You are currently viewing Κατερίνα Ατσόγλου: Για το βιβλίο της Ελένης Νανοπούλου «Το χωριό μου» των εκδόσεων Εύμαρος

Κατερίνα Ατσόγλου: Για το βιβλίο της Ελένης Νανοπούλου «Το χωριό μου» των εκδόσεων Εύμαρος

Το κορίτσι με το εργόχειρο, η Ελένη, η Ελένη Νανοπούλου, που αντικατέστησε τις βελόνες με μολύβια και το κέντημα με λευκές κόλλες χαρτιού. Εξάλλου όπως η ίδια θα μας εκμυστηρευτεί αγαπούσε τα γράμματα από μικρή, «ήθελε να φύγει να σπουδάσει» και εκείνα την ακολούθησαν με αιώνιους δεσμούς στο ρου της ζωής της. Η Ελένη προοικονομεί το μέλλον της και με συγγραφική άνεση μας περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής της, σε μια συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Εύμαρος.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, διακρίνουμε στέγες, σπίτια, ισόγεια και έναν ήλιο να φωτίζει τους κατοίκους αυτού του χωριού. Έναν κίτρινο ήλιο στην άκρη, όπως εκείνους που ζωγραφίζαμε παιδιά και ζεσταίναμε τις παιδικές μας ζωγραφιές.

Η Ελένη καταφέρνει λοιπόν με τη γραφή της να μας οδηγήσει στο χωριό της, στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Εκεί, άλλοτε μας τραβά από το χέρι και λαχανιασμένοι μαζί της κρυβόμαστε πίσω από «τη μάντρα που άκουγε  τα όνειρα» παρακολουθώντας τα χρόνια της,  και άλλοτε μας βάζει πίσω από «την κίτρινη πόρτα του καφενείου, που χώριζε το σπίτι από τις τυχόν ύποπτες ματιές του αρσενικού πληθυσμού προς τις θηλυκές μορφές». Αυτή η πόρτα χώριζε το ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, την οικογένεια, το «σπίτι», από το καφενείο, τον κόσμο, το «χωριό». Δημιουργείται μια αντίθεση και ένας διαχωρισμός, που γλυκά συνδέει ένα μικρό σγουρομάλλικο κορίτσι.

Κρατάμε στα χέρια μας μια κατάθεση ψυχής, ένα λεπτοκαμωμένο βιβλίο όπως εξάλλου είναι και η Ελένη, μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, μάνα, φίλη και συγγραφέας, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο χαρακτήρα. Ένα βιβλίο θησαυρό, γεμάτο αναμνήσεις, νεανικά όνειρα, παιδικές αφέλειες, μυρωδιές, ακούσματα και εικόνες, στοιχεία που αφυπνίζουν τις αισθήσεις μας, μιας και όλοι θα βρούμε κάποια στοιχεία της δικής μας παιδικής και νεανικής ζωής, της δικής μας καταγωγής, ανακαλώντας μνήμες και εικόνες, από τα χρόνια που ζούσαμε στο δικό μας πατρικό!

Τις περισσότερες φορές, έστω και ασυνείδητα, αυτό γίνεται για να «ξαναβρούμε» τον εαυτό μας, αυτό το νεαρό κορίτσι ή αγόρι, όταν μέσα στις δυσκολίες τις ζωής χάνουμε το δρόμο ή την ταυτότητά μας. Η γραφή της Ελένης θα ενώσει το παρελθόν με το μέλλον, χρησιμοποιώντας τα παιδικά χρόνια και θέλω ως γέφυρες. Γέφυρες όμως σταθερές, που όπως η ίδια τονίζει,  πατούν σταθερά στο χώμα «όπως τα ισόγεια σπίτια του χωριού της», «όπως τη μάνα της που βάδιζε σταθερά και τα προλάβαινε όλα», «γέφυρες που δεν γκρεμίζονται».

Γράφει η συγγραφέας: «Δεν είδαμε τότε τον κόσμο μας από ψηλά, παρά μονάχα στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που βρεθήκαμε στη βεράντα