Χούλιο Ραμόν Ριμπέιρο, Τα όρνια χωρίς φτερά
Η πόλη στις έξι το πρωί σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και αρχίζει να κάνει τα πρώτα της βήματα. Μια ελαφριά ομίχλη σβήνει το περίγραμμα των κτηρίων, δέντρων και αντικειμένων και δημιουργεί μια ευχάριστη, ονειρική ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στην πόλη αυτή την ώρα φαίνεται να είναι φτιαγμένοι από άλλα υλικά και ουσία, να ανήκουν σε μια κατηγορία φασματικής ζωής. Οι μοναχές βγαίνοντας από τα μοναστήρια γλιστρούν ντροπαλά μέχρι να εξαφανιστούν στις εισόδους των εκκλησιών. Οι ξενύχτηδες νοτισμένοι από την υγρασία της νύχτας επιστρέφουν στα σπίτια τους τυλιγμένοι στα κασκόλ τους και τη μελαγχολία τους. Οι σκουπιδιάρηδες ξεκινούν από τη λεωφόρο Πάρδο την καθημερινή τους διαδρομή εξοπλισμένοι με τις σκούπες και τα καρότσια τους. Αυτή την ώρα θα δει κανείς εργάτες να περπατούν προς το τραμ, αστυνομικούς να χασμουριούνται ακουμπισμένοι στα δέντρα, εφημεριδοπώλες μελανιασμένους από το κρύο, υπηρέτριες να αδειάζουν κουβάδες στους σκουπιδοντενεκέδες . Τέτοια ώρα τέλος, σαν από ένα είδος μυστηριώδους συνθήματος, εμφανίζονται τα όρνια.
Αυτή την ώρα ο γέρο δον Σάντος φοράει το ξύλινο πόδι του και καθισμένος στο στρώμα του αρχίζει τις φωνές:
-Για σηκωθείτε! Εφραϊν, Ενρίκε! Είναι ώρα!
Τα δυο αγόρια τρέχουν στο αυλάκι στον ακάλυπτο τρίβοντας τα τσιμπλιασμένα μάτια τους. Με την ησυχία της νύχτας το νερό δεν έχει τρέξει και στο διάφανο πάτο του φαίνονται να φυτρώνουν χόρτα και λεπτά σκουλήκια να γλιστρούν. Αφού νιφτούν, το καθένα παίρνει τον ντενεκέ του και ξεχύνονται στο δρόμο.
Ο δον Σάντος στο μεταξύ πλησιάζει στο κουμάσι και με τη μακριά του βέργα χτυπάει στο λαιμό το γουρούνι που κυλιέται μέσα στα αποφάγια.
-Έχεις λίγο καιρό ακόμα, βρωμιάρη! Δεν θα περιμένεις για πολύ, θα ΄ρθει η σειρά σου.
Ο Εφραϊν και ο Ενρίκε καθυστερούν στο δρόμο σκαρφαλώνοντας στα δέντρα για να φτάσουν μούρα ή μαζεύοντας πέτρες από εκείνες τις μυτερές που σχίζουν τον αέρα και πληγώνουν στην πλάτη. Όντας πρωί ακόμα φτάνουν στο δικό τους μέρος, σε ένα μακρύ δρόμο στολισμένο με κομψές κατοικίες, που φτάνει μέχρι τον προβλήτα.
Αυτά τα παιδιά δεν είναι τα μοναδικά. Σε άλλες αυλές, σε άλλα προάστια κάποιος έχει δώσει το σύνθημα και έχουν σηκωθεί πολλά τέτοια παιδιά. Κάποια κουβαλούν ντενεκέδες, άλλα χαρτόκουτα, καμιά φορά φτάνει μόνο μια παλιά εφημερίδα. Χωρίς να γνωρίζονται σχηματίζουν ένα είδος παράνομης οργάνωσης που έχει μοιράσει όλη την πόλη. Κάποια έχουν να περιφέρονται γύρω από τα δημόσια κτήρια, άλλα έχουν διαλέξει τα πάρκα ή τους σκουπιδότοπους. Μέχρι και τα σκυλιά έχουν αποκτήσει τις συνήθειές τους, τις διαδρομές τους, σοφά διαλεγμένες εξαιτίας της δυστυχίας.
