Όταν ξεφυλλίζεις τα δημοτικά τραγούδια, δοκιμάζεις ένα αίσθημα αιωνιότητας και απεραντοσύνης. Επιθυμείς να ζήσεις, να ερωτευτείς, να γεννήσεις παιδιά, να γίνεις μάνα, πατέρας, γαμπρός, να πας στον πόλεμο, να γυρίσεις από τη μάχη, κι ακόμα, να πεθάνεις, όπως στα τραγούδια.
Για ολόκληρες εποχές το δημοτικό τραγούδι ήταν για τον Αλβανό το χρονικό της ζωής του, η ιστορία, οι γνώσεις, η ηθική, η σοφία, αρχείο εθνικής μνήμης, μήνυμα που περνούσε από γενιά σε γενιά αντικαθιστώντας το σχολείο, τα βιβλία, τις εφημερίδες, το πανεπιστήμιο, την ακαδημία. Γιατί το δημοτικό τραγούδι δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, δεν κάνει πίσω. Η σιγουριά με την οποία απαντά σε προβλήματα φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, οικονομικά, πολιτικά, θρησκευτικά, ιστορικά, δεν το κάνει ξιπασμένο, αντιθέτως, φανερώνει τη σοφία και την επάρκειά του. Κι αυτή η σιγουριά απορρέει από μια χιλιόχρονη πείρα.
Αποτελούμενο από μπαλάντες, έπη, ιστορίες, παροιμίες, μοιρολόγια, νανουρίσματα, γνωμικά, συμβουλές, παράπονα, παιχνιδίσματα, το δημοτικό τραγούδι, περισσότερο από κάθε άλλο καλλιτεχνικό επίτευγμα, θυμίζει την κοσμική σκόνη από την οποία γεννήθηκαν και γεννιούνται οι πλανήτες.
Όμοια με μαγεμένο τοπίο, το δημοτικό τραγούδι έκανε τους ποιητές να χάνουν πάντα τα διακριτικά τους στοιχεία μόλις περνούσαν τα σύνορά του.
Το ποιητικό σύστημα του λαού είναι μια αυτοβιογραφία.
Μια αυτοβιογραφία, όμως, εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ισμαήλ Κανταρέ