Η βασίλισσα κούκλα
Πήγα γιατί εκείνη η κάρτα, η τόσο ιδιαίτερη, με έκανε να θυμηθώ την ύπαρξή της. Τη βρήκα σε ένα ξεχασμένο βιβλίο, οι σελίδες του οποίου είχαν διαφυλάξει το φάντασμα μιας παιδικής καλλιγραφίας. Τακτοποιούσα, μετά από πολύ καιρό που δεν το είχα κάνει, τα βιβλία μου. Πήγαινα από έκπληξη σε έκπληξη, αφού κάποια τοποθετημένα στα πιο ψηλά ράφια δεν τα είχα διαβάσει εδώ και πολύ καιρό. Μέρος από τη ράχη των σελίδων είχε τριφτεί, έτσι που στις ανοιχτές παλάμες μου έπεσε ένα μίγμα από χρυσόσκονη και γκριζωπά τρίμματα που έφερε στη μνήμη μου κάποια σώματα που κάλυπτε η πατίνα του χρόνου, ιδωμένα πρώτα στα όνειρα και μετά στην απογοητευτική πραγματικότητα της πρώτης παράστασης μπαλέτου στην οποία οδηγηθήκαμε. Ήταν ένα βιβλίο της παιδικής μου ηλικίας, όπως πιθανόν εκείνης πολλών παιδιών, και αφορούσε σε μια σειρά από διδακτικές ιστορίες, λίγο πολύ υπαινικτικές, που διέθεταν τo προσόν του να πέσουμε στα γόνατα των μεγαλύτερων από τους δικούς μας για να τους ρωτήσουμε μια και δυο φορές, γιατί; Για τα αγόρια που είναι δυστυχισμένα με τους γονείς τους, για τις κοπέλες που είναι αρπαγμένες από καβαλάρηδες και επιστρέφουν ντροπιασμένες στο σπίτι, έτσι όπως αυτές οι οποίες συχνά εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία, για τους γέρους που, προκειμένου να ανταλλάξουν μια υποθήκη που έχουν στην κατοχή τους, απαιτούν το χέρι της πιο νέας και γλυκιάς κόρης της οικογένειας που απειλείται. Γιατί; Δεν θυμάμαι τις απαντήσεις. Μόνο ξέρω ότι μέσα από τις κιτρινισμένες σελίδες έπεσε στριφογυρίζοντας μια λευκή κάρτα με τα τρομερά γράμματα της Αμιλάμια: Η Αμιλάμια δεν ξεχνά το φιλαράκι της και να με αναζητήσεις εδώ όπως σου το σχεδιάζω.
Και από πίσω υπήρχε το σχέδιο από ένα μονοπάτι που ξεκινούσε από το Χ που έπρεπε να δείχνει χωρίς αμφιβολία το παγκάκι όπου εγώ, ως νεαρός αντίθετος με την υποχρεωτική και βαρετή εκπαίδευση, ξεχνούσα το ωράριο των μαθημάτων και περνούσα αρκετές ώρες διαβάζοντας βιβλία που, παρότι δεν ήταν κατάλληλα για μένα, ωστόσο μου φαίνονταν ότι ήταν. Πώς λοιπόν θα αμφέβαλα ότι μόνον στη φαντασία μου μπορούσαν να εμφανίζονται όλες εκείνες οι διαδρομές, όλη εκείνη η αλληλογραφία, ο αγγελιαφόρος του τσάρου, όλοι εκείνοι οι νεαροί, λίγο νεώτεροι από εμένα που κωπηλατούσαν μια ολόκληρη μέρα πάνω σε μια φορτηγίδα κατά μήκος των μεγάλων ποταμών της Αμερικής; Στηριγμένος στο μπράτσο του πάγκου, σαν από χερούλι θαυματουργό, στην αρχή δεν άκουσα τα ανάλαφρα βήματα που, μετά το τρέξιμο στα χαλίκια του κήπου, σταμάτησαν πίσω μου. Ήταν η Αμιλάμια και δεν ήξερα πόσο καιρό με ακολουθούσε σιωπηλά, αν κάποιο απόγευμα με τη σκανταλιάρικη διάθεσή της δεν είχε αποφασίσει να με γαργαλήσει στο αυτί με τα φτερά ενός πουλιού που η μικρή φυσούσε πάνω μου με τα χείλια της φουσκωμένα και συνοφρυωμένη.
Ρώτησε το όνομά μου και μετά, αφού το θεώρησε πρέπον, με το πρόσωπο πολύ σοβαρό μου είπε το δικό της με ένα χαμόγελο, αν όχι αθώο, πάντως καθόλου επιτηδευμένο. Γρήγορα κατάλαβα ότι η Αμιλάμια είχε βρει, για να το πω έτσι, τη χρυσή τομή μιας έκφρασης μεταξύ της αφέλειας της ηλικίας της και των τρόπων μίμησης των ενηλίκων, που τα παιδιά με καλή διαπαιδαγώγηση πρέπει να γνωρίζουν κυρίως κατά τις επίσημες στιγμές των συστάσεων και του αποχαιρετισμού. Η σοβαρότητα της Αμιλάμια μάλλον ήταν ένα χάρισμα της φύσης της σε αντίθεση με τις στιγμές του αυθορμητισμού της που φαίνονταν διδαγμένες. Θέλω να θυμηθώ ένα προς ένα τα απογεύματα σε μια διαδοχή από συγκεκριμένες εικόνες που θα καταλήξουν στο να σχηματίσω ολόκληρη την Αμιλάμια. Και δεν παύει να με εκπλήσσει που δεν μπορώ να την σκεφτώ, όπως πραγματικά ήταν ή όπως αληθινά κινούταν, ανάλαφρη, ερωτηματική, κοιτώντας ασταμάτητα από εδώ και από εκεί. Έτσι είμαι υποχρεωμένος να την θυμάμαι ακίνητη για πάντα, όπως σε ένα λεύκωμα. Η Αμιλάμια από μακριά, ένα σημαδάκι σε ένα μέρος όπου η πλαγιά κατέβαινε μέχρι τη λίμνη, ως το λιβάδι με τα τριφύλλια που εγώ διάβαζα καθισμένος στο παγκάκι. Ένα μέρος σκιερό και ηλιόλουστο εναλλάξ και ένα χεράκι να με χαιρετάει από εκεί πάνω. Η Αμιλάμια να έχει σταματήσει όπως κατέβαινε την πλαγιά με τη λευκή χυτή φούστα και τις λουλουδάτες φουφούλες δεμένες στα μπουτάκια της με κορδόνια, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια μισόκλειστα γιατί ο αέρας θέριζε στο δρόμο της και το κοριτσάκι δάκρυζε από ευχαρίστηση. Η Αμιλάμια καθισμένη κάτω από τους ευκαλύπτους, να προσποιείται ότι κλαίει για να πάω κοντά της. Η Αμιλάμια μπρούμυτα με ένα λουλούδι στο χέρι .