Ο Εφραϊν και ο Ενρίκε μετά από ένα σύντομο διάλειμμα αρχίζουν το έργο τους. Ο καθένας πιάνει ένα πεζοδρόμιο του δρόμου. Οι κάδοι των σκουπιδιών είναι στη σειρά μπροστά από τις πόρτες. Πρέπει να τους αδειάσουν τελείως και μετά να αρχίσουν το ξεδιάλεγμα. Ένας κάδος σκουπιδιών είναι πάντα ένα κουτί με εκπλήξεις. Θα βρεθούν κουτιά από σαρδέλες, παλιά παπούτσια, κομμάτια από ψωμί, ψόφια ποντίκια, ακάθαρτα βαμβάκια. Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για υπολείμματα φαγητού. Στο βάθος του στάβλου ο Πασκουάλ δέχεται τα πάντα αλλά έχει προτίμηση στα λαχανικά, ελαφρώς σάπια. Ο μικρός ντενεκές του καθένα έρχεται γεμάτος από σάπιες ντομάτες, κομμάτια λίπος, παράξενες σάλτσες που δεν βρίσκονται σε κανένα βιβλίο μαγειρικής. Δεν είναι σπάνιο ωστόσο και κάποιο πολύτιμο εύρημα. Μια μέρα ο Εφραϊν βρήκε κάτι σκοινιά με τα οποία έφτιαξε μια κούνια. Μια άλλη φορά ένα αχλάδι σχεδόν καλό που το καταβρόχθισε στη στιγμή. Ο Ενρίκε αντιθέτως έχει τύχη με τα κουτάκια από τα φάρμακα, τα ωραία μπουκαλάκια, τις χρησιμοποιημένες οδοντόβουρτσες και άλλα παρόμοια πράγματα που τα μαζεύει με απληστία.
Μετά από ένα γρήγορο ξεδιάλεγμα ξαναβάζουν τα σκουπίδια στον κάδο και ορμάνε στον επόμενο. Δεν βολεύει να καθυστερούν πολύ γιατί ο εχθρός παραμονεύει πάντα. Συχνά ξαφνιάζονται από τις υπηρέτριες και τότε πρέπει να το βάλουν στα πόδια αφήνοντας πίσω τους σκορπισμένα τα λάφυρα. Πολύ πιο συχνά όμως είναι το αυτοκίνητο της δημοτικής αστυνομίας που εμφανίζεται και τότε το μεροκάματο έχει χαθεί.
Όταν ο ήλιος ανατέλλει πάνω στις πλαγιές, το ξημέρωμα έχει τελειώσει. Η ομίχλη έχει διαλυθεί, οι καλογριές έχουν εκστασιαστεί, οι νυκτόβιοι κοιμούνται, οι εφημεριδοπώλες έχουν κάνει τη διανομή, οι εργάτες ανεβαίνουν στα γιαπιά. Το φώς διαλύει το μαγικό κόσμο της αυγής. Τα όρνια χωρίς φτερά στο λαιμό τους έχουν γυρίσει στη φωλιά τους.
Ο δον Σάντος τα περίμενε με έτοιμο καφέ.
-Για να δούμε, τι πράμα μου φέρατε;
Χασμουριόταν ανάμεσα στους ντενεκέδες και αν η πρόβλεψη ήταν καλή έκανε πάντα το ίδιο σχόλιο:
-Ο Πασκουάλ θα κάνει πάρτι σήμερα.
Αλλά τις περισσότερες φορές ξεσπούσε:
-Ηλίθιοι! Τι κάνατε όλη μέρα; Σίγουρα το ρίξατε στο παιχνίδι! Ο Πασκουάλ θα πεθάνει της πείνας!
Ενώ εκείνα έτρεχαν προς την πέργκολα με τα αυτιά να καίνε από τις καρπαζιές, ο γέρος σερνόταν μέχρι το στάβλο. Από το βάθος της κρυψώνας του το γουρούνι άρχιζε να γρυλίζει. Ο δον Σάντος του έριχνε να φάει.
-Καημένε Πασκουάλ! Σήμερα θα μείνεις νηστικός εξαιτίας αυτών των κατεργάρηδων! Αυτοί δεν σε νοιάζονται όπως εγώ. Θα πρέπει να τους πετσώσω καλά για να μάθουν!
Μπαίνοντας ο χειμώνας το γουρούνι είχε εξελιχθεί σε ένα είδος αχόρταγου τέρατος. Όλα του φαίνονταν λίγα και ο δον Σάντος ξεσπούσε στα εγγόνια του για τη βουλιμία του ζώου. Τα υποχρέωνε να σηκώνονται ακόμα πιο νωρίς, να εισβάλλουν σε ξένες περιοχές για να βρίσκουν περισσότερα αποφάγια. Στο τέλος τα ανάγκασε να πηγαίνουν μέχρι το σκουπιδότοπο που βρισκόταν στην άκρη της θάλασσας.
