You are currently viewing Julio Cortazar, argentino ( Βρυξέλες 1914 – Παρίσι 1984). FINAL DEL JUEGO, 1956 (cuentos). Μτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

Julio Cortazar, argentino ( Βρυξέλες 1914 – Παρίσι 1984). FINAL DEL JUEGO, 1956 (cuentos). Μτφρ. από τα ισπανικά: Ευμορφία Μαντζαβίνου

La noche boca arriba – Η νύχτα άνω κάτω

                                                                                   Y salían en ciertas épocas a cazar enemigos;

                                                                                    Le llamaban guerra florida.

Και έβγαιναν ορισμένες εποχές για να κυνηγήσουν εχθρούς,

αυτό το έλεγαν ανθισμένο πόλεμο.

 

Στα μισά του προθαλάμου του ξενοδοχείου σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ήταν αργά και βιάστηκε να βγει στο δρόμο, να πάρει τη μοτοσυκλέτα από τη γωνία όπου ο θυρωρός από δίπλα τού επέτρεπε να την αφήνει. Στο κοσμηματοπωλείο της γωνίας είδε ότι ήταν εννέα παρά δέκα. Θα έφτανε με άνεση χρόνου εκεί που θα πήγαινε. Ο ήλιος φιλτραριζόταν ανάμεσα στα ψηλά κτήρια του κέντρου και αυτός, μια και ο ίδιος δεν είχε όνομα να τον απασχολεί, ανέβηκε στη μηχανή απολαμβάνοντας τη βόλτα. Η μοτοσυκλέτα μαρσάριζε ανάμεσα στα σκέλια του και ένας δροσερός αέρας του μαστίγωνε τα μπατζάκια.

Προσπέρασε τα υπουργεία το κόκκινο και το άσπρο και τη σειρά των καταστημάτων με τις λαμπερές βιτρίνες της κεντρικής οδού. Τώρα έμπαινε στο πιο ευχάριστο κομμάτι της διαδρομής, στην αληθινή βόλτα. Σε ένα δρόμο μακρύ με δεντροστοιχίες, με λίγη κυκλοφορία και ευρύχωρες βίλες που οι κήποι τους περιστοιχίζονταν από χαμηλές μάντρες και έφταναν ως τα πεζοδρόμια. Κάπως αφηρημένος οδηγώντας όμως δεξιά, όπως επιτρεπόταν, μάλλον αφέθηκε να τον παρασύρει η καθαρότητα, η ελαφριά λαμπρότητα του πρωινού και ίσως η αθέλητη χαλάρωση τον εμπόδισε να προλάβει το ατύχημα. Όταν είδε ότι η γυναίκα που ενώ πριν είχε σταματήσει στη γωνία, δρασκελούσε τώρα προς τη διάβαση  παρότι το φανάρι ήταν πράσινο, ήταν πια αργά για εύκολες λύσεις. Πάτησε φρένο με χέρια και με πόδια ντεραπάροντας προς τα αριστερά, άκουσε την κραυγή της γυναίκας και με το χτύπημα έχασε την όρασή του. Ήταν σαν να κοιμήθηκε ξαφνικά.

Συνήλθε απότομα από τη λιποθυμία. Τέσσερις ή πέντε νεαροί τον τραβούσαν να τον βγάλουν κάτω από τη μοτοσυκλέτα. Είχε μια γεύση από αλάτι και αίμα, τον πονούσε το ένα γόνατο και, όταν τον σήκωσαν, ούρλιαξε, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την πίεση στο δεξιό του μπράτσο. Φωνές, που δεν έμοιαζε να ανήκουν στα πρόσωπα που ήταν σκυμμένα πάνω του, τον ενθάρρυναν με αστεία και συστάσεις. Η μόνη του ανακούφιση ήταν να ακούει την επιβεβαίωση ότι στη διασταύρωση βρισκόταν δεξιά. Ρώτησε για τη γυναίκα, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη ναυτία που του ανέβαινε στο λαιμό. Ενώ τον μετέφεραν ανάσκελα ως το κοντινό φαρμακείο, έμαθε ότι η υπαίτια για το ατύχημα δεν είχε παρά μερικές γρατσουνιές στα πόδια. «Εσείς μόλις προλάβατε να κρατηθείτε όμως η πρόσκρουση έκανε να σας φύγει η μηχανή στα πλάγια…». Απόψεις, αναμνήσεις, αργά, βάλτε τον με την πλάτη, έτσι είναι καλύτερα, και κάποιος με μπλούζα, δώστε του να πιει μια γουλιά, που τον ανακούφισε στο μισοσκόταδο ενός μικρού γειτονικού φαρμακείου.

