Ακούω πάλι τη βοή της πόλης
και του πολέμου την αντήχηση
Μα εδώ που μπήκα στα στενά
δύσκολα την έξοδο θα ’βρω
Φιδοσερνάμενος λαβύρινθος με τύλιξε
Σκοτάδι με μικρές αναλαμπές
και λάμψεις κόκκινες απατηλές
με ξεγελούν με σπρώχνουν πίσω
Παραμονεύει στα βαθιά
ο Μινώταυρος
ωμοφαγίες κανιβαλισμοί
τρομάζουν το μικρό παιδί
που κρατάω στα χέρια μου
σαν γυάλινο πολύτιμο δοχείο
Φοβάμαι μη μου πέσει και μου σπάσει
Τυφλή μετεωρίζομαι
Χρειάζομαι τα σκοινιά τους οδοδείχτες
την πυξίδα σου
τις συμπληγάδες του χρόνου να περάσω
πριν κλείσουν πάνω στα φτερά μου
οι βαριοί βράχοι
κι αγνώριστη βρεθώ μετά
στο διάστημα
το Αχανές.