Εκεί θα βρίσκουν περισσότερα πράγματα, σκεφτόταν. Θα είναι πιο εύκολο επίσης μια και εκεί τα πετούν όλα μαζί.
Μια Κυριακή ο Εφραϊν και ο Ενρίκε ήρθαν στη χαβούζα. Τα φορτηγά της δημοτικής αστυνομίας ακολουθώντας ένα μονοπάτι ξεφόρτωναν τα σκουπίδια πάνω από μια πλαγιά με πέτρες. Βλέποντάς τον από τον προβλήτα ο σκουπιδότοπος έμοιαζε με σκοτεινό κηροπήγιο που καπνίζει και όπου τα όρνεα και τα σκυλιά μετακινούνταν όπως τα μερμήγκια. Από μακριά τα παιδιά μάζευαν πέτρες για να τις πετάξουν στους αντιπάλους τους. Το σκυλί που τους γαύγισε τα παράτησε ουρλιάζοντας. Όταν έφτασαν κοντά ένιωσαν μια αηδιαστική μυρωδιά που έφτασε ως τα πνευμόνια τους. Τα πόδια τους βούλιαζαν σε ένα σωρό από φτερά, ακαθαρσίες και σάπια ή μισοκαμένα απορρίμματα. Χώνοντας τα χέρια τους στα σκουπίδια άρχισαν την εξερεύνηση. Καμιά φορά κάτω από μια κιτρινισμένη εφημερίδα ανακάλυπταν κανένα μισοφαγωμένο ψοφίμι. Στα πιο κοντινά απόκρημνα μέρη τα όρνια κατασκόπευαν ανυπόμονα και κάποια πλησίαζαν πηδώντας από πέτρα σε πέτρα, λες και ήθελαν να τα αποικήσουν. Ο Εφραϊν φώναζε για να τα τρομάξει και οι φωνές του αντηχούσαν ανάμεσα στους σωρούς και εκείνα, όπως πετούσαν ξαφνιασμένα, έκαναν να πετάγονται πέτρες που κατρακυλούσαν προς τη θάλασσα. Μετά από δουλειά μιας ώρας γύρισαν στον ακάλυπτο με τους ντενεκέδες γεμάτους.
-Μπράβο! Φώναξε ο δον Σάντος. Θα πρέπει να το κάνετε δυο και τρεις φορές την εβδομάδα.
Από τότε τις Τετάρτες και τις Κυριακές ο Εφραϊν και ο Ενρίκε έκαναν το δρόμο προς τον σκουπιδότοπο. Γρήγορα έγιναν μέρος της παράξενης πανίδας εκείνων των περιοχών και τα όρνεα συνηθισμένα στην παρουσία τους, εργάζονταν δίπλα τους, κρώζοντας, σκαλίζοντας με τα κίτρινα ράμφη τους και τα βοηθούσαν να ανακαλύψουν μια ένδειξη από πολύτιμη βρωμιά.
Ήταν στην επιστροφή από μια τέτοια εκδρομή που ο Εφραϊν αισθάνθηκε έναν πόνο στην πατούσα του. Ένα γυαλί του είχε κάνει μια μικρή πληγή. Την άλλη μέρα το πόδι του είχε πρηστεί, ούτε λόγος να μη συνεχίσει τη δουλειά του. Όταν γύρισαν, σχεδόν δεν μπορούσε να περπατήσει αλλά ο δον Σάντος δεν το πήρε είδηση αφού είχε επίσκεψη. Συνόδευε έναν άντρα χοντρό που κοίταζε το γουρούνι και είχε τα χέρια του λερωμένα με αίματα.
-Σε καμιά εικοσαριά, τριάντα μέρες θα έρθω από εδώ, έλεγε ο άντρας,τότε πιστεύω θα είναι στην ώρα του.
Όταν έφυγε, ο δον Σάντος πέταγε φωτιές.
-Στη δουλειά! στη δουλειά! Από εδώ και μπρός θα αυξήσετε τη μερίδα του Πασκουάλ. Η επιχείρηση μπαίνει στην τελική ευθεία.
Το επόμενο πρωί όμως, όταν ο δον Σάντος ξύπνησε τα εγγόνια του, ο Εφραϊν δεν μπορούσε να σηκωθεί.
-΄Εχει μια πληγή στο πόδι, εξήγησε ο Ενρίκε. Χθες κόπηκε με ένα γυαλί.