Τα πέταλα από ένα γιούλι που αργότερα ανακάλυψα ότι δεν φύτρωνε σε εκείνο το πάρκο αλλά σε άλλο μέρος, ίσως στον κήπο του σπιτιού της Αμιλάμια, αφού ερχόταν συχνά με τη μοναδική τσέπη της ποδίτσας της με τα μπλέ καρρώ γεμάτη από αυτά τα λευκά λουλούδια. Η Αμιλάμια ακίνητη με τα δυο της χεράκια στα μπράτσα του πράσινου πάγκου να με βλέπει να διαβάζω, να με κοιτάζει εξεταστικά με τα γκρίζα της μάτια. Θυμάμαι ότι ποτέ δεν με ρώτησε τι διάβαζα, λες και μπορούσε να μαντέψει στα μάτια μου τις εικόνες που γεννιούνταν μέσα από τις σελίδες. Η Αμιλάμια να γελάει από ευχαρίστηση, όταν εγώ σηκωνόμουν από τη θέση μου και την στριφογύριζα πάνω από το κεφάλι μου και αυτή έμοιαζε να ανακαλύπτει μια άλλη οπτική του κόσμου σε αυτό το αργό πέταγμα. Η Αμιλάμια να μου γυρίζει την πλάτη και να με αποχαιρετάει με το χέρι ψηλά ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλά της. Και η Αμιλάμια στις χίλιες πόζες που έπαιρνε γύρω από τον πάγκο μου. Με το κεφάλι κάτω και τα πόδια με τα φουσκωτά παντελονάκια στον αέρα . Καθισμένη σταυροπόδι πάνω στο γαρμπίλι και το πηγούνι ακουμπισμένο στις παλάμες της. Ξαπλωμένη ανάσκελα να εκθέτει τον αφαλό της στον ήλιο. Πλέκοντας κλαδιά από τα δέντρα, σχεδιάζοντας ζώα στη λάσπη με μια βέργα, να γλύφει τα κάγκελα του πάγκου, κρυμμένη κάτω από το κάθισμα, να σπάζει χωρίς να μιλάει τα πεσμένα κλαδιά από τα γέρικα δέντρα, να κοιτάζει προσηλωμένη στον ορίζοντα πέρα στο λόφο, να σιγοτραγουδάει με τα μάτια κλειστά, να μιμείται τις φωνές από τα πουλιά, τους γάτους, τους σκύλους, τις κότες, τα άλογα. Όλα για μένα από την πλευρά της και φυσικά από την πλευρά μου τίποτα για μένα. Όλα αυτά που θυμάμαι ήταν ο τρόπος της να βρίσκεται μαζί μου αλλά και ο τρόπος της να είναι μονάχη στο πάρκο. Ναι. Ίσως να την θυμάμαι αποσπασματικά γιατί το διάβασμά μου εναλλασσόταν με το να παρατηρώ το στρουμπουλό κοριτσάκι με τα ίσια μαλλιά που άλλαζαν χρώμα ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως. Άλλοτε αχυρένιο άλλοτε καστανοκόκκινο. Και μόνο σήμερα σκέφτομαι ότι η Αμιλάμια εκείνη την εποχή αποτελούσε το άλλο στήριγμα της ζωής μου, όπου γεννιόταν η ένταση ανάμεσα στη δική μου αναποφάσιστη παιδική ηλικία και στον ανοιχτό κόσμο, στη γη της επαγγελίας που άρχιζε να γίνεται δική μου μέσα από το διάβασμα.
Τότε όχι. Τότε ονειρευόμουν τις γυναίκες των βιβλίων μου, τα θηλυκά, η λέξη με αποδιοργάνωνε, που πρόσθεταν τη μάσκα της βασίλισσας με μυθολογικές εφευρέσεις για να αγοράσουν ένα κολιέ στα κρυφά. Μισές αναγνωρίσιμες υπάρξεις, μισές σαλαμάνδρες με άσπρα στήθη και υγρές κοιλιές που περίμεναν τους μονάρχες στο κρεβάτι τους. Και έτσι, χωρίς να το καταλάβω, πέρασα από την αδιαφορία για την παιδική μου συντροφιά στην αποδοχή της χαριτωμένης και σοβαρής παιδούλας και από εκεί σε μια απερίσκεπτη απόρριψη εκείνης της ανώφελης παρουσίας. Έφτασα να νευριάσω με τον εαυτό μου που ήμουν πια δεκατεσσάρων χρόνων και με εκείνο το κοριτσάκι των εφτά χρόνων, που δεν ήταν ακόμη η ανάμνηση και η νοσταλγία της αλλά το παρελθόν και η πραγματικότητά του.
Μου μιλά αφήνοντας να ανιχνεύω μια αδυναμία.
Μαζί είχαμε τρέξει πιασμένοι από το χέρι στο λιβάδι. Μαζί είχαμε ταρακουνήσει τα πεύκα και μαζέψει τα κουκουνάρια που η Αμιλάμια φύλαγε επιμελώς στην τσέπη της ποδιάς της. Μαζί είχαμε φτιάξει βαρκάκια από χαρτί για να τα ακολουθήσουμε από την όχθη του καναλιού που πότιζε το πάρκο γεμάτοι χαρά. Και εκείνο το απόγευμα, όταν κυλιόμασταν μαζί από το λόφο με ξεφωνητά χαράς και γλυστρούσαμε στους πρόποδες, η Αμιλάμια πάνω στο στήθος μου, τα μαλλιά του κοριτσιού στα χείλη μου, ένιωσα το λαχάνιασμά της στο αυτί μου και τα μπρατσάκια της κολλημένα όλο γλύκα γύρω από το λαιμό μου. Τότε ενοχλημένος της τράβηξα τα μπράτσα και την άφησα να πέσει. Η Αμιλάμια έκλαψε χαϊδεύοντας το γόνατο και τον αγκώνα της που είχαν πληγωθεί και εγώ γύρισα στο παγκάκι μου. Μετά η Αμιλάμια έφυγε και την επομένη επέστρεψε και μου έβαλε στα χέρια ένα χαρτί χωρίς να πει λέξη και χάθηκε σιγοτραγουδώντας στο δάσος. Δίστασα ανάμεσα στο να σκίσω την κάρτα ή να τη φυλάξω στις σελίδες του βιβλίου Τα απογεύματα στην αγροικία. Μέχρι και τα διαβάσματά μου φαίνονταν παιδιαρίσματα κοντά στην Αμιλάμια. Εκείνη δεν ξανάρθε στο πάρκο. Εγώ σε λίγες μέρες έφυγα για διακοπές και μετά επέστρεψα στις υποχρεώσεις του πρώτου έτους του Λυκείου. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Και τώρα, απορρίπτοντας σχεδόν την εικόνα που είναι ασυνήθιστη χωρίς να είναι φανταστική και επειδή είναι αληθινή είναι πιο οδυνηρή, επιστρέφω σε αυτό το ξεχασμένο πάρκο και έχοντας σταματήσει μπροστά στην αλέα με τα πεύκα και τους ευκαλύπτους, αντιλαμβάνομαι πόσο μικρός είναι ο δασώδης περίβολος που η ανάμνησή μου έχει επιμείνει στο να τον σχεδιάζει με μια ευρύτητα που μπορούσε να δώσει έκταση στην πλημμυρίδα της φαντασίας μου. Εκεί λοιπόν είχαν γεννηθεί, μιλώντας και πεθαίνοντας ο Στρογγόφ και ο Χάκλμπερρυ, η Μιλαίδη ντε Γουίντερ και η Γενοβέφα ντε Μπραμπάντε. Σε ένα μικρό κήπο τριγυρισμένο με σκουριασμένα κάγκελα, φυτεμένο με λιγοστά γέρικα και αφρόντιστα δέντρα, στολισμένο μόλις με ένα τσιμεντένιο παγκάκι απομίμηση ξύλου και που με υποχρεώνει να σκέφτομαι ότι το όμορφο παγκάκι από χυτοσίδηρο, βαμμένο πράσινο, ποτέ δεν υπήρχε ή ήταν μέρος της αποφασισμένης παραληρηματικής μου αναδρομής. Και ο λόφος… Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι ήταν λόφος εκείνο το ύψωμα που η Αμιλάμια κατέβαινε και ανέβαινε στους καθημερινούς της περιπάτους; Και η πλαγιά που υψωνόταν από όπου κατρακυλούσαμε μαζί; Μόλις μια κλίση του χορτολίβαδου χωρίς μεγαλύτερη ανηφόρα από αυτή που η μνήμη μου ήθελε να του δώσει.
