Εδώ και τρεις βδομάδες κατάκλειστο και βουβό το κουρείο. Το προστατευτικό του κιγκλίδωμα κατεβασμένο, το μεταλλικό τραπεζάκι στη γνωστή θέση του απ’έξω και το λευκό κλουβί πάνω στη μαύρη επιφάνειά του άδειο. Κανείς δεν το πείραξε τόσες μέρες. Κι ενώ αντηχούν ακόμα στον αέρα οι πρόσφατοι πανηγυρισμοί, μια υγρασία απότομη χρωμάτισε από πάνω ως κάτω τους τοίχους μ’ ένα σταχτί της βροχής.
Ο Υάκινθος εμφανίστηκε στη γειτονιά τα τελευταία δέκα χρόνια, όταν η οικονομική κρίση ήταν στο φόρτε της. Πολλά ειπώθηκαν για την προηγούμενη ζωή του, αλλά κανείς δεν ήξερε κάτι με βεβαιότητα. Κάποιος είπε ότι τον θυμάται έφηβο, βοηθό ακόμα στο σπουδαίο κομμωτή Φαίδωνα στην Αριστοτέλους, άλλος ισχυρίζεται πως είχε δικό του κομμωτήριο στο Παγκράτι, το a Paris, κι άλλοι λένε πως ήταν χορευτής στο εξωτερικό, γι’ αυτό και το ιδιαίτερο στυλ του, με αεράτα λουλουδάτα πουκάμισα και στενά πανταλόνια-κολάν. Μια φινέτσα την είχε οπωσδήποτε, κι η σιλουέτα, το βάδισμα κι οι κινήσεις των χεριών του χορευτικές, συνηγορούσαν σ’ αυτό. Σαν χελιδόνια με γρήγορες περιστροφές φτερούγιζαν με το ψαλίδι πάνω απ’ τα κεφάλια των ανδρών.
Το κουρείο, στην οδό Κονδυλάκη, μικρό σαν κουτί, μια πραγματική μπουτίκ με ελάχιστα διακοσμητικά, τρία μικρογλυπτά στη ρεσεψιόν και δυο πίνακες αληθινούς, όχι ρεπροντιξιόν. Τα ιδιαίτερα ταυτοτικά του στοιχεία, όμως, ήταν μια επιγραφή σε πλαίσιο πάνω απ’ τον μεγάλο οβάλ καθρέφτη με το διάλογο: « -Πώς σε κείρω; – Σιωπών» και το μεγάλο κλουβί με τον πολύχρωμο παπαγάλο δίπλα στη τζαμαρία. Οι πιο ταχτικοί πελάτες, που είχαν αποχτήσει οικειότητα, τον τσιγκλούσαν: –πώς σε κείρω; Κι αυτός άρχιζε περιστρέφοντας το κεφάλι: – σιωπών, σιωπών, σιωπών! με υπόκωφη στην αρχή, και στρίγκλικη προς το τέλος φωνή. Αυτοί γελούσαν, μα έπειτα ο παπαγάλος σώπαινε και κρεμούσε μελαγχολικά τις φτερούγες του προς τα κάτω.
Μελαγχολικό ήταν τις περισσότερες φορές και το χαμόγελο του Υάκινθου. Ευγενικός πάντα και λιγόλογος, άκουγε περισσότερο παρά μιλούσε, στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι και το βλέμμα του προς την πόρτα, ενώ κούρευε, σαν κάτι να περίμενε.
«Κουρείο-Κομμωτήριο ανδρών» έγραφε απ’ έξω, αλλά κατ’ εξαίρεση σπάνια χτένιζε και μερικές γυναίκες κι εγώ ήμουν μια εξαίρεση.
“Δεν προλαβαίνω ν’ αγαπήσω άλλον” μου εκμυστηρεύτηκε σε μια σπάνια συνομιλία μας, καθώς ήμουν η τελευταία πελάτισσα πριν κλείσει το βράδυ.
Λίγες μέρες μετά την εκμυστήρευση αυτή, ο παπαγάλος αίφνης εξαφανίστηκε. Ο Υάκινθος αραίωσε τα ραντεβού, έβγαλε το κλουβί απέξω στο τραπεζάκι, και καθόταν εκεί με τις ώρες. Λίγο αργότερα μπήκε στον Ευαγγελισμό, και τρεις μέρες μετά μας άφησε για πάντα. Δεν πρόλαβε την ψήφιση του νόμου και τους πανηγυρισμούς, αλλά και να προλάβαινε, αναρωτιέμαι αν θα ήταν τώρα πια καλύτερη η ζωή του.
Σημείωση: Τη γνωστή φράση: “πώς σε κείρω- σιωπών” που αναφέρει ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του τη συναντούμε και στο ηθογραφικό διήγημα του Ιωάννη Κονδυλάκη «Ο σιωπηλός».