Ο δον Σάντος εξέτασε το πόδι του εγγονού του. Η μόλυνση είχε αρχίσει.
-Αυτά είναι παραμύθια! Να πλύνει το πόδι στο αυλάκι και να το τυλίξει με ένα πανί.
-Όμως τον πονάει!, μπήκε στη μέση ο Ενρίκε, δεν μπορεί να περπατήσει καλά.
Ο δον Σάντος σκέφτηκε μια στιγμή. Από το στάβλο ακούγονταν οι τσιρίδες του Πασκουάλ.
-Αμ’ εμένα;! Ρώτησε χτυπώντας με την παλάμη του το ξύλινο πόδι. Μήπως εμένα δεν μου πονάει το πόδι; Και εγώ είμαι εβδομήντα χρονών και δουλεύω ακόμα… Να αφήσει τα νάζια!
Ο Εφραϊν βγήκε στο δρόμο με το ντενεκέ του στηριγμένος στον ώμο του αδελφού του. Μισή ώρα μετά επέστρεψαν με τους ντενεκέδες σχεδόν άδειους.
-Δεν μπορούσε άλλο! Είπε ο Ενρίκε. Ο Εφραϊν είναι σχεδόν κουτσός.
Ο δον Σάντος παρατηρούσε τους δυο εγγονούς του σαν να σκεφτόταν την τιμωρία τους.
-Καλά, καλά, είπε ξύνοντας τα αραιά γένια του και αρπάζοντας τον Εφραϊν από το σβέρκο τον έσπρωξε προς το δωμάτιο. Οι άρρωστοι στο κρεβάτι ! Να σαπίσουν στο στρώμα! Και συ θα κάνεις τη δουλειά του αδερφού σου. Πήγαινε αμέσως τώρα στη χωματερή!
Κοντά στο μεσημέρι ο Ενρίκε επέστρεψε με τους ντενεκέδες γεμάτους. Τον ακολουθούσε ένας παράξενος επισκέπτης. Ένα σκελετωμένο και σχεδόν ψωριάρικο σκυλί.
-Το βρήκα στη χωματερή, εξήγησε ο Ενρίκε, και με πήρε από πίσω.
Ο δον Σάντος πήρε τη βέργα.
-Ένα στόμα ακόμα στην αυλή;!
Ο Ενρίκε σήκωσε το σκυλί και το έφερε στο στήθος του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
-Μη του κάνεις τίποτα, παππούλη. Θα του δώσω εγώ από το φαϊ μου.
Ο δον Σάντος πλησίασε βουλιάζοντας το ξύλινο πόδι του στο βούρκο.
-Δεν έχει σκυλιά εδώ! Αρκετούς μπελάδες έχω με σας!
Ο Ενρίκε άνοιξε την πόρτα που έβγαινε στο δρόμο.
-Αν φύγει αυτό, θα φύγω και εγώ!
Ο παππούς κρατήθηκε. Ο Ενρίκε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να επιμείνει.
-Δεν τρώει σχεδόν τίποτα… κοίτα τι αδύνατο που είναι. Επιπλέον θα με βοηθάει όσο ο Εφραϊν θα είναι άρρωστος. Ξέρει καλά το σκουπιδότοπο και έχει καλή μύτη για τα σκουπίδια.
Ο δον Σάντος συλλογίστηκε κοιτάζοντας τον ουρανό όπου σε λίγο θα άρχιζε ψιλόβροχο. Χωρίς να πει τίποτα, πέταξε τη βέργα, πήρε τους ντενεκέδες και πήγε κουτσαίνοντας μέχρι το στάβλο.
Ο Ενρίκε γεμάτος χαρά χαμογέλασε και με το φίλο του κουλουριασμένο στο μέρος της καρδιάς έτρεξε στον αδερφό του.
-Πασκουάλ!, Πασκουάλ!…Πασκουαλίτο! τραγουδούσε ο παππούς.
– Εσένα θα σε λένε Πέδρο, είπε ο Ενρίκε χαϊδεύοντας το κεφάλι του σκύλου και μπήκε εκεί που βρισκόταν ο Εφραϊν.
Η χαρά του αμέσως χάθηκε. Ο Εφραϊν λούτσα στον ιδρώτα πάνω στο στρώμα στριφογύριζε από τον πόνο. Το πόδι του ήταν πρησμένο σαν να ήταν σαμπρέλα γεμάτη αέρα. Τα δάχτυλα είχαν σχεδόν χάσει το σχήμα τους.
