Με τον τίτλο «Δυτικό κοιμητήριο» του Β.Π.Καραγιάννη, εκδ. Παρέμβαση,2024 έφτασε στα χέρια μου, πριν λίγο καιρό, ένα μικρό κομψό βιβλιαράκι, μια ποιητική συλλογή-ελεγεία, δώρο ακριβό που γεννά ήπια μελαγχολία και χαρμολύπη στην ψυχή. Ο τίτλος και η εικόνα εξωφύλλου- μια ξυλογραφία του Γιάννη Στεφανάκι- προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το θέμα, αφού αναπόφευκτα ανακαλεί στη μνήμη τη γνωστή ελεγεία του Πωλ Βαλερύ « Θαλασσινό κοιμητήρι». Εδώ το κοιμητήριο προσδιορίζεται από τη λέξη « Δυτικό» και, αν γνωρίζεις την υπαινικτική γραφή του συγγραφέα, υποψιάζεσαι ήδη την πολυσημία της λέξης. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μαρμάρινου τάφου και παρακείμενο κλαδεμένο δέντρο, ως προμετωπίδα στη σελ.6, σε βεβαιώνει για το περιεχόμενο.
Ο Β.Π.Καραγιάννης εκ Κοζάνης, ( από τα βορειο-δυτικά , όπως ο ίδιος πολλές φορές προσδιορίζει τη χωρική του θέση), είναι εκδότης και διευθυντής της πνευματικής επιθεώρησης ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ (που φέτος έκλεισε 40 χρόνια αδιάλειπτης και επιτυχημένης παρουσίας), πολυγραφότατος, άξιος και οξύνους συγγραφέας πολλών βιβλίων (συλλογές διηγημάτων, αφηγήσεις, χρονογραφίες, ημερολόγια, και δημοσιεύσεις σε ποικίλα έντυπα), υπηρέτησε το Βιβλίο από πολλές θέσεις και κυρίως από τη θέση του διευθυντή της Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης.
Το «Δυτικό κοιμητήριο», η δεύτερη ποιητική συλλογή του (« Εσωτερική βραδυπορία» η πρώτη) είναι μια περιδιάβαση «Φέρνω τα βήματα στην επικράτεια/ με τους κατοίκους του τελικού προορισμού» στο κοιμητήριο του χωριού του, την Λευκοπηγή Κοζάνης. Με τον ομώνυμο τίτλο το πεντάστιχο της αρχής, σαν πρόλογος μάς εισάγει στην αποτελούμενη από 10 συνολικά ποιήματα συλλογή:
Κοιτώ τις άσπρες πλάκες τους σταυρούς
Ονόματα, πλαστικά επί το πλείστον άνθη
Φωτογραφίες, φωτιές-ψυχές στα καντιλάκια
Κι ανάμεσά τους περπατώ εν σιωπή βοώσα
Και νοσταλγία σώματος εκκωφαντική…
Τακτικός επισκέπτης, ως φαίνεται, του τάφου του πατέρα του για τον οποίο γράφει το μεγαλύτερο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Πάσχος Β. Καραγιάννης»- που είναι το μόνο με αρίθμηση 1, μια ελεγεία σε 5 μέρη, πλούσια σε συναισθήματα πένθους και στοχασμό για την απώλεια και την απουσία. Αφηγείται, αλλά και συνομιλεί με τον γονιό του εναλλάσσοντας το πρώτο με το τρίτο, αλλά και το δεύτερο πρόσωπο. Ένα μικρό χαρακτηριστικό απόσπασμα του Μπ.Παστερνάκ, ως μότο μάς εισάγει στο ποίημα: «Προχωρούσαν, προχωρούσαν κι έψελναν/- Αιωνία η μνήμη-. Κι ακόμα κι όταν στέκονταν /έμοιαζε σα να συνέχιζαν να ψέλνουν…». Και όχι μόνο μας εισάγει, αλλά δίνει και τον τόνο και το ρυθμό εξαρχής μιας κατανυκτικής περιήγησης στο χώρο.
Μια άλλη «εσωτερική βραδυπορία», ένας εσωτερικός μονόλογος κι αυτή η ποιητική περιδιάβαση καθώς συνειρμικά και υπαινικτικά ανακαλεί και φράσεις ή στίχους του Ελύτη και τους εμπλέκει στην ποίησή του: “ Ήταν το 40 Σάββατο των «πτώσεων …/( το «Ύστερο των Σαββάτων)”…και
“« Ποια ψυχή φεύγει και μυρίζει/Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω..»/ 1
στα βόρειο « Δυτικά της λύπης» μας/ (Οδ.Ελ.)”
