά. Χαμογελώντας ο Φερνάντο μου απάντησε:
-Στην «Κίνα»…
Αλλά εγώ δεν κατάλαβα.
Χολαργός 1 /2/ 2020.