-Σου έφερα ένα δώρο, κοίτα, είπε δείχνοντας το σκύλο. Τον λένε Πέδρο, είναι για σένα, για να έχεις παρέα… Όταν εγώ θα πηγαίνω στη χωματερή, θα σου τον αφήνω και οι δυο σας θα παίζεται όλη μέρα. Θα του μάθεις να σου φέρνει πέτρες στο στόμα.
-Και ο παππούς; Ρώτησε ο Εφραϊν απλώνοντας το χέρι του στο ζώο.
-Ο παππούς δεν είπε τίποτα, ψιθύρισε ο Ενρίκε.
Οι δυο τους κοίταζαν προς την πόρτα. Το ψιλόβροχο είχε αρχίσει να πέφτει. Η φωνή του παππού έφτανε στα αυτιά τους.
-Πασκουάλ!, Πασκουάλ!…Πασκουαλίτο!
Το ίδιο εκείνο βράδυ είχε πανσέληνο. Τα δυο εγγόνια ησύχασαν γιατί αυτές τις μέρες ο παππούς γινόταν ανυπόφορος. Από το σούρουπο τον είχαν δει να κόβει βόλτες στην αυλή μιλώντας μοναχός του, χτυπώντας με τη βέργα την πέργκολα. Για λίγο πλησίαζε στο δωμάτιο, έριχνε μια ματιά στο εσωτερικό και βλέποντας τα δυο εγγόνια του σιωπηλά, έφτυνε γεμάτος θυμό. Ο Πέδρο τον φοβόταν και κάθε φορά που τον έβλεπε κουλουριαζόταν και έμενε ακίνητος σαν πέτρα.
-Λέρα, τίποτα παραπάνω από λέρα! Επαναλάμβανε όλη τη νύχτα ο παππούς κοιτάζοντας το φεγγάρι.
Το επόμενο πρωί ο Ενρίκε ξημερώθηκε κρυωμένος. Ο γέρος που τα χαράματα τον πήρε είδηση ότι φτερνιζόταν δεν είπε τίποτα. Στο βάθος ωστόσο φαινόταν η καταστροφή. Εάν ο Ενρίκε αρρώσταινε, ποιος θα αναλάμβανε τον Πασκουάλ; Η αδηφαγία του γουρουνιού αυξανόταν με το πάχος του. Γρύλιζε τα απογεύματα με το ρύγχος χωμένο στο βούρκο. Από την αυλή του Νεμέσιο που ζούσε ένα τετράγωνο πιο πέρα είχαν έρθει να παραπονεθούν.
Τη δεύτερη μέρα συνέβη το αναπόφευκτο. Ο Ενρίκε δεν μπορούσε να σηκωθεί. Έβηχε όλη νύχτα και το πρωί έτρεμε ολόκληρος και ψηνόταν στον πηρετό.
-Και σύ; Ρώτησε ο παππούς.
Ο Ενρίκε έδειξε το στήθος του που έβραζε. Ο παππούς βγήκε φουριόζος από το δωμάτιο. Πέντε λεπτά αργότερα επέστρεψε.
-Είναι πολύ άσχημο να με κοροϊδεύετε κατ’ αυτόν τον τρόπο! Μούγκρισε. Μου τη φέρατε επειδή δεν μπορώ να περπατήσω. Το ξέρετε καλά ότι είμαι γέρος και είμαι και κουτσός. Αν ήταν αλλιώς θα σας έστελνα στο διάολο και θα αναλάμβανα μόνος μου τον Πασκουάλ.
Ο Εφραϊν ξύπνησε παραπονούμενος και ο Ενρίκε άρχισε να βήχει.
-Και λοιπόν; Δεν πειράζει! Εγώ θα τον φροντίσω. Εσείς είστε σκουπίδια, τίποτα παραπάνω από σκουπίδια. Κάτι κακομοίρικα όρνια χωρίς φτερά! Τώρα θα δείτε πώς βγάζω κέρδος. Ο παππούς είναι γερός ακόμα. Όμως αυτό είναι, σήμερα δεν έχει φαϊ για σας! Και δεν θα έχει φαϊ μέχρι να μη μπορείτε να σηκωθείτε και να δουλέψετε.
Από το κατώφλι τον είδαν να σηκώνει τους ντενεκέδες στον αέρα και να τραβάει για το δρόμο. Μισή ώρα αργότερα επέστρεψε εξουθενωμένος. Χωρίς τη σβελτάδα των εγγονών του φορτηγό της δημοτικής αστυνομίας τον είχε προλάβει. Τα σκυλιά επίσης θέλησαν να τον δαγκώσουν.