Υποβλητική η εικόνα του Κοιμητηρίου με τη σιωπή από τη μια (“Σιωπή μου εσύ…Μνημείο στην ψυχή χτισμένο” απαντούμε στην ελεγεία του Π.Βαλερύ), κι από την άλλη τον αέρα που μεταφορικά ή κυριολεκτικά με την παρουσία του “θερίζει” την πραγματικότητα ή ζωντανεύει μνήμες. Υπέροχοι ρυθμικοί και μουσικοί στίχοι. . Παραθέτω:
«Από το παραπόρτι στη λευκή σιωπή
Και είναι προς τη δύση της η ώρα…» στο 2
« Θέριζε ο αέρας πραγματικότητα
Καθώς περνούσε τα δάχτυλά του
Από τους σταυρούς των τάφων
Σφύριζαν τα κυπαρίσσια τρεμοπαίζαν
Σαν το διαπασών…»
« Μνήμη, η μνήμη του
Μόνο ο αέρας μιλάει πια…» στο 4
«Φύσηξε άνοιξη στα κυπαρίσσια…»
«..Με διαπέρασε αγέρας με ριπές μνήμης..» στο 5.
Βαθύ το αίσθημα της οδύνης από την απουσία και της λαχτάρας, της νοσταλγίας για μια συνάντηση “σωματική”, όπως γράφει στο πρώτο ποίημα. Μια εσωτερική συνομιλία είναι μια πνευματική ανύψωση και μια παρηγορία συνάμα, αλλά απουσιάζει το όλον, ο ίδιος ο άνθρωπος με τον οποίο συνδέσαμε τη ζωή μας και οικειωθήκαμε την πραγματικότητα και τις καθημερινές μας πράξεις.
« Σταυροπροσκυνοδενδρολίβανη μέρα
κρατώ στο χέρι και θέλω να σου τη χαρίσω…
Το τραπέζι της Κυριακής στρωμένο
Την σκιά σου έστω περιμένω…»
Σε άλλο ύφος, πιο αφηγηματικό, η περιδιάβαση συνεχίζεται με την παρουσίαση οχτώ αγαπημένων μεταστάντων, χαρακτηριστικών τύπων του χωριού του με τους οποίους τον συνδέουν αναμνήσεις και κοινά βιώματα. Ένα «εικονοστάσι» διαφορετικό, μια άλλη « ονομάτων επίσκεψις» καθώς τα οχτώ επόμενα ποιήματα φέρουν ως τίτλο τα ονόματά τους, με εξαίρεση το πρώτο «Αίσος ο Πάσχων», όπου μετατρέπει το όνομα Πασχάλη- Πάσχου με ένα ποιητικό λογοπαίγνιο (το λογοπαίγνιο άλλωστε προσμετράται στην ιδιότυπη γραφή του): «Μια ζωή στα μέσα κι έξω των ψυχιατρείων/Έντιμος και κύριος πρώτης γραμμής/στις συναλλαγές του εν γένει/ ο Πάσχος πάσχων Αίσος».
Ακολουθούν: Παπα- Παναγιώτης ημιάγιος, Κώστας Καραπάτσιος Αρεοπαγίτης, Παπα- Γιάννης Βατάλης, Γεώργιος Παρτώνας του Χαρισίου, Αριστοτέλης ( Καμάρας) Ζιάκας, Μανώλης Λίτσιος ( Μάκης) και Γεώργιος Κουτρώτσιος ψάλτης αριστερός.
Έμπειρος της γραφής ο Β.Π.Καραγιάννης και πλούσιος της ανάγνωσης παραδίδει στην αθανασία αυτά τα μικρά ποιητικά πορτρέτα, όχι απλά νεκρολογίες, αλλά περισσότερο ποιήματα- μικρές ελεγείες που σκιαγραφούν τους ανθρώπους εν ζωή, τις δραστηριότητες και το ήθος τους, όπου υποκρύπτεται η νοσταλγία για τον οικείο άνθρωπο, αλλά ενυπάρχει και το καυστικό ή ελαφρά ειρωνικό ή θυμοσοφικό σχόλιο με το ιδιότυπο γλωσσικό του ιδίωμα- μείξη καθαρεύουσας, (ακόμα και αρχαϊζουσας) με την καθομιλούμενη, την ντοπιολαλιά ή και με επινοημένες λέξεις. Με πυκνό στακάτο λόγο επισημαίνει τα χαρακτηριστικά τους, περιγράφει, αναφέρει μικρά περιστατικά και διαλόγους με ύφος χαρίεν . Ιδιαίτερες οι αναφορές σε ποδοσφαιρικές συναντήσεις και στιγμιότυπα που ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα κοιμητηρίου, αλλά και σε ταινίες και βιβλία. Αν και βαθιά θρησκευόμενος- διακριτή στο λόγο του και η Παπαδιαμάντεια επίδραση- δε διστάζει με το καυστικό του χιούμορ μικρές σχολιαστικές ανατροπές.
Στο Παπα-Παναγιώτης ημιάγιος, γράφει:
«Αυτός βαθύτατα θρησκευτικός φοιτητής θεολογίας/ Κι εν τούτοις εξτρέμ στον χωρικό Μέγα Αλέξανδρο/ εντρίπλαρε άχρι λιποθυμίας το Σταθήκα του Κένταυρου,…..
…. Πολυφαμελίτης, άγιος ( άντε ημιάγιος) άνθρωπος ,θα έλεγα …..
……Αρνήθηκε το εμβόλιο κόβιτ/ θα ζούσε ακόμα ο ευλογημένος!»