Με βρίσκεις εδώ όπως σου το σχεδιάζω. Τότε θα είχα να περάσω τον κήπο να αφήσω πίσω το δάσος, να κατέβω με τρεις δρασκελιές την ανάβαση, να διασχίσω αυτό το μικρό κάμπο με τις φουντουκιές, ήταν εκεί οπωσδήποτε όπου το κοριτσάκι μάζευε τα άσπρα λουλούδια, να ανοίξω το κιγκλίδωμα του πάρκου που έτριζε και αμέσως να θυμηθώ, να γνωρίσω, να βρεθώ στο δρόμο, να αντιληφθώ ότι όλα εκείνα τα απογεύματα της εφηβείας, σαν από θαύμα, είχαν καταφέρει να μειώσουν τον παλμό της πόλις που με περιέβαλε, να ακυρώσουν αυτή τη ζάλη από τα κορναρίσματα, τις κωδωνοκρουσίες, τις φωνές, τα κλάματα, τις μηχανές, τα ραδιόφωνα, τις κατάρες. Ποιος ήταν ο αληθινός μαγνήτης; Ο σιωπηλός κήπος ή η πυρέσσουσα πόλη; Περιμένω να αλλάξει το φανάρι και περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο χωρίς να σταματήσω να κοιτάζω το κόκκινο φανάρι που σταματάει την διέλευση. Συμβουλεύομαι το χαρτάκι της Αμιλάμια. Στο κάτω κάτω αυτό το υποτυπώδες σχέδιο είναι ο αληθινός μαγνήτης στο παρόν που ζω και μόνο να το σκέφτομαι με υπερβαίνει. Η ζωή μου, μετά τα χαμένα απογεύματα των δεκατεσσάρων χρόνων, φαινόταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει τα ρεύματα της επιστήμης, και τώρα στα εικοσιεννιά υποχρεωτικά διπλωματούχος, κάτοχος ενός γραφείου που το ασφαλίζει μια ταπεινή είσοδος, εργένης ακόμα χωρίς οικογένεια να συντηρώ ,να πλήττω ελαφρώς, να πλαγιάζω με γραμματείς, ελάχιστα να με συναρπάζει κάποια ευκαιριακή έξοδος στη θάλασσα ή στην εξοχή, να μου λείπει ένα κέντρο ενδιαφέροντος όπως αυτά που κάποτε μου πρόσφεραν τα βιβλία μου, το πάρκο και η Αμιλάμια.
Προχωρώ στο δρόμο αυτού του εκτεταμένου και γκρίζου προαστίου. Τα μονώροφα σπίτια με τα μεγάλα καγκελόφραχτα παράθυρα και τις ξεβαμμένες εξώπορτες διαδέχονται μονότονα το ένα το άλλο. Μετά βίας ο θόρυβος από κάποια δραστηριότητα σπάει την πανομοιότητα του συνόλου. Ο συριγμός από κάποιο ακονιστήριο εδώ, το σφυρί ενός τσαγκάρη πιο πέρα. Στις περιφραγμένες πλαϊνές αυλές παίζουν τα παιδιά της γειτονιάς. Η μουσική από μια λατέρνα φτάνει στα αυτιά μου ανακατεμένη με τις φωνές των παιδιών. Σταματώ μια στιγμή να τα δω με την αίσθηση, φευγαλέα επίσης, ότι ανάμεσα στις παρέες αυτών των παιδιών θα βρισκόταν η Αμιλάμια δείχνοντας χωρίς να ντρέπεται τις λουλουδάτες φουφούλες της κρεμασμένη σε ένα μπαλκόνι από τα πόδια, επιρρεπής πάντα στις ακροβατικές της εκκεντρικότητες, με την τσέπη της ποδιάς της γεμάτη από λευκά λουλούδια. Χαμογελώ και για πρώτη φορά θέλω να φανταστώ τη σενιορίτα των εικοσιδύο χρόνων η οποία, εάν ακόμη μένει στη σημειωμένη διεύθυνση, θα γελάσει με τις αναμνήσεις μου ή πιθανόν να έχει ξεχάσει τα απογεύματα που περάσαμε στο πάρκο.
Το σπίτι είναι πανομοιότυπο με τα διπλανά. Η εξώπορτα, δυο παράθυρα με κάγκελα και τα παντζούρια κλειστά. Ένα μόνο πάτωμα που το στεφανώνει ένα ψεύτικο νεοκλασσικό στηθαίο που πρέπει να κρύβει τα αναγκαία της ταράτσας. Τα απλωμένα ρούχα, τα ντεπόζιτα νερού, το δωμάτιο υπηρεσίας, το κοτέτσι. Πριν χτυπήσω το κουδούνι, θέλω να διώξω από το μυαλό μου οποιαδήποτε ψευδαίσθηση. Η Αμιλάμια δεν ζει πια εδώ. Γιατί θα παρέμενε εδώ στο ίδιο σπίτι για δεκαπέντε χρόνια; Επιπλέον, παρά την πρόωρη ανεξαρτησία της και τη μοναχικότητά της, φαινόταν ένα κορίτσι καλά διαπαιδαγωγημένο και περιποιημένο και τώρα αυτή η γειτονιά δεν είναι πια κομψή. Οι γονείς της Αμιλάμια χωρίς αμφιβολία θα έχουν μετακομίσει. Πιθανόν όμως οι καινούργιοι ένοικοι να γνωρίζουν για πού.
Χτυπώ το κουδούνι και περιμένω. Ξαναχτυπάω. Αυτή είναι μια άλλη πιθανότητα, κανένας να μη βρίσκεται στο σπίτι. Και εγώ θα νιώσω ξανά την ανάγκη να ψάξω τη μικρή μου φίλη; Όχι, γιατί δεν θα είναι δυνατόν να ανοίξω ένα βιβλίο της εφηβείας μου και να βρω από τύχη το γράμμα της Αμιλάμια. Θα επέστρεφα στην καθημερινότητα, θα ξεχνούσα τη στιγμή που είχε αξία μονάχα για την φευγαλέα της έκπληξη.
Ξαναχτυπάω. Βάζω αυτί στην εξώπορτα και ξαφνιάζομαι. Μια αναπνοή βαθειά και λαχανιασμένη ακούγεται από την μέσα πλευρά. Η εκπνοή δύσκολη που συνοδεύεται από μια δυσάρεστη μυρωδιά από παλιό καπνό φιλτράρεται μέσα από τους σκεβρωμένους ταμπλάδες του διαδρόμου.
