ΜΙΑ ΔΥΣΤΟΠΙΑ ΜΕ ΠΟΛΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
Στο αυστηρά περιορισμένο δυστοπικό περιβάλλον μιας μικρής επαρχιακής πόλης, οι περιορισμοί μοιάζουν να είναι έως και πραγματιστικά επιβεβλημένοι καθώς ακόμη και η Νέα Εθνική οδός σχεδιάζεται δίχως να τη συμπεριλάβει. Το γεγονός αυτό έχει τεράστιο ψυχικό κόστος για τους κατοίκους, οι οποίοι ανακαλύπτουν έναν τρόπο να επιβιώσουν μέσω του ψυχοτρόπου γλυκίσματος μακιούμ που παρέχεται δωρεάν ή με εκπτωτικά κουπόνια σε διάφορα σημεία της πόλης. Ενώ λοιπόν η κατάθλιψη παραμερίζεται με χημικό τρόπο κι ο αποκλεισμός «γλυκαίνει», ταυτοχρόνως σκιαγραφούνται διάφορες (περιορισμένες) ευκαιρίες «απόδρασης» για τους νέους ανθρώπους, μια εκ των οποίων είναι να ολοκληρώσουν μουσικές σπουδές ενός κύκλου με επιτυχία, στο ωδείο της πόλης.
Εκεί συναντάμε τον πρωταγωνιστή της νουβέλας, τον 20χρονο Χρήστο, ο οποίος για να επιτύχει το στόχο του, παρακολουθεί υποχρεωτικά μαθήματα. Το βιβλίο προχωρεί περιγράφοντας την καθημερινότητά του εντός του ωδείου η οποία μοιάζει να αναλώνεται, μεταξύ του Σολίστ, που είναι επικεφαλής, και των υπολοίπων μελών της χορωδίας. Εκεί όμως, μέσα σε αυτή την τετριμμένη καθημερινότητα, φαίνεται να ανθίζει και το όνειρο. Ταυτοχρόνως πρότερες αναμνήσεις αναδύονται, παιδικές μνήμες και ερωτικές στιγμές, που συνδιαλέγονται με το παρόν. Η αφήγηση μοιράζεται σε δύο χρόνους, τα γεγονότα παρατίθενται και εμπλέκουν τον αναγνώστη, ταυτόχρονα φυτεύονται ερωτήματα, κι αναπτύσσονται οι παραβολές και οι συμβολισμοί. Για παράδειγμα ενώ ο Χρήστος δεν αντέχει – γενικώς- τη ζάχαρη, οπότε δεν καταναλώνει το μακιούμ, κατά την έναρξη του βιβλίου η συνθήκη αυτή φαίνεται να καταργείται, όταν στο κυλικείο του ωδείου, ο Χρήστος δελεάζεται και τελικά υποκύπτει στον πειρασμό ενός μάφιν βανίλια με κράνμπερι και κομματάκια σοκολάτας.
Στο Μάφιν Βανίλια – με πρότυπο τον πρωταγωνιστή ο οποίος δεν είναι σε θέση να ενσωματωθεί στο περιβάλλον του- το βαρύ κλίμα και η δυστοπία της ψυχαναγκαστικής καθημερινότητας αποδίδονται με τρόπο ασφυκτικό, καθώς η απόδοση αυτή αντικατοπτρίζει το ψυχικό άχθος κάθε κατοίκου. Το μακιούμ δε φαίνεται να έχει παρενέργειες εκτός από τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα αλλά μια «αλλαγή φωνητικού εύρους» που προκαλεί, είναι καθοριστική για την προσπάθεια του πρωταγωνιστή να ολοκληρώσει τα μαθήματα στο ωδείο με επιτυχία, δηλαδή το γλύκισμα υποσκάπτει με έμμεσο τρόπο και τη δυνατότητα διαφυγής. Ακόμη περισσότερο, μοιάζει να ενισχύει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα του υποκειμένου απέναντι στο παμφαγικό κοινωνικό σύνολο. Η παραφωνία τού πρωταγωνιστή κατά τα μαθήματα στη χορωδία, παραπέμπει σε αυτήν ακριβώς τη δυσκολία ενσωμάτωσης.
Το βιβλίο, παρότι αποδεικνύεται εν μέρει άνισο στη διαχείριση του υλικού του, βρίθει ιδεών και παραβολών και αποκαλύπτει σταδιακά ένα σωρό επίπεδα ανάγνωσης, ίσως πολύ περισσότερα από όσα βρίσκονταν στις αρχικές προθέσεις του. Υπ’ αυτήν την έννοια το εκλαμβάνω ως ένα επιτυχημένο πεζογράφημα, τίμιο ως προς τις προθέσεις του, με γλωσσική επάρκεια και περισσή σαφήνεια τέτοια ώστε να μη προδίδει έκδηλα το νεαρό της ηλικίας της συγγραφέως. Το πλαίσιο που δημιουργείται έχει τεράστιο δυστοπικό ενδιαφέρον και θα μπορούσε ενδεχομένως να παραγάγει, με κατάλληλη επιμέλεια, μετα -μυθοπλασία ακόμη μεγαλύτερης έκτασης και επιπέδου. Παρόλα αυτά, ακριβώς ως έχει, η ιστορία στο Μάφιν Βανίλια, διατηρεί ένα σταθερό επίπεδο ενδιαφέροντος και περιέργειας για τον αναγνώστη, οι περιγραφές είναι απολύτως κινηματογραφικές, ενώ κατασκευάζεται ένα πλέγμα μετα-αφήγησης με ομαλό και υπαινικτικό τρόπο. Οι διάλογοι είναι αξιοζήλευτοι, και το όλον προκύπτει ως ένα πρότζεκτ καμωμένο ώστε να διαβαστεί με ενδιαφέρον, αφήνοντας μια ισχυρή υπόσχεση για το μέλλον. Είμαι βέβαιος ότι η συγγραφική συνέχεια της Βασιλείας Παπακώστα θα είναι λαμπρή.
Παρουσίαση στο Έναστρον βιβλιοκαφέ 28/06/2023