-Λέρες,άχρηστοι! Να ξέρετε, θα μένετε νηστικοί όσο δεν δουλεύετε!
Την επόμενη μέρα επιχείρησε να επαναλάβει την προσπάθεια αλλά τα παράτησε. Το ξύλινο πόδι του είχε ξεσυνηθίσει τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, τα σκληρά πεζοδρόμια και κάθε βήμα που έκανε ήταν σαν μια σουβλιά στην ίγκλα. Το ξημέρωμα της τρίτης μέρας κατέρρευσε στο στρώμα του χωρίς άλλο κουράγιο παρά για βρισιές και προσβολές.
-Αν πεθάνετε από την πείνα, φώναζε, θα είναι από δικό σας φταίξιμο!
Από εκεί και ύστερα άρχισαν ατελείωτες μέρες αγωνίας. Οι τρεις τους περνούσαν τη μέρα κλεισμένοι στο δωμάτιο, χωρίς να μιλούν, υπομένοντας ένα είδος αναγκαστικού εγκλεισμού. Ο Εφραϊν στριφογύριζε αδιάκοπα, ο Ενρίκε έβηχε. Ο Πέδρο σηκωνόταν και αφού έκανε ένα γύρο στην αυλή, γύριζε με μια πέτρα στο στόμα του που την άφηνε στα χέρια των αφεντικών του. Ο δον Σάντος μισοξαπλωμένος έπαιζε με το ξύλινο πόδι του και τους έριχνε άγριες ματιές. Το μεσημέρι σερνόταν μέχρι τη γωνία του οικοπέδου όπου φύτρωναν λάχανα και ετοίμαζε το φαγητό του που το καταβρόχθιζε στα κρυφά. Συχνά κουνούσε στον αέρα πάνω από το κρεβάτι των εγγονών του κανένα μαρούλι ή κανένα καρώτο, μόνο και μόνο να ερεθίσει την πείνα τους πιστεύοντας ότι έτσι θα έκανε πιο σκληρή την τιμωρία τους.
Ο Εφραϊν δεν είχε πια κουράγιο ούτε να παραπονεθεί. Μονάχα ο Ενρίκε ένιωθε να φωλιάζει στην ψυχή του ένας παράξενος φόβος. Και όπως κοίταζε τον παππού του στα μάτια, νόμιζε ότι του ήταν ένας άγνωστος, λες και τα μάτια του είχαν χάσει την ανθρώπινη έκφραση. Τις νύχτες όταν έβγαινε το φεγγάρι έπαιρνε τον Πέδρο στην αγκαλιά του και τον έσφιγγε τρυφερά μέχρι που τον έκανε να αναστενάξει..Την ίδια ώρα το γουρούνι άρχιζε να γρυλίζει και ο παππούς διαμαρτυρόταν λες και τον κρέμαγαν. Συχνά φορούσε το ξύλινο πόδι και έβγαινε στην αυλή. Στο φώς του φεγγαριού ο Ενρίκε τον έβλεπε να πηγαινοέρχεται δέκα φορές από το στάβλο στο περιβόλι, να σηκώνει τις γροθιές του και να παίρνει σβάρνα ό,τι έβρισκε στο δρόμο του. Τέλος ξανάμπαινε στο δωμάτιο και δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω τους, σαν να τους κατηγορούσε για την πείνα του Πασκουάλ.
Την τελευταία νύχτα είχε πανσέληνο και κανένας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο Πασκουάλ έβγαζε αληθινά μουγκρητά. Ο Ενρίκε είχε ακούσει ότι τα γουρούνια, όταν πεινάνε, τρελαίνονται όπως οι άνθρωποι. Ο παππούς έμενε άυπνος χωρίς καν να σβήνει το φανάρι. Αυτή τη φορά δεν βγήκε στην αυλή και δεν καταριόταν μέσα από τα δόντια του. Κουκουλωμένος στα σκεπάσματα είχε τα μάτια στυλωμένα στην πόρτα. Έμοιαζε να μαζεύει μέσα του χολή παλιά, να τη στριφογυρίζει στο στόμα και να ετοιμάζεται να την εκσφενδονίσει. Όταν πάνω στις πλαγιές ο ουρανός άρχισε να φωτίζεται , άνοιξε το στόμα και με το σκοτεινό άνοιγμά του στράφηκε προς τα αγόρια και έβγαλε μια κραυγή.