Το Πρώτων Βοηθειών της αστυνομίας έφτασε στα πέντε λεπτά και τον ανέβασαν σε ένα φορείο, όπου μπόρεσε να απλωθεί, όπως ήθελε. Με πλήρη διαύγεια, γνωρίζοντας όμως ότι βρισκόταν υπό την επίδραση ενός τρομερού σόκ, έδωσε τα στοιχεία του στον αστυνομικό που τον συνόδευε. Το μπράτσο του σχεδόν δεν τον πονούσε, από ένα κόψιμο στο φρύδι έσταζε αίμα σε όλο το πρόσωπο. Μια ή δυο φορές έγλυψε τα χείλη του για να το καταπιεί. Ένιωθε καλά, ήταν ένα ατύχημα, μια αναποδιά. Μερικές εβδομάδες ήρεμος και τίποτε παραπάνω. Ο φρουρός του είπε ότι η μοτοσυκλέτα δεν φαινόταν να έχει πάθει μεγάλη ζημιά. «Φυσικό» είπε εκείνος. « Σαν να μου ταίριαξε από πάνω…» Οι δυο τους γέλασαν και ο αστυνομικός φθάνοντας στο νοσοκομείο του έδωσε το χέρι και του ευχήθηκε περαστικά. Όμως η ναυτία επανερχόταν σιγά σιγά. Καθώς τον μετέφεραν με φορείο σε ένα θάλαμο στο βάθος, περνώντας κάτω από δέντρα γεμάτα  πουλιά έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να ήταν κοιμισμένος ή να του είχαν δώσει χλωροφόρμιο. Για πολλή ώρα τον είχαν σε ένα δωμάτιο που μύριζε νοσοκομείο και, ενώ συμπλήρωναν μια καρτέλα, του έβγαζαν τα ρούχα φορώντας του μια σκληρή γκριζωπή πουκαμίσα, του μετακινούσαν προσεκτικά το μπράτσο, αν και δεν τον πονούσε. Οι νοσοκόμες αστειεύονταν όλη την ώρα και αν δεν είχε την ανακατωσούρα στο στομάχι θα αισθανόταν πολύ καλά, σχεδόν ευχαριστημένος.

Τον έφεραν στο ακτινολογικό τμήμα και είκοσι λεπτά αργότερα με την πλάκα, υγρή ακόμη, βαλμένη στο στήθος του, σαν μια μαύρη πέτρα, μπήκε στο χειρουργείο. Κάποιος στα λευκά, ψηλός και λεπτός τον πλησίασε και πήρε να εξετάζει την ακτινογραφία. Γυναικεία χέρια του τακτοποιούσαν το κεφάλι και κατάλαβε ότι τον μετέφεραν από το ένα φορείο σε άλλο. Ο άντρας με τα λευκά χαμογελώντας τον πλησίασε ξανά με κάτι που γυάλιζε στο δεξί του χέρι. Τον χτύπησε ελαφρά στο μάγουλο και έκανε  νόημα σε κάποιον που στεκόταν πιο πίσω. Σαν όνειρο ήταν παράξενο, γιατί ήταν γεμάτο μυρωδιές και αυτός ποτέ δεν ονειρευόταν μυρωδιές. Πρώτα μια μυρωδιά βάλτου, αφού αριστερά από το οδόστρωμα άρχιζαν ελώδεις εκτάσεις, βαλτότοποι από όπου δεν γύριζε κανείς. Η μυρωδιά όμως σταμάτησε και σαν αλλαγή ήρθε μια μοσχοβολιά σύνθετη και σκοτεινή, όπως τη νύχτα τότε που φυγάς κρυβόταν από τους αθτέκας. Και τα πάντα ήταν τόσο φυσικά, έπρεπε να ξεφύγει από τους αθτέκας που πήγαιναν να κυνηγήσουν ανθρώπους και, η μοναδική του πιθανότητα ήταν, προσέχοντας να μη βγει από το στενό καλντερίμι που μόνο αυτοί, οι μοτέκας, γνώριζαν, να κρυφτεί όσο πιο βαθειά μπορούσε στη σέλβα.

Αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν η μυρωδιά, σαν να αποδεικνυόταν κάτι, ακόμη και στην απόλυτη αποδοχή του ονείρου, ενάντια σε  εκείνο το παιχνίδι που δεν ήταν συνηθισμένο και που μέχρι τότε δεν είχε πάρει μέρος. «Μυρίζει πόλεμος», σκέφτηκε πιάνοντας ενστικτωδώς το πέτρινο ξίφος που κρεμόταν από τη μάλλινη, υφαντή ζώνη του. Ένας απρόσμενος ήχος τον έκανε να σκύψει και να μείνει ακίνητος τρέμοντας. Το να φοβάται δεν ήταν παράξενο, στα όνειρά του ο φόβος ήταν πάντα μπόλικος. Περίμενε καλυμμένος από τα κλαδιά ενός θάμνου και από τη νύχτα χωρίς αστέρια. Πολύ μακριά, πιθανότατα από την άλλη μεριά της μεγάλης λίμνης, μάλλον θα είχαν ανάψει φωτιές από βιβάκ. Ο ουρανός είχε μια κοκκινωπή απόχρωση σε αυτή το μεριά. Ο ήχος δεν ξανακούστηκε. Ήταν σαν να έσπαγε ένα κλαδί. Ίσως κάποιο ζώο να έτρεξε μακριά λόγω της μυρωδιάς του πολέμου, όπως αυτός. Τεντώθηκε αργά ρουφώντας αέρα. Δεν ακουγόταν τίποτα αλλά ο φόβος εξακολουθούσε εκεί, όπως και η μυρωδιά, εκείνο το γλυκερό λιβάνι της ανοιξιάτικης έκρηξης. Έπρεπε να συνεχίσει, να φτάσει στην καρδιά της σέλβας αποφεύγοντας τους βάλτους. Ψηλαφητά, σκύβοντας κάθε τόσο για να βρίσκει το πιο σκληρό έδαφος του χωματόδρομου, έκανε μερικά βήματα. Θα ήθελε να ορμήσει, να τρέξει, όμως τα βαλτόνερα πάλλονταν δίπλα του. Στο μονοπάτι, στα σκοτεινά, αναζήτησε προς τα πού θα πήγαινε. Τότε ένιωσε μια πνοή από τη μυρωδιά, που περισσότερο φοβόταν, και απελπισμένος πήδησε προς τα μπροστά.

-Θα πέσει από το κρεβάτι, είπε ο άρρωστος από το διπλανό κρεβάτι. Φιλαράκο, μη χοροπηδάς τόσο.

