Ως Θηρευτής αθόρυβα ελαύνει στην αρχή
Κι ανυποψίαστους κι ανέτοιμους μας βρίσκει πάλι
Αθόρυβα κι αχνά η ομίχλη του απλώνεται παντού
Γύρω κι επάνω μας δίχτυ απαλό
Τώρα σιωπή – φωνή καμιά
Μονάχα ήχοι αχνοί σαν μακρινή ηχώ
Από το βάθος πέρα επιστρέφουν
Τι φίνα αφαίρεση
μες στη σιγή
Κι ύστερα ακούγεται ο βρυχηθμός
Βουίζει ο αγέρας του ξεριζωμού
Θηρίο προϊστορικό ξεθεμελιώνει δέντρα
Και τα φυλλώματα στον άνεμο σκορπά
Δυνάστης άγριος μηχανή πολεμική
Βλέπεις πελώριο το κύμα που έρχεται
Υψώματα και βαθουλώματα αβύσσου
Βαθιά η ρουφήχτρα στο βυθό
σε περιμένει
Εξουσιαστής πως είναι τώρα πια το ξέρεις
Κάτω από πέλμα βαρύ συντρίβονται
Τα τρυφερά της Άνοιξης σκιρτήματα
Τα φλογερά πάθη του Καλοκαιριού
Του Φθινοπώρου οι γαληνές αγάπες
Μέσα μου ένστικτο θανάτου
-Τι τελειωμένος πόλεμος
τι ήττα…
Κάτω από χιόνι και πάγο προϊστορικό
Ακούω των ταπεινών τα κλάματα
Τους θρήνους των γενναίων
Και του αγέννητου παιδιού το σπαραγμό
Μούσκλια και βρύα εκεί γεννιούνται σιωπηλά
Αρχαίων δέντρων σπόροι αναπνέουν πάλι
Μελλοντικές εκρήξεις
Μιας άλλης Άνοιξης
Ερήμην μας.