-Καλησπέρα. Θα μπορούσατε να μου πείτε…;
Στο άκουσμα της φωνής μου, το άτομο απομακρύνεται με βήματα βαριά και αβέβαια. Χτυπάω πάλι το κουδούνι φωνάζοντας αυτή τη φορά:
-Ακούστε! Μου ανοίγετε! Τι σας συμβαίνει; Δεν με ακούτε;
Δεν παίρνω απάντηση. Συνεχίζω να χτυπάω το κουδούνι χωρίς αποτέλεσμα. Απομακρύνομαι από την εξώπορτα, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από τα μικροσκοπικά κάγκελα λες και η απόσταση θα μπορούσε να μου δώσει προοπτική και μαζί εισχώρηση. Με κάθε προσοχή προσηλώνομαι σε αυτήν την αναθεματισμένη πόρτα, διασχίζω το δρόμο πισωπατώντας. Μια δυνατή κραυγή που ακολουθείται από ένα παρατεταμένο και άγριο κορνάρισμα με σώζει έγκαιρα, ενώ εγώ ζαλισμένος αναζητώ τον άνθρωπο του οποίου η φωνή μόλις με έσωσε, βλέπω μόνο το αυτοκίνητο που απομακρύνεται στο δρόμο. Πιάνομαι από έναν φανοστάτη, από μια λαβή που περισσότερο από σιγουριά μου προσφέρει ένα είδος συμπαράστασης για το επόμενο βήμα, ενώ το αίμα μου παγώνει και το δέρμα καίει λουσμένο στον ιδρώτα. Κοιτάζω προς το σπίτι που υπήρξε, ήταν, θα έπρεπε να είναι της Αμιλάμια. Εκεί πίσω από τα κάγκελα, όπως ήξερα, ανεμίζουν απλωμένα ρούχα. Δεν ξέρω τι είναι, νυχτικά, πιζάμες, μπλούζες δεν ξέρω. Εγώ βλέπω αυτή τη μικρή ποδιά με τα μπλε καρώ απλωμένη που ανεμίζει πιασμένη με μανταλάκια στο μακρύ σκοινί ανάμεσα σε μια σιδερένια μπάρα και σε μια πρόκα στον άσπρο τοίχο στην ταράτσα.
Στο Υποθηκοφυλακείο μου έχουν πει ότι αυτό το οικόπεδο είναι καταγεγραμμένο στο όνομα κάποιου κυρίου Ρ. Βαλβίδια ο οποίος εκμισθώνει το σπίτι. Σε ποιόν; Αυτό δεν το ξέρουν. Ποιος είναι ο Βαλβίδια; Έχει δηλώσει έμπορος. Πού μένει; Εσείς ποιος είστε; Με ρώτησε η δεσποινίς με περιέργεια και υπεροψία . Δεν έχω μάθει να συστήνομαι με ηρεμία και βεβαιότητα. Ο ύπνος δεν με χαλάρωσε από την υπερένταση. Βαλβίδια. Βγαίνω από το Υποθηκοφυλακείο και ο ήλιος με ενοχλεί. Συνδέω την αποστροφή ,που μου προκαλεί ο εξεταστικός και θαμπός από τα χαμηλά σύννεφα ήλιος και για αυτό πιο δυνατός, με την επιθυμία να επιστρέψω στο σκιερό και δροσερό πάρκο. Όχι, δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η επιθυμία να μάθω αν η Αμιλάμια ζει σε αυτό το σπίτι και γιατί μου αρνήθηκε να περάσω. Αυτό που πρέπει να απορρίψω όμως αμέσως είναι η παράλογη ιδέα που δεν με άφησε να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Έχοντας δει την ποδιά να στεγνώνει στην ταράτσα, την ίδια στην τσέπη της οποίας φύλαγε τα λευκά λουλούδια και εξ αυτού πίστεψα ότι σε αυτό το σπίτι θα έμενε ένα κοριτσάκι εφτά χρόνων που εγώ είχα γνωρίσει δεκατέσσερα ή δεκαπέντε χρόνια πριν… Θα είχε μια κορούλα. Βέβαια. Η Αμιλάμια στα εικοσιδύο της χρόνια ήταν μητέρα ενός κοριτσιού που πιθανόν το έντυνε το ίδιο, θα της έμοιαζε, θα επαναλάμβανε τα ίδια παιγνίδια. Ποιος ξέρει; Θα πήγαινε στο ίδιο πάρκο. Με αυτές τις σκέψεις ξανάρχομαι στην ίδια εξώπορτα. Χτυπώ το κουδούνι και περιμένω το οξύ τρίξιμο από την μέσα πλευρά της πόρτας. Έχω κάνει λάθος. Ανοίγει την πόρτα μια γυναίκα που δεν θα είναι πάνω από πενήντα χρόνων. Τυλιγμένη με ένα σάλι, ντυμένη στα μαύρα με παπούτσια χαμηλοτάκουνα, άβαφτη με τα μαλλιά γκρίζα πιασμένα πίσω, μοιάζει να έχει παραιτηθεί από κάθε φιλαρέσκεια με πρόσχημα να φαίνεται νεώτερη και με παρατηρεί με μάτια σχεδόν άγρια και τόσο αδιάφορα.
-Τι θα θέλατε;
-Με στέλνει ο κύριος Βαλβίδια. Βήχω και περνάω το χέρι στα μαλλιά μου. Έπρεπε να πάρω το χαρτοφύλακά μου από το Γραφείο. Καταλαβαίνω ότι χωρίς αυτόν δεν θα παίξω καλά το ρόλο μου.
-Ο Βαλβίδια; Η γυναίκα με ρωτάει χωρίς να ανησυχήσει, αδιάφορα.
-Ναι, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
Ένα πράγμα είναι φανερό. Η γυναίκα δεν θα αφήσει να φανεί τίποτα στο πρόσωπό της. Με κοιτάζει ατάραχη.
-Α ναι. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
-Μου επιτρέπετε;…
Νομίζω ότι στα κακά θεατρικά έργα ο εμπορικός εισπράκτορας έβαζε το πόδι του μπροστά για να εμποδίσει να του κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Κάνω το ίδιο, η κυρία όμως κάνει στην άκρη και με μια κίνηση του χεριού της με προσκαλεί να περάσω εκεί που θα έπρεπε να ήταν το αμαξοστάσιο. Στο πλάι υπάρχει μια ξεβαμμένη πόρτα από κρύσταλλο και ξύλο. Προχωρώ προς τα εκεί πάνω στα κίτρινα πλακάκια του κήπου, στην είσοδο και ξαναρωτάω γυρίζοντας προς την κυρία που με ακολουθεί με αργό βήμα.
-Από εδώ;
Η κυρία στέκεται και για πρώτη φορά παρατηρώ ότι ανάμεσα στα χέρια της κρατάει μια καμάντουλα με την οποία παίζει ασταμάτητα.Δεν έχω ξαναδεί αυτά τα παλιά ροσάρια από τότε που ήμουν παιδί και θέλω να το σχολιάσω αλλά ο σκαιός και κοφτός τρόπος με τον οποίο η κυρία ανοίγει την πόρτα αποκλείει κάθε ευχάριστη συνομιλία. Μπαίνουμε σε έναν χώρο στενό και μακρύ. Η κυρία βιάζεται να ανοίξει τα παντζούρια αλλά η κατοικία εξακολουθεί να είναι σκιερή από τα τέσσερα αειθαλή φυτά που είναι φυτεμένα σε γλάστρες από πορσελάνη με ένθετα κομματάκια από γυαλί. Στη σάλα υπάρχει μόνο ένας παλιός καναπές με ψιλή πλάτη ρελιασμένο με τρέσα και μια κουνιστή πολυθρόνα. Όμως δεν είναι τα λιγοστά έπιπλα ή τα φυτά αυτό που τραβάει την προσοχή μου. Η κυρία με προσκαλεί να καθίσω στον καναπέ ενώ η ίδια κάθεται στην πολυθρόνα.
Πλάι μου πάνω στο τραπέζι υπάρχει ανοιγμένο ένα περιοδικό.
-Ο κύριος Βαλβίδια ζητάει συγγνώμη που δεν ήρθε ο ίδιος προσωπικά.