Άνοιξε τα μάτια, ήταν απόγευμα με τον ήλιο πια χαμηλά στα μεγάλα παράθυρα της μακριάς αίθουσας. Ενώ προσπαθούσε να χαμογελάσει στο γείτονά του, βγήκε, σχεδόν φυσικά, από την τελευταία φάση του εφιάλτη του. Το μπράτσο του στο γύψο κρεμόταν από ένα ικρίωμα με βάρη και τροχαλίες. Διψούσε σαν να είχε τρέξει χιλιόμετρα αλλά δεν ήθελαν να του δώσουν πολύ νερό, ίσα να βρέξει τα χείλια του και να κάνει ένα μπούκωμα. Ο πυρετός τού ανέβαινε αργά και θα μπορούσε να κοιμηθεί ξανά, όμως απολάμβανε με ευχαρίστηση να μείνει ξύπνιος, με τα μάτια γαρίδα ακούγοντας τις κουβέντες των άλλων αρρώστων και να απαντάει πότε πότε σε καμιά ερώτηση. Είδε να έρχεται ένα άσπρο τρόλλεϋ που το άφησαν δίπλα στο κρεβάτι του, μια ξανθιά νοσοκόμα του καθάρισε με οινόπνευμα το πάνω μέρος του μηρού και του κάρφωσε μια χοντρή βελόνα ενωμένη με ένα σωλήνα που ανέβαινε μέχρι ένα φιαλίδιο γεμάτο με γαλακτερό υγρό. Ένας νεαρός γιατρός ήρθε με μια συσκευή από μέταλλο και δέρμα που το εφάρμοσε στο μπράτσο του για να εξετάσει  κάποιο πράγμα. Έπεφτε η νύχτα και ο πυρετός τού ανέβαινε αργά μέχρι εκεί όπου τα πράγματα φαίνονταν ανάγλυφα, όπως με τα κιάλια θεάτρου,και ήταν αληθινά, γλυκά και συγχρόνως ελαφρώς απωθητικά. Όπως όταν βλέπεις μια ταινία βαρετή και σκέφτεσαι ότι χωρίς αμφιβολία στο δρόμο θα είναι χειρότερα και μένεις.

Έφτασε ένα φλιτζάνι με μια θαυμάσια χρυσαφένια σούπα να μυρίζει πράσο, σέλινο και μαϊντανό. Ένα κομματάκι ψωμί, πιο πολύτιμο και από ολόκληρη φραντζόλα, έφυγε σε ψίχουλα λίγο λίγο. Το μπράτσο δεν τον πονούσε καθόλου και μόνο  το φρύδι, εκεί που το είχαν ράψει, του έδινε κάποιες φορές μια γρήγορη, ζεστή σουβλιά. Όταν οι μπροστινές τζαμαρίες έγιναν  κηλίδες μπλε σκούρο, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν δύσκολο να κοιμηθεί. Λίγο άβολα με τη πλάτη, όταν όμως πέρασε τη γλώσσα του από τα ξεραμένα και ζεστά χείλια του και ένιωσε τη γεύση από τη σούπα, αναστέναξε από ευτυχία και παραδόθηκε.

Στην αρχή ήταν μια σύγχυση, ένα βύθισμα όπως όταν όλες οι αισθήσεις έχουν εξασθενίσει για μια στιγμή ή βρίσκονται σε σύγχυση. Καταλάβαινε ότι έτρεχε στο πλήρες σκοτάδι, αν και ψηλά ο ουρανός, όπου δεν τον έκρυβαν οι φυλλωσιές των δέντρων, φαινόταν λιγότερο μαύρος από τον υπόλοιπο. « Το λιθόστρωτο», σκέφτηκε. «Βγήκα από το λιθόστρωτο». Τα πόδια του βούλιαζαν σε ένα στρώμα από φύλλα και λάσπη και πια δεν μπορούσε να κάνει βήμα χωρίς τα κλαδιά από τους θάμνους να μη του γρατσουνίζουν το κορμί και τα πόδια. Λαχανιασμένος, γνωρίζοντας ότι είναι περικυκλωμένος, παρά το σκοτάδι και τη σιωπή, έσκυψε να αφουγκραστεί. Ίσως το λιθόστρωτο να βρισκόταν κοντά, με το πρώτο φως της ημέρας θα πήγαινε να το ξαναδεί. Τίποτα αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να το βρει. Το χέρι που, χωρίς να το ξέρει εκείνος, άρπαζε τη λαβή του ξίφους, πετάχτηκε σαν σκορπιός από τους βάλτους μέχρι το λαιμό του, όπου κρεμόταν το φυλαχτό προστάτης. Κουνώντας μετά βίας τα χείλια ψιθύρισε την προσευχή του καλαμποκιού που φέρνει τα ευνοϊκά φεγγάρια και την ικεσία προς την Υψηλοτάτη, την χορηγό των αγαθών του καλαμποκιού. Την ίδια στιγμή όμως αισθανόταν ότι οι αστράγαλοί του βυθίζονταν αργά στη λάσπη και η παραμονή του στα σκοτινά μέσα στο άγνωστο δάσος από πουρνάρια γινόταν ανυπόφορη. Με το φεγγάρι ο πόλεμος των ανθών είχε αρχίσει και κρατούσε ήδη τρία μερόνυχτα. Αν κατάφερνε να φτάσει  στα βάθη της σέλβας εγκαταλείποντας το λιθόστρωτο  πέρα από την περιοχή των ελών, ίσως οι πολεμιστές να μην τον έπαιρναν στο κατόπι. Σκέφτηκε τον αριθμό των αιχμαλώτων που θα είχαν ήδη συλλάβει. Όμως ο αριθμός δεν μετρούσε αλλά ο ιερός χρόνος. Το κυνήγι θα συνεχιζόταν έως ότου οι ιερείς δώσουν το σήμα της επιστροφής. Όλα είχαν μια αρχή και ένα τέλος και αυτός βρισκόταν εντός του ιερού χρόνου από την άλλη πλευρά, αυτή των κυνηγών.