-Απάνω, απάνω, απάνω! Τα χτυπήματα έπεφταν βροχή. Μπρος σηκωθείτε χαραμοφάηδες! Μέχρι πότε θα καθόμαστε έτσι; Τελείωσε αυτό! Όρθιοι…
Ο Εφραϊν έβαλε τα κλάματα , ο Ενρίκε σηκώθηκε ακουμπώντας στον τοίχο. Η αγριάδα στα μάτια του παππού ένιωθε να του δίνει δύναμη μέχρι που δεν αισθανόταν πια τα χτυπήματα. Έβλεπε τη βέργα να υψώνεται για να τον χτυπήσει στο κεφάλι, σαν να ήταν μια βέργα από χαρτόνι. Στο τέλος μπόρεσε να αντιδράσει.
-Όχι τον Εφραϊν! Αυτός δεν φταίει! Άσε με, μόνος μου θα πάω στη χωματερή!
Ο παππούς συγκρατήθηκε λαχανιασμένος. Άργησε πολύ να βρει την αναπνοή του κανονικά.
-Τώρα αμέσως… στη χωματερή… πάρε δυο ντενεκέδες, τέσσερες ντενεκέδες…
Ο Ενρίκε έφυγε, πήρε τους ντενεκέδες και βγήκε για τη δουλειά. Η εξάντληση από την πείνα και την ανάρρωση τον έκαναν να τρεκλίζει. Όταν άνοιξε την πόρτα της αυλής ο Πέδρο θέλησε να τον ακολουθήσει.
-Εσύ όχι. Θα μείνεις εδώ να προσέχεις τον Εφραϊν.
Και βγήκε στο δρόμο αναπνέοντας βαθειά τον πρωινό αέρα. Περπατώντας έφαγε χόρτα, ήταν έτοιμος ακόμα και χώμα να μασήσει. Τα έβλεπε όλα μέσα από μια ομίχλη μαγική. Η αδυναμία του τον έκανε ανάλαφρο, αιθέριο. Πετούσε σχεδόν, όπως ένα πουλί. Στη χωματερή αισθάνθηκε σαν ένα ακόμα όρνεο ανάμεσα στα όρνεα. Όταν οι ντενεκέδες γέμισαν πήρε να επιστρέψει. Οι καλόγριες, οι νυκτόβιοι, οι ξυπόλυτοι εφημεριδοπώλες, όλα τα μπουμπούκια της αυγής άρχιζαν να διασκορπίζονται στην πόλη. Ο Ενρίκε ξαναγύρισε στον κόσμο του, περπατούσε χαρούμενος ανάμεσά τους, στον σκυλίσιο κόσμο τους και στα φαντάσματά τους, συγκινημένος από το ξημέρωμα.
Μπαίνοντας στην αυλή ένιωσε την ατμόσφαιρα ασφυκτική, απωθητική που τον υποχρέωσε να σταθεί. Ήταν σαν εκεί στο κατώφλι της να τελείωνε ένας κόσμος και να άρχιζε ένας άλλος φτιαγμένος από λάσπη, γρυλίσματα και παράλογες τιμωρίες. Το εκπληκτικό ήταν, χωρίς αμφιβολία, ότι αυτή τη φορά στην αυλή βασίλευε μια ηρεμία φορτωμένη κακά προμηνύματα, λες και όλη η βιαιότητα βρισκόταν σε μια ισορροπία ακριβώς λίγο πριν εκτονωθεί. Ο παππούς όρθιος στην άκρη του στάβλου κοιτούσε στο βάθος. Έμοιαζε με δέντρο που φύτρωσε από το ξύλινο πόδι. Ο Ενρίκε έκανε θόρυβο αλλά ο παππούς δεν κουνήθηκε.
-Εδώ είναι οι ντενεκέδες!
Ο δον Σάντος του γύρισε την πλάτη και έμεινε ακίνητος. Ο Ενρίκε άφησε τους ντενεκέδες και έτρεξε αλαφιασμένος προς το δωμάτιο. Ο Εφραϊν μόλις τον είδε, άρχισε να αναστενάζει:
-Πέδρο…Πέδρο…
-Τι συμβαίνει;
-Ο Πέδρο δάγκωσε τον παππού… ο παππούς πήρε τη βέργα… μετά τον άκουσα γαυγίζει.
Ο Ενρίκε βγήκε από το δωμάτιο.
-Πέδρο, έλα εδώ! Πού είσαι, Πέδρο;
Κανένας δεν του απάντησε. Ο παππούς στεκόταν ακίνητος, κοιτώντας τον τοίχο. Ο Ενρίκε είχε ένα κακό προαίσθημα. Με ένα σάλτο βρέθηκε κοντά στο γέρο.