Η κυρία στη πολυθρόνα της κουνιέται μπρος πίσω χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Κοιτάζω κλεφτά το περιοδικό με τα αστεία καρτούν.
-Σας στέλνει χαιρετισμούς και…
Σταματώ περιμένοντας μια αντίδραση εκ μέρους της γυναίκας. Εκείνη εξακολουθεί το μπρος πίσω στην πολυθρόνα της. Το περιοδικό είναι μουτζουρωμένο με ένα κόκκινο μολύβι.
-… και μου ζητάει να σας ενημερώσω ότι πρὀκειται να σας επισκεφτεί σε λίγες ημέρες…
Κοιτάζω ερευνητικά στα γρήγορα.
-Πρέπει να γίνει μια καινούργια εκτίμηση του σπιτιού για το κτηματολόγιο. Φαίνεται ότι δεν έχει γίνει από το… Εσείς μένετε εδώ…;
Ναι. Αυτό το μολύβι χειλιών χωρίς μύτη βρίσκεται πεταμένο κάτω από το κάθισμα. Και αν η κυρία χαμογελάει το κάνει με τα χέρια που χαϊδεύουν αργά το παλιό ροσάριο. Εδώ αισθάνομαι για μια στιγμή μια φευγαλέα κοροϊδία που δεν αρκεί να αναστατώσει τα χαρακτηριστικά της. Ούτε αυτή τη φορά μου απαντάει.
-… Τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια…;
Δεν το επιβεβαιώνει. Δεν το αρνείται. Και στα χλωμά και λεπτά της χείλη δεν υπάρχει το παραμικρό ίχνος κραγιόν.
-…Εσείς, ο σύζυγός σας και…;
Με κοιτάζει επίμονα χωρίς να αλλάξει έκφραση σχεδόν προκαλώντας με να συνεχίσω. Μένουμε για μια στιγμή σιωπηλοί, εκείνη παίζοντας το ροσάριο και εγώ γερμένος προς τα εμπρός με τα χέρια πάνω στα γόνατα. Σηκώνομαι.
-Τότε θα ξανάρθω αργότερα αυτό το απόγευμα με τα χαρτιά μου…
Η κυρία εξακολουθεί να κάθεται, ενώ σιωπηλά μαζεύει το μολύβι των χειλιών, παίρνει το περιοδικό με τα κόμικς και το κρύβει στις πτυχές από το σάλι της.
Η σκηνή δεν έχει αλλάξει. Το ίδιο απόγευμα, ενώ εγώ βάζω φανταστικές υπογραφές σε ένα τετράδιο και δείχνω ενδιαφέρον στο να εκτιμήσω την ποιότητα από τα αδιαφανή ξύλινα χωρίσματα του διαμερίσματος και την επιφάνεια της κατοικίας, η κυρία στην πολυθρόνα της κουνιέται μπρος πίσω και μετράει με τα δάχτυλά της τις τρεις δεκάδες χάντρες του ροσάριου. Ψιθυρίζω στο τέλος το υποτιθέμενο εμβαδόν της σάλας και της ζητώ να προχωρήσουμε στα άλλα δωμάτια του σπιτιού. Η κυρία σηκώνεται στηρίζοντας τα μακριά μαύρα χέρια της στο κάθισμα της πολυθρόνας και σιάζοντας το σάλι στην όρθια κοκκαλιάρικη ράχη της.
Ανοίγει την πόρτα με αδιαφανές τζάμι και μπαίνουμε στην τραπεζαρία που είναι κατά τι πιο επιπλωμένη. Ωστόσο το τραπέζι με πόδια από σωλήνα και οι τέσσερες καρέκλες από νίκελ και αφρό καουτσούκ δεν διέφεραν σε τίποτα από τα έπιπλα της σάλας. Το άλλο παράθυρο με σιδεριά και με τα παντζούρια κλειστά επίσης πρέπει να φωτίζει κάποιες στιγμές την τραπεζαρία χωρίς κομόντα ή εταζέρες και τους γυμνούς τοίχους. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει μόνο μια πλαστική φρουτιέρα με ένα τσαμπί μαύρο σταφύλι, δυο ροδάκινα και ένας σμήνος από μύγες που στριφογυρίζουν βουίζοντας. Η κυρία με τα χέρια σταυρωμένα και το πρόσωπο ανέκφραστο σταματάει πίσω μου. Τολμώ να σπάσω την σειρά. Είναι φανερό πως οι κοινοί χώροι του σπιτιού δεν θα μου πουν τίποτε για αυτό που θέλω να μάθω.
-Δεν θα μπορούσαμε να ανεβούμε στην ταράτσα; Ρωτάω. Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να μετρήσω την ολική επιφάνεια.
Η κυρία με κοιτάζει με μια λάμψη διερευνητική στα μάτια, ίσως από το λιγοστό φως της τραπεζαρίας.
-Για πιο πράγμα; λέει στο τέλος. Την έκταση την γνωρίζει καλά ο κύριος … Βαλβίδια…
Και αυτές οι παύσεις πριν και μετά το όνομα του ιδιοκτήτη είναι οι πρώτες ενδείξεις ότι κάτι σίγουρα ενοχλεί την κυρία και την υποχρεώνει σε άμυνα και να εκφράζεται με μια κάποια ειρωνεία.
-Δεν γνωρίζω, κάνω μια προσπάθεια να χαμογελάσω. Μάλλον προτιμώ να πάω από πάνω προς τα κάτω και όχι… ,το ψεύτικο χαμόγελό μου πάει να σβήσει,… από κάτω προς τα πάνω.
-Εσείς θα ακολουθήσετε τις υποδείξεις μου, λέει η κυρία με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος και τον ασημένιο σταυρό πάνω στη σκούρα ποδιά της.