Άκουσε τις κραυγές και πετάχτηκε με ένα σάλτο, το ξίφος στο χέρι. Λες και ο ουρανός φλεγόταν στον ορίζοντα, είδε δαυλούς να κινούνται ανάμεσα στα κλαδιά πολύ κοντά. Η μυρωδιά του πολέμου ήταν έντονη και, όταν ο πρώτος εχθρός ρίχτηκε στον λαιμό του, σχεδόν ένιωσε ευχαρίστηση που του βύθιζε τη λεπίδα από πέτρα στο ανοιχτό στήθος. Τον κύκλωναν πια τα φώτα και οι χαρούμενοι αλαλαγμοί. Στην προσπάθειά του να αμυνθεί σπάθισε μια δυο φορές τον αέρα ώσπου ένα λάσο τον έπιασε από πίσω. «Είναι ο πυρετός», είπε αυτός από το διπλανό κρεβάτι. «Το ίδιο μου συνέβη, όταν εγχειρίστηκα από δωδεκαδάκτυλο. Πιες νερό και θα δεις ότι θα κοιμηθείς καλά».

Στο κατώφλι της νύχτας, από όπου επέστρεφε, το αμυδρό ημίφως της αίθουσας του φάνηκε παρηγορητικό. Στο βάθος, ψηλά στον τοίχο μια λάμπα βιολετί φώτιζε σαν ένα προστατευτικό μάτι. Ακουγόταν να βήχουν, να αναπνέουν βαθειά, καμιά φορά ένας σιγανός διάλογος. Όλα ήταν ευχάριστα και ασφαλή, χωρίς καταδίωξη, χωρίς… Όμως δεν ήθελε να συνεχίσει να σκέφτεται τον εφιάλτη. Υπήρχαν τόσα πράγματα για να διασκεδάσει. Βάλθηκε να κοιτάζει το γύψο στο μπράτσο, τις τροχαλίες που τόσο άνετα του το στήριζαν στον αέρα. Του είχαν βάλει ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό στο κομοδίνο. ΄Ηπιε λαίμαργα, με το μπουκάλι. Ξεχώριζε τώρα τις φιγούρες στην αίθουσα, τα τριάντα κρεβάτια, τις ντουλάπες με τα τζαμωτά. Δεν έπρεπε πια να έχει υψηλό πυρετό, ένιωθε το πρόσωπό του δροσερό. Το φρύδι ίσα που τον πονούσε, λίγο έτσι για να το θυμάται. Είδε πάλι ότι έβγαινε από το ξενοδοχείο, ότι έπαιρνε τη μοτοσυκλέτα. Ποιος το περίμενε να έρθουν έτσι τα πράγματα; Προσπαθούσε να επικεντρωθεί στη στιγμή του ατυχήματος και εξοργίστηκε, όταν παρατήρησε ότι υπήρχε εκεί σαν μια τρύπα ένα κενό που δεν πρόλαβαν να το κλείσουν. Μεταξύ της πτώσης και της στιγμής που τον σήκωσαν από το έδαφος μια λιποθυμία ή ό,τι ήταν αυτό, δεν τον άφησε να δει τίποτα. Και την ίδια στιγμή είχε την αίσθηση ότι η πτώση σε εκείνη η τρύπα, σε εκείνο το τίποτα, είχε διαρκέσει μια αιωνιότητα. Όχι δεν ήταν ο χρόνος, ήταν σαν αυτός να είχε πέσει σε αυτήν την τρύπα ανάμεσα από κάτι ή σαν να είχε αυτός διατρέξει τεράστιες αποστάσεις. Ήταν η πρόσκρουση, το άγριο χτύπημα πάνω στο πεζοδρόμιο. Όπως και να ‘χει  βγαίνοντας από το μαύρο πηγάδι, ενώ οι άνθρωποι τον σήκωναν από το έδαφος, είχε νιώσει σχεδόν μια ανακούφιση. Με τον πόνο στο σπασμένο μπράτσο, το αίμα στο ανοιγμένο φρύδι, την κάκωση στο γόνατο, με όλα αυτά ένιωσε μια ανακούφιση όταν συνήλθε και να αισθάνθηκε ότι υποστηρίζεται, ότι τον βοηθούν. Και ήταν σπάνιο. Θα ρωτούσε κάποια στιγμή τον γιατρό εφημερίας. Τώρα θα ξανακοιμόταν, θα τραβούσε αργά προς τα κάτω. Το μαξιλάρι ήταν αφράτο και στο εμπύρετο λαρύγγι του η φρεσκάδα από το μεταλλικό νερό. Ίσως μπορούσε να ξεκουραστεί αληθινά χωρίς τους καταραμένους εφιάλτες. Ψηλά το βιολετί φως της λάμπας έσβηνε σιγά σιγά.

Όπως κοιμόταν ανάσκελα δεν τον ξάφνιασε η κατάσταση στην οποία έβλεπε τον εαυτό του και πάλι,ωστόσο η αποφορά από υγρασία και πέτρα του έκλεισε το λαιμό και τον ανάγκασε να καταλάβει. Δεν ωφελούσε να ανοίξει τα μάτια του και να κοιτάξει προς όλες τις κατευθύνσεις, τον τύλιγε απόλυτο σκοτάδι. Θέλησε να ανασηκωθεί και ένιωσε τα σχοινιά στους καρπούς και στους αστραγάλους του. Ήταν δεμένος σε πασσάλους στο πάτωμα, σε μια επιφάνεια από πλάκες παγωμένη και υγρή. Το κρύο του περόνιαζε την γυμνή πλάτη και τα πόδια. Με το πηγούνι αναζήτησε με δυσκολία να αγγίξει το φυλαχτό του και αντιλήφτηκε ότι του το είχαν αρπάξει. Τώρα ήταν χαμένος, καμιά προσευχή δεν θα μπορούσε να τον σώσει από το τέλος του. Πέρα μακριά, σαν να φιλτράρονταν μέσα από τις πέτρες της φυλακής του, άκουσε  τα κύμβαλα της γιορτής. Τον είχαν φέρει στο Τεοκαλλί, βρισκόταν στα υπόγεια του ναού περιμένοντας τη σειρά του.