-Πού είναι ο Πέδρο;
Το βλέμμα του έπεσε στο στάβλο. Ο Πασκουάλ καταβρόχθιζε κάτι ανάμεσα στο βούρκο. Είχαν απομείνει τα πόδια και η ουρά του σκύλου.
-Όχι!, φώναξε ο Ενρίκε κλείνοντας τα μάτια. Όχι, όχι! και μέσα από τα δάκρυά του έψαχνε τα μάτια του παππού. Εκείνος κοίταζε αλλού γυρίζοντας γύρω γύρω πάνω στο ξύλινο πόδι του. Ο Ενρίκε άρχισε να γυρίζει με τη σειρά του σαν να χόρευε γύρω του, τραβώντας του το πουκάμισο, φωνάζοντας, κλωτσώντας, προσπαθώντας να τον κοιτάξει στα μάτια, να έχει μιαν απάντηση.
-Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί;
Ο παππούς δεν απαντούσε. Τέλος ασυγκίνητος έδωσε ένα χαστούκι στον εγγονό του που τον έκανε να κυλιστεί στο χώμα. Από εκεί ο Ενρίκε παρατήρησε το γέρο που, πελώριος σαν ένας γίγαντας, κοίταζε επίμονα την ευωχία του Πασκουάλ. Απλώνοντας το χέρι του έπιασε τη βέργα που είχε ματωμένη την άκρη της. Με αυτή σηκώθηκε στα νύχια και πλησίασε το γέρο.
-Γύρνα!, βόγκηξε. Γύρνα!
Όταν ο δον Σάντος γύρισε, διέκρινε τη βέργα που έκοβε τον αέρα και που έσκαγε στο μάγουλό του.
-Πάρε!, ούρλιαξε ο Ενρίκε και σήκωσε ξανά το χέρι. Αλλά αμέσως σταμάτησε, τρομαγμένος από αυτό που έκανε και πετώντας τη βέργα εκεί γύρω κοίταξε τον παππού σχεδόν ξαφνιασμένος. Ο γέρος κρατώντας το πρόσωπό του έκανε ένα βήμα πίσω, το ξύλινο πόδι του πάτησε σε υγρό χώμα, γλίστρησε και βγάζοντας μια κραυγή έπεσε ανάσκελα στο στάβλο.
Ο Ενρίκε έκανε μερικά βήματα πίσω. Στην αρχή έστησε αυτί όμως δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Πλησίασε σιγά σιγά. Ο παππούς με το πέλμα του ξύλινου ποδιού σπασμένο βρισκόταν ανάσκελα στο βούρκο. Είχε το στόμα ανοιχτό και τα μάτια του έψαχναν τον Πασκουάλ, που είχε καταφύγει σε μια γωνία και χασμουριόταν ύποπτα στη λάσπη. Ο Ενρίκε έφυγε με την ίδια μυστικότητα με την οποία είχε πλησιάσει. Πιθανόν ο παππούς πρόλαβε να τον διακρίνει αφού, ενώ έτρεχε προς το δωμάτιο, του φάνηκε πως τον φώναζε με το όνομά του με μια τρυφερότητα που ποτέ δεν είχε ακούσει.
-Εμένα, Ενρίκε, εμένα;…
-Γρήγορα, φώναξε ο Ενρίκε ορμώντας προς τον αδελφό του.-Γρήγορα Εφραϊν! Ο γέρος είναι πεσμένος στο στάβλο! Πρέπει να φύγουμε από εδώ!
-Για πού; Ρώτησε ο Εφραϊν.
-Για όπου να ‘ναι, στο σκουπιδότοπο, όπου θα μπορούμε να τρώμε κάτι, εκεί, με τα όρνια!
-Δεν μπορώ να σταθώ!
Ο Ενρίκε έπιασε και με τα δυο του χέρια τον αδελφό του και τον έσφιξε στο στήθος του. Αγκαλιασμένοι μέχρι που έγιναν ένα, διέσχισαν αργά την αυλή. Όταν άνοιξαν την πορτούλα προς το δρόμο κατάλαβαν ότι είχε ξημερώσει πια, η πόλη είχε ξυπνήσει ζωηρή και άνοιγε μπροστά τους τα γιγάντια σαγόνια της.
Από το στάβλο έφθανε το μουρμουρητό μιας μάχης…
Ευμορφία Μαντζαβίνου, 5 Μαρτίου 2020.