Χαρίεν επίσης το ύφος, καθώς ανακαλεί και μνημονεύει μικρά επεισόδια από την παιδική ή ενήλικη ζωή του που τον συνδέουν με τον απόντα: «Οι παιδικές μνήμες άσωστες στριμώχνονται».
«..διάβαζα αφλάδες χωμένες και χαμένες στο μπουντρούμι/ και μ’ ένα σπαθί, βαλκανικού πολέμου απομεινάρι,/ διέσχιζα τον αέρα ξιφομάχος του τίποτα.»
Ξεχωρίζουν οι αυτοαναφορικοί στίχοι σε πρώτο πρόσωπο, δηλωτικοί των τρυφερών του αισθημάτων, της αγάπης, αλλά και του κενού, της απουσίας και της μελαγχολίας τώρα, αναφορά ωστόσο χαμηλότονη και διακριτική
«Τον συλλογίζομαι με νοσταλγία σκιά δροσιάς/ το καλοκαίρι…» και αλλού
« Και πώς να λησμονήσω εκείνη την τρυφερή σκηνή;» ή
«Πίναμε μαζί καφέ στην Ζιακοπανάγω ότι τον αγαπούσα» και
« Τον θαύμαζα κάπως όταν συζητούσαμε/ αναστοχαστικά για την μετριοπάθεια/ και την εμβρίθειά του/ Μελετούσαμε με τον Απόσολο Κ. τη μνήμη του/ με ελεγχόμενη μελαγχολία»
Διακριτική είναι και η παρουσία της μάνας, η μόνη παρουσία γυναίκας, κυρίως στο πρώτο ποίημα- ελεγεία για τον πατέρα, που προσθέτει και εντείνει ωστόσο τον ελεγειακό τόνο : « Έφυγες σαν το κρύο νερό από τη Μάνα πηγή/ λέει η μάνα συνεχώς-/ κι ήσυχα πότισες τις αυλακιές της μνήμης…»
Δε γίνεται να μη σταθώ στην τεχνική και τον ιδιότυπο προσωπικό τρόπο γραφής του συγγραφέα Καραγιάννη, όπως το έχουμε γνωρίσει μέσα από τα πεζογραφήματά του, που θα έλεγα ότι τον τοποθετεί στους επιγόνους της «σχολής»-αν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για σχολή- της Θεσσαλονίκης. Ο συνειρμικός τρόπος άρθρωσης με παρεκβάσεις, ο εσωτερικός μονόλογος, η μεικτή γλώσσα και ο θρησκευτικός προσανατολισμός τον τοποθετούν κατά τη γνώμη μου κοντά στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη.2
Η περιδιάβαση στο « Δυτικό κοιμητήριο» συγκινεί- κι εμένα προσωπικά πολύ-, γιατί λειτουργεί ως ένα εσωτερικό σήμαντρο αφύπνισης αισθημάτων, είτε μνήμης είτε προειδοποίησης. Το νόημα πλατύνεται και μας αγκαλιάζει όλους. Ποιος δεν έχει αναστοχαστεί, δεν έχει ανακαλέσει στη μνήμη οικείους και αγαπημένους περιδιαβάζοντας στα κοιμητήρια; Ποιον δεν τον «διαπέρασε αγέρας με ριπές μνήμης»;
Ωστόσο ο αγέρας που « πνέει» σ’ αυτή την περιδιάβαση δεν είναι μόνο της στοχαστικής λύπης. Η ιλαρότητα που αποπνέουν οι μικρές λεπτομέρειες και κάποια περιστατικά της ζωής των οχτώ μεταστάντων, αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα πένθους και γίνονται μια κατάφαση στη ζωή. Γι’ αυτό άλλωστε θαρρώ πως ο ποιητής επιλέγει να κλείσει το τελευταίο πορτρέτο με την υπόμνηση της Ανάστασης. Γράφει:
« Με έθελγε πάντα το “Αναστάσεως ημέρα/ και λαμπρυνθώμεν…”που αυτός μόνον απέδιδε»
Αντίστοιχα με κατάφαση στη ζωή κλείνει και η Ελεγεία του Πωλ Βαλερύ:
«Σηκώνεται άνεμος!…Να ζήσω πρέπει τώρα!
Ανοιγοκλείνει το βιβλίο μου στον αγέρα,
Το κύμα σε κονιορτό πηδά στους βράχους!
Πετάξτε εκθαμβωτικές σελίδες πέρα!…»3
Σημειώσεις: 1. Οι στίχοι από τη συλλογή του Ελύτη: « Τα ελεγεία της Οξώπετρας», Ίκαρος,1991. «Δυτικά της Λύπης» τίτλος συλλογής του Ελύτη, Ίκαρος,1995
-
Βλ.σχετικά το εισαγωγικό σημείωμα του Γ.Αράγη στον Νίκο- Γαβριληλ Πεντζίκη στον Ζ’ τόμο της Μεσοπολεμικής πεζογραφίας, εκδ. Σοκόλη, σελ.48 κ.ε
-
Τους στίχους από το «Θαλασσινό κοιμητήρι» σε μετάφραση του Γιώργου Βαρθαλίτη άντλησα από το ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ τευχ.1
.