Άκουσε κραυγές, μια βραχνή φωνή αντηχούσε στους τοίχους. Άλλη φωνή τέλειωνε σε ένα παράπονο. Ήταν αυτός που φώναζε στα σκοτεινά, φώναζε γιατί ήταν ζωντανός, όλο του το σώμα αμυνόταν με κραυγές με τις οποίες θα ερχόταν το αναπόφευκτο τέλος. Σκέφτηκε τους συντρόφους του που γέμιζαν άλλα υπόγεια και εκείνους που ανέβαιναν πια τα σκαλιά του θυσιαστηρίου. Κραύγασε πάλι πνιχτά, σχεδόν δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα, τα σαγόνια του ήταν αγκυλωμένα και συγχρόνως, λες και ήταν από λάστιχο, άνοιγαν αργά με υπεράνθρωπη προσπάθεια. Το τρίξιμο από τους σύρτες τον τίναξε σαν βουρδουλιά. Σπαρταρώντας και στριφογυρνώντας αγωνίστηκε να απαλλαγεί από τα σκοινιά που μπήγονταν στις σάρκες του. Το δεξί του μπράτσο, το πιο δυνατό, τιναζόταν μέχρι που ο πόνος έγινε αβάσταχτος και έπρεπε να σταματήσει. Είδε να ανοίγει η διπλή πόρτα και η μυρωδιά από τους δαυλούς τον έφτασε πριν από το φως. Οι βοηθοί των ιερέων με καλυμμένες τις λαγόνες, ελάχιστα και εφαρμοστά, για την τελετή τον  πλησίασαν κοιτάζοντάς τον με περιφρόνηση. Τα φώτα αντανακλούσαν στα ιδρωμένα κορμιά, στα μαύρα μαλλιά γεμάτα φτερά. Χαλάρωσαν τα σχοινιά και από εκεί τον άρπαξαν ζεστά χέρια, σκληρά όπως ο μπρούντζος. Κατάλαβε ότι τον σήκωναν πάντα ανάσκελα, να τον τραβούν οι τέσσερις βοηθοί, να τον περνούν από το πέρασμα. Αυτοί που κρατούσαν τους δαυλούς προπορεύονταν φωτίζοντας αμυδρά το διάδρομο ανάμεσα σε υγρούς τοίχους και στο ταβάνι το οποίο ήταν τόσο χαμηλό, που οι βοηθοί έπρεπε να σκύβουν το κεφάλι. Τώρα τον έφερναν, τον έφερναν, ήταν το τέλος. Ανάσκελα, ένα μέτρο από το ταβάνι, από τον αιώνιο βράχο που για λίγο φωτιζόταν από την αντανάκλαση ενός δαυλού. Πότε πότε από το ταβάνι πετάγονταν αστέρια και μπροστά του υψωνόταν η φαρδιά εξωτερική σκάλα γεμάτη από κραυγές και χορούς, θα ήταν το τέλος. Το στενό πέρασμα δεν τελείωνε ποτέ, δεν μπορεί κάποτε θα τελείωνε όμως όχι ακόμα, ξαφνικά αισθάνθηκε το ξέφωτο γεμάτο αστέρια, περπατούσαν χωρίς τέλος κουβαλώντας τον σε ένα κόκκινο σκοτάδι, τραβώντας τον βίαια που εκείνος δεν ήθελε αλλά πώς να το εμποδίσει, αφού του είχαν αρπάξει το φυλαχτό που ήταν η αληθινή του ψυχή, ο πυρήνας της ζωής.