Πριν χαμογελάσω αχνά υποχρεώνομαι να σκεφτώ ότι στο μισοσκόταδο οι εκφράσεις μου είναι ανώφελες ούτε καν συμβολικές. Ανοίγω με ένα τρίξιμο της βιβλιοδεσίας το τετράδιο και συνεχίζω να σημειώνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, χωρίς να παίρνω τη ματιά μου, τους αριθμούς και τις εκτιμήσεις που επιβάλλει το καθήκον, του οποίου η επινόηση προδίδεται από το ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλα και η ανάλογη ξηρότητα του στόματος δεν ξεγελά κανέναν. Και αφού γεμίσω τη σελίδα με τα τετραγωνάκια από παράλογα σημάδια από τετραγωνικές ρίζες και αλγεβρικούς τύπους, διερωτώμαι πιο πράγμα με εμποδίζει να πάω στην ουσία του θέματος, να ρωτήσω για την Αμιλάμια και να φύγω από εδώ με μια ικανοποιητική απάντηση. Τίποτα. Και ωστόσο έχω τη βεβαιότητα ότι από εδώ ,ακόμη κι αν απεκόμιζα μια πληροφορία, δεν θα μάθαινα την αλήθεια. Η λεπτή και σιωπηλή συνοδός μου έχει μια σιλουέτα που στο δρόμο δεν θα σταματούσα να την κοιτάξω, αυτό όμως το κακόγουστο ενοικιαζόμενο σπίτι με απόντες τους κατοίκους αρκείται σε ένα ανώνυμο πρόσωπο της πόλης για να μετατραπεί σε ένα συνηθισμένο τόπο μυστηρίου. Αυτό είναι το παράδοξο και εάν οι αναμνήσεις από την Αμιλάμια έχουν διεγείρει άλλη μια φορά την διάθεση της φαντασίας μου, θα ακολουθήσω τους κανόνες του παιγνιδιού, θα εξαντλήσω τα φαινόμενα και δεν θα παραιτηθώ μέχρι να βρω την απάντηση, ίσως απλή και καθαρή, άμεση και προφανή, μέσα από τα ανέλπιστα πέπλα που η κυρία με το ροσάριο απλώνει στο πέρασμά μου. Κάνω στην απρόθυμη οικοδέσποινά μου μια παράξενη χάρη; Αν είναι έτσι μόνο ,θα ευχαριστηθώ περισσότερο στο λαβύρινθο της επινόησής μου. Οι μύγες πετούν βουίζοντας γύρω από τη φρουτιέρα, κάθονται όμως πάνω σε εκείνο το σημείο του ροδάκινου που είναι πληγωμένο, πλησιάζω με το πρόσχημα των σημειώσεων, αυτό το δαγκωμένο κομματάκι από κάποια δοντάκια που έχουν αφήσει τα ίχνη τους στη βελούδινη φλούδα και στη κιτρινωπή σάρκα του φρούτου. Δεν κοιτάζω προς τα εκεί που στέκεται η κυρία. Προσηλώνομαι και εξακολουθώ να σημειώνω. Το φρούτο μοιάζει δαγκωμένο αλλά χωρίς να το έχει αγγίξει κάποιος. Σκύβω για να το δω καλύτερα, ακουμπάω τα χέρια στο τραπέζι, φέρνω μπροστά τα χείλια σαν να ήθελα να επαναλάβω την κίνηση να δαγκώσω χωρίς να πιάσω. Κατεβάζω το βλέμμα και βλέπω άλλο ίχνος κοντά στα πόδια μου, αυτό από δύο ρόδες που μου φαίνονται από ποδήλατο, δυο γραμμές από ελαστικό αποτυπωμένες πάνω στο ξύλινο ξεβαμμένο πάτωμα που φτάνουν ως την άκρη του τραπεζιού και μετά απομακρύνονται όλο και πιο αχνές κατά μήκος του πατώματος προς τα εκεί που στέκεται η κυρία…
Κλείνω το βιβλίο με τις σημειώσεις.
-Συνεχίζουμε κυρία.
Γυρίζοντας να την δω την βρίσκω όρθια με τα χέρια στην πλάτη μιας αναπηρικής πολυθρόνας, μπροστά της καθισμένος φυσάει τον καπνό του μαύρου τσιγάρου του ένας άντρας με γερτούς ώμους και αόρατη ματιά. Τα μάτια του είναι κρυμμένα στα ρυτιδωμένα του βλέφαρα, πρησμένα, χοντρά και πεσμένα ίδια με το λαιμό μιας γέρικης χελώνας που χωρίς αμφιβολία φαίνεται να παρακολουθεί τις κινήσεις μου. Τα μάγουλά του κακοξυρισμένα, αυλακωμένα από χίλιες γκρίζες ρυτίδες, κολλημένα στα μήλα του προσώπου που εξέχουν και τα ροζιασμένα του χέρια είναι κρυμμένα στις μασχάλες. Ντυμένος με ένα φαρδύ πουκάμισο μπλε και τα μαλλιά του ανακατεμένα μοιάζουν επειδή είναι σγουρά με την καρίνα καραβιού γεμάτη με σαλιγκαράκια. Είναι ακίνητος και η αληθινή ένδειξη ότι ζει είναι αυτό το δύσκολο λαχάνιασμα, λες και η αναπνοή του θα έπρεπε να υπερνικήσει τα εμπόδια από φλέματα που έφραζαν το λαιμό του, τον ερεθισμό που με αηδία είχα ακούσει ήδη ανάμεσα από τις χαραμάδες στο χωλ.
Ψιθύρισε ανόητα, Καλησπέρα…, και είμαι διατεθειμένος να τα ξεχάσω όλα, το μυστήριο , την Αμιλάμια, την εκτίμηση, τις ενδείξεις. Η εμφάνιση αυτού του ασθματικού λύκου υπαγορεύει μια άμεση φυγή. Επαναλαμβάνω , Καλησπέρα ,τώρα με τον τόνο του αποχαιρετισμού. Η μάσκα της χελώνας διαλύεται σε ένα χαμόγελο φριχτό. Κάθε πόρος αυτού του προσώπου φαίνεται φτιαγμένος από λάστιχο που τρίβεται από καουτσούκ βαμμένο και σάπιο. Το μπράτσο του απλώνεται και με σταματάει.
-Πάνε τέσσερα χρόνια που πέθανε ο Βαλβίδια, λέει ο άντρας με αυτή τη βραχνή, σβησμένη φωνή που βγαίνει από τα σπλάχνα του και όχι από το λάρυγγα. Μια φωνή ψιλή και αχνή.
Πιασμένος από αυτή τη δυνατή αρπάγη, που μου προκαλεί σχεδόν πόνο, παραδέχομαι ότι είναι ανώφελο να προσποιούμαι.
Τα πρόσωπα από κερί και καουτσούκ που με παρατηρούν δεν εκφράζουν κάτι και για αυτό μπορώ παρόλα αυτά να προσποιηθώ για τελευταία φορά να επινοήσω ότι μιλώ στον εαυτό μου όταν λέω:
-Η Αμιλάμια…
Ναι. Κανείς δεν μπορεί να προσποιηθεί άλλο. Η χούφτα που σφίγγει το μπράτσο μου αυξάνει το σφίξιμο για μια μόνο στιγμή, στη συνέχεια χαλαρώνει και μετά πέφτει, αδύνατη και τρεμάμενη πριν να σηκωθεί και πάρει το χέρι από κερί που τον ακουμπούσε στον ώμο. Η κυρία σαστισμένη για πρώτη φορά με κοιτάζει με τα μάτια ενός κακοποιημένου πουλιού και κλαίει με ένα υπόκωφο βογγητό που δεν καταφέρνει να αλλοιώσει την παγωμάρα στα έκπληκτα χαρακτηριστικά της. Οι δυο άξεστοι που επινόησα πάραυτα είναι δυο μοναχικοί άνθρωποι, εγκαταλελειμμένοι, πληγωμένοι που μετά βίας μπορούν να παρηγορηθούν ενώνοντας τα χέρια τους και με ένα λυγμό που με γεμίζει ντροπή. Η φαντασία με έφερε ως αυτή την άδεια τραπεζαρία για να παραβιάσω την ιδιωτικότητα και τα μυστικά αυτών των αποδιωγμένων από τη ζωή υπάρξεων για κάτι που εγώ δεν είχα το δικαίωμα να συμμεριστώ. Ποτέ δεν έχω περιφρονήσει τόσο τον εαυτό μου. Ποτέ δεν μου έλειψαν οι λέξεις με τόσο ανόητο τρόπο. Οποιαδήποτε χειρονομία είναι μάταιη. Να τους πλησιάσω; Να τους αγγίξω; Να χαϊδέψω το κεφάλι της κυρίας; Να ζητήσω συγγνώμη για την εισβολή μου. Βάζω το σημειωματάριο στο χαρτοφύλακα. Ξεχνώ όλες τα στοιχεία της αστυνομικής μου ιστορίας, το περιοδικό με τα κόμικς, το μολύβι χειλιών, το δαγκωμένο φρούτο, τα ίχνη του ποδηλάτου, την ποδιά με τα μπλε καρρώ… Αποφασίζω να φύγω από αυτό το σπίτι χωρίς να πω τίποτα. Ο γέρος πίσω από τα πρησμένα βλέφαρα με κοιτάζει επίμονα. Η σφυριχτή, με δυσφορία, αναπνοή του λέει:
-Τη γνωρίσατε.