Τη νύχτα με ένα σάλτο βγήκε από το Νοσοκομείο ψηλά στον ξάστερο πανέμορφο ουρανό, στην απέραντη σκοτεινιά που τον περιέβαλλε. Σκέφτηκε ότι μάλλον είχε φωνάξει, ωστόσο οι γείτονές του κοιμούνταν ήσυχα. Στο κομοδίνο η μποτίλια του νερού είχε κάτι σαν φυσαλίδα που λαμπύριζε κόντρα στη γαλαζωπή σκιά που έμπαινε από τα παράθυρα. Λαχάνιασε στην προσπάθειά του να ανακουφίσει τα πνευμόνια του, να ξεχάσει αυτές τις εικόνες που συνέχιζαν να είναι κολλημένες στα βλέφαρά του. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια τις έβλεπε να σχηματίζονται  αυτοστιγμί και τεντωνόταν ξαπλωμένος, απολαμβάνοντας συγχρόνως και έχοντας επίγνωση ότι τώρα ήταν ξυπνητός, ότι η φρουρά τον προστάτευε, ότι γρήγορα θα ξημέρωνε με έναν καλό, βαθύ ύπνο που παίρνει κανείς αυτή την ώρα χωρίς εικόνες, χωρίς τίποτα… Δυσκολευόταν να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά, η υπνηλία ήταν πέρα από τις δυνάμεις του. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια, με το  γερό του χέρι επιχείρησε μια κίνηση προς τη μποτίλια με το νερό. Δεν κατάφερε να την πιάσει, τα δάχτυλά του έκλεισαν σε ένα κενό, ξανά μαύρο και το πέρασμα συνέχιζε ατελείωτο, βράχο το βράχο, με γρήγορες κοκκινωπές αναλαμπές. Και αυτός ανάσκελα στέναξε απαλά, γιατί το ταβάνι φαινόταν να τελειώνει και να ανοίγει σαν ένα σκοτεινό στόμα, ανέβαινε και οι βοηθοί δεν έσκυβαν πια. Από ψηλά το φεγγάρι στη χάση έπεφτε στο πρόσωπό του και τα μάτια του δεν ήθελαν να το δουν, έκλειναν με απελπισία και άνοιγαν ψάχνοντας να περάσουν στην άλλη πλευρά, να ανακαλύψουν εκ νέου τον ξάστερο ουρανό, προστάτη της αίθουσας. Και κάθε φορά που άνοιγαν ήταν νύχτα και φεγγάρι. Τώρα, ενώ τον ανέβαζαν από τις σκάλες με το κεφάλι να κρέμεται προς τα κάτω, ψηλά υπήρχε η πυρά,  κόκκινες στήλες από αρωματισμένο κόκκινο. Ξαφνικά είδε την κόκκινη πέτρα να γυαλίζει από αίμα που πέταγε σπίθες και το πέρα δώθε των ποδιών του θυσιασμένου τον οποίο έσερναν για να τον πετάξουν κουτρουβαλώντας τον από τις βορεινές σκάλες. Με μια τελευταία ελπίδα άνοιξε τα βλέφαρα αναστενάζοντας για να ξυπνήσει. Για ένα δευτερόλεπτο πίστεψε ότι θα τα κατάφερνε, γιατί ήταν πάλι ακίνητος στο κρεβάτι παρά το παλαντζάρισμα με το κεφάλι κάτω. Αλλά οσφραινόταν θάνατο και, όταν άνοιξε τα μάτια, είδε τη ματωμένη φιγούρα του θυσιαστή που ερχόταν προς αυτόν με το πέτρινο μαχαίρι στο χέρι. Κατάφερε να κλείσει ξανά  τα βλέφαρά του, αν και τώρα ήξερε ότι δεν επρόκειτο να ξυπνήσει, ότι ήταν ξύπνιος, ότι το θαυμάσιο όνειρο, παράλογο όπως όλα τα όνειρα, ήταν το άλλο. Το όνειρο μέσα από το οποίο είχε πορευτεί στις παράξενες λεωφόρους μιας θαυμαστής πολιτείας  με πράσινα και κόκκινα φώτα που έκαιγαν χωρίς φλόγα και καπνό, με ένα τεράστιο μεταλλικό έντομο που βομβούσε κάτω από τα σκέλη του. Σε αυτό το ατέλειωτο ψέμα εκείνου του ονείρου επίσης τον είχαν σηκώσει από το πάτωμα, επίσης κάποιος τον είχε πλησιάσει με ένα μαχαίρι στο χέρι. Αυτός ξαπλωμένος ανάσκελα , αυτός ανάσκελα με τα μάτια κλειστά ανάμεσα στις φωτιές.

 

 

Χολαργός, 23 Απριλίου 2020.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.