Αυτός ο τόσο φυσικός αόριστος, τον οποίο εκείνοι πρέπει να χρησιμοποιούν καθημερινά, καταφέρνει να καταστρέψει τις ψευδαισθήσεις μου. Εδώ βρίσκεται η απάντηση. Εσείς τη γνωρίσατε. Πόσα χρόνια; Πόσα χρόνια θα έχει ζήσει ο κόσμος χωρίς την Αμιλάμια, αφανισμένη πρώτα από την λησμονιά μου, αναστημένη μόλις χθες από μια θλιβερή ανίκανη μνήμη; Πότε έπαψαν εκείνα τα γκρίζα, σοβαρά μάτια να ξαφνιάζονται από την απόλαυση ενός κήπου πάντα ερημικού; Πότε εκείνα τα χείλη που έτρεμαν ή που λέπταιναν με εκείνη την τελετουργική σοβαρότητα με την οποία, τώρα το καταλαβαίνω, η Αμιλάμια ανακάλυπτε και καθαγίαζε τα πράγματα μιας ζωής που ίσως την διαισθανόταν φευγαλέα;
-Ναι, παίζαμε μαζί στο πάρκο. Πάει καιρός.
-Τι ηλικία είχε εκείνη; Ψιθυρίζει ο γέρος με φωνή ακόμα πιο σβησμένη.
-Θα ήταν εφτά χρόνων. Ναι, όχι περισσότερο από εφτά.
Η φωνή της γυναίκας υψώνεται μαζί με τα χέρια της και μοιάζει να ικετεύει:
-Πώς ήταν κύριε; Πείτε μας πώς ήταν, σας παρακαλώ…
Κλείνω τα μάτια. Η Αμιλάμια είναι επίσης μια ανάμνηση για μένα. Θα μπορούσα μόνο να την συγκρίνω με τα πράγματα που αυτή άγγιζε, έφερνε ή ανακάλυπτε στο πάρκο. Ναι. Τώρα τη βλέπω να κατεβαίνει από την πλαγιά. Όχι, δεν είναι βέβαιο πως είναι μόλις μια ανηφόρα στο λιβάδι. Ήταν ένας λόφος με χόρτα και η Αμιλάμια είχε φτιάξει ένα μονοπάτι με τα πήγαινε έλα της και με χαιρετούσε από ψηλά πριν κατεβεί, συνοδευμένη με τη μουσική, ναι, τη μουσική των ματιών μου, τις ζωγραφιές της όσφρησής μου, τις γεύσεις της ακοής μου, τις μυρουδιές της αφής μου,… η παραίσθησή μου… με ακούτε;… κατέβαινε χαιρετώντας, ντυμένη στα λευκά, με μια ποδίτσα μπλε καρρώ… αυτή που έχετε απλωμένη στην ταράτσα…
Πιάνουν τα χέρια μου και ανοίγω τα μάτια μου.
-Πώς ήταν κύριε;
-Είχε γκρίζα μάτια και το χρώμα των μαλλιών της άλλαζε με τις αντανακλάσεις του ήλιου και τις σκιές των δέντρων…
Με οδηγούν απαλά οι δυο τους. Ακούω την δυσφορία στην αναπνοή του άντρα, το σταυρό από το ροσάριο να χτυπάει στο στήθος της γυναίκας…
-Πείτε μας παρακαλώ…
-Ο αέρας την έκανε να δακρύζει όταν έτρεχε. Ερχόταν μέχρι το παγκάκι μου με τα μάγουλα να γυαλίζουν από δάκρυα χαράς…
Δεν ανοίγω τα μάτια. Τώρα ανεβαίνουμε. Δύο, πέντε, οχτώ εννιά, δώδεκα σκαλιά. Τέσσερα χέρια οδηγούν το σώμα μου.
-Πώς ήταν; Πώς ήταν;
-Καθόταν κάτω από τους ευκαλύπτους και έφτιαχνε γιρλάντες με τα κλαδιά και έκανε πως κλαίει για να αφήσω εγώ το διάβασμά μου και να πάω κοντά της.
Οι μεντεσέδες τρίζουν. Η μυρουδιά σκοτώνει το κάθε τι. Ακυρώνει τις υπόλοιπες αισθήσεις, κάθεται όπως ένας κίτρινος μογγόλος στο θρόνο της παραίσθησής μου, βαριά όπως ένα μπαούλο ,να υπαινίσσεται το θρόισμα ενός ντραπέ μεταξιού, στολισμένη όπως ένα τουρκικό σκήπτρο, αδιάφανη όπως μια φλέβα βαθειά και χαμένη, λαμπρή όπως ένας κομήτης. Τα χέρια με αφήνουν. Περισσότερο από το θρήνο είναι το ρίγος των γερόντων αυτό που με περιβάλλει. Ανοίγω αργά τα μάτια , αφήνω η υγρή θολούρα πρώτα του κερατοειδούς στη συνέχεια το πλέγμα των βλεφαρίδων να μου αποκαλύψουν το πνιγηρό από το ανακάτεμα των αρωμάτων δωμάτιο. Οι ατμοί και η πάχνη από τα λουλούδια που έχουν σχεδόν γίνει ένα σώμα, η παρουσία των λουλουδιών είναι τέτοια που εδώ χωρίς αμφιβολία έχουν ζωντανό δέρμα. Γλυκύτητα από ρείκι, ναυτία από τα κεριά, ένας σωρός από κρίνα, ένας ναός από γαρδένιες. Το μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, φωτισμένο από τα πυρακτωμένα νύχια των χοντρών κεριών που τρεμοπαίζουν, συστήνει το ομοίωμά της από κερί και λουλούδια υγρά μέχρι το κέντρο του πλέγματος και μόνο από εκεί, από τον ήλιο της ζωής, είναι δυνατόν να ξαναζήσει για να παρατηρήσει πίσω από τα κεριά και ανάμεσα από τα σκορπισμένα λουλούδια, το σωρό από τα χρησιμοποιημένα παιχνίδια, τα χρωματιστά στεφάνια και τις ζαρωμένες χωρίς αέρα μπάλες, παλιά διάφανα κουτάκια. Τα ξύλινα αλογάκια με τις χαίτες μαδημένες, τα πατίνια, τις φαλακρές χωρίς μάτια κούκλες, τα αρκουδάκια άδεια από το πίτουρο, τα λαστιχένια παπάκια τρυπημένα, τα σκυλάκια καταφαγωμένα από το σκώρο, τα σχοινάκια παρατημένα ,τα γυάλινα κουτιά με ξεραμένα γλυκά, τα παπουτσάκια φθαρμένα, το τρίκυκλο –τρεις ρόδες; Όχι, δυο και όχι από ποδήλατο, δυο ρόδες παράλληλες κάτω – τα παπουτσάκια από δέρμα και νήμα. Και μπροστά στο ύψος του χεριού μου το μικρό φέρετρο ανεβασμένο πάνω σε γαλάζια κουτιά στολισμένα με χάρτινα λουλούδια, λουλούδια της ζωής αυτή τη φορά, γαρύφαλλα και ηλιοτρόπια, παπαρούνες και τουλίπες σαν εκείνες όμως του θανάτου, μέρος ενός σκηνικού με όλα τα στοιχεία αυτού του επιταφίου, όπου αναπαύεται μέσα σε ένα γυαλιστερό φέρετρο και ανάμεσα σε μεταξωτά μαύρα σεντόνια και καπιτονέ λευκό σατέν αυτό το πρόσωπο ακίνητο και ήρεμο, τριγυρισμένο από ένα δαντελένιο σκουφάκι, σχεδιασμένο με ροδαλά χρώματα, φρύδια που τα σχεδίασε το πιο λεπτό πινέλο, βλέφαρα κλειστά, αληθινές πλούσιες βλεφαρίδες που ρίχνουν μια ανάλαφρη σκιά πάνω στα τόσο υγιή μάγουλα, όπως εκείνες τις μέρες στο πάρκο. Χείλη σοβαρά, κόκκινα, σαν με τρέμουλο όπως όταν η Αμιλάμια προσποιούταν ότι κλαίει για να πάω κοντά της να παίξουμε. Χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ένα παλιό ροσάριο ολόιδιο με αυτό της μητέρας να σφίγγει ολόγυρα το λαιμό από γύψο. Σάβανο άσπρο και μικρό για το άνηβο, καθαρό και υπάκουο κορμάκι.
Οι γέροι έχουν γονατίσει κλαίγοντας με λυγμούς.
Απλώνω το χέρι και αγγίζω με τα δάχτυλα το πρόσωπο από πορσελάνη της φίλης μου. Νιώθω το κρύο στα ζωγραφισμένα χαρακτηριστικά της βασίλισσας κούκλας που δεσπόζει στις πολυτέλειες αυτής της αληθινής κάμαρας θανάτου. Πορσελάνη, γύψος και βαμβάκι. Η Αμιλάμια δεν ξεχνά τον φιλαράκο της και με ζητάς εδώ όπως σου το σχεδιάζω.
Παίρνω τα δάχτυλά μου από τη ψεύτικη σορό. Τα αποτυπώματά μου ηλεκτρισμένα μένουν πάνω στην επιφάνεια του προσώπου της κούκλας.
Η ναυτία ανακατεύει το στομάχι μου ,δεξαμενή καπνού από τα κεριά και τ δυσωδία από τη ζέστη του περίκλειστου χώρου. Γυρίζω την πλάτη στον τύμβο της Αμιλάμια. Το χέρι της κυρίας με πιάνει από το μπράτσο. Τα γουρλωμένα μάτια της δεν αφήνουν να τρέμει η αχνή φωνή της.
-Μη ξανάρθετε κύριε. Εάν αληθινά την αγαπήσατε μη ξανάρθετε πια.
Αγγίζω το χέρι της μητέρας της Αμιλάμια, βλέπω με τα μάτια μου που σκοτεινιάζουν το κεφάλι του γέρου χωμένο ανάμεσα στα γόνατα και βγαίνω από το χώρο προς τη σκάλα, τη σάλα, την αυλή, το δρόμο.
Αν όχι ένας χρόνος, σίγουρα έχουν περάσει εννέα ή δέκα μήνες. Η ανάμνηση εκείνης της ειδωλολατρείας έχει πάψει να με ταράζει. Έχω ξεχάσει τη μυρωδιά από τα λουλούδια και την εικόνα της παγωμένης κούκλας. Η πραγματική Αμιλάμια επέστρεψε πια στις αναμνήσεις μου και αισθάνομαι αν όχι ευχαριστημένος, τουλάχιστον γερός. Το πάρκο, το κοριτσάκι ζωντανό, οι ώρες του εφηβικού διαβάσματος έχουν νικήσει τα φαντάσματα μιας αρρωστημένης λατρείας. Η εικόνα της ζωής είναι περισσότερο δυνατή από την άλλη. Λέω στον εαυτό μου πως θα ζήσω για πάντα με την αληθινή μου Αμιλάμια, νικήτρια της καρικατούρας του θανάτου. Και μια μέρα τολμώ να ξανακοιτάξω εκείνο το σημειωματάριο με τις μιλιμέτρ σελίδες, όπου σημείωσα τα ψεύτικα στοιχεία εκτίμησης του σπιτιού. Και από τις σελίδες του ξανά πέφτει η κάρτα της Αμιλάμια με την απίθανη παιδική της καλλιγραφία και το χάρτη της, πώς από το πάρκο θα πάω σπίτι της. Χαμογελώ μαζεύοντάς την. Δαγκώνω μια από τις άκρες σκεπτόμενος ότι οι καημένοι γέροι παρόλα αυτά θα δέχονταν αυτό το δώρο.
Φοράω το πανωφόρι μου, δένω τη γραβάτα μου σφυρίζοντας. Γιατί να μην τους επισκεφτώ και να τους προσφέρω αυτό το χαρτάκι με τα γράμματα της παιδούλας;
Πλησιάζω τρέχοντας το μονώροφο σπίτι. Η βροχή αρχίζει να πέφτει σε πλατιές αραιές σταγόνες που αφήνουν να βγαίνει από τη γη με μια μαγική αμεσότητα η μυρωδιά της υγρής ευλογίας, η οποία μοιάζει να αναδεύει το μαυρόχωμα και να προετοιμάζει το φύτρωμα όλων όσων υπάρχουν με μια ριζούλα στο χώμα.
Χτυπώ το κουδούνι. Η μπόρα δυναμώνει και εγώ επιμένω. Μια διαπεραστική φωνή ξεφωνίζει. « Έρχομαι!» και περιμένω ότι η φιγούρα της μητέρας με το αιώνιο ροσάριο θα με δεχθεί. Σηκώνω το γιακά από το πανωφόρι μου. Τα ρούχα μου, το σώμα μου επίσης αλλάζουν τη μυρωδιά τους στην επαφή τους με τη βροχή. Η πόρτα ανοίγει.
-Τι θέλετε; Αχ! Τι ωραία που ήρθατε!
Πάνω στην αναπηρική πολυθρόνα αυτή η παραμορφωμένη κοπέλα κρατάει με το ένα χέρι το πόμολο και προσπαθεί να μου χαμογελάει με ένα μορφασμό χωρίς να τα καταφέρνει. Η καμπούρα του στήθους μετατρέπει το φόρεμα σε μια κουρτίνα του σώματος, ένα λευκό πανί πάνω στο οποίο δίνει ωστόσο έναν αέρα κοκεταρίας μια μπλε καρρώ ποδίτσα. Η μικρή γυναίκα βγάζει από την τσέπη της ποδιάς της μια κασετίνα με πούρα και ανάβει ένα γρήγορα λερώνοντας την άκρη με τα βαμμένα πορτοκαλί χείλια της. Ο καπνός την κάνει να μισοκλείσει τα όμορφα γκρίζα της μάτια. Φτιάχνει τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της χτενισμένα περμανάντ, χωρίς να πάψει να με κοιτά με ένα ύφος εξεταστικό και θλιμμένο αλλά και με λαχτάρα και φόβο τώρα.
-Όχι Κάρλος. Φύγε. Μη ξανάρθεις.
Και από το σπίτι ακούω την ίδια στιγμή τη σφυριχτή μετά δυσκολίας ανάσα του γέρου όλο και πιο κοντά.
-Πού είσαι; Δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει να απαντάς στα τηλέφωνα; Γύρνα πίσω; Τέρας του διαβόλου! Θέλεις να σε πάρει ξανά στο λαιμό του;
Και το νερό της βροχής σουρώνει στο μέτωπό μου, στα μάγουλα, στο στόμα. Τα μικρά χεράκια τρομαγμένα αφήνουν να πέσει κάτω, πάνω στα βρεγμένα πλακάκια, το περιοδικό με τις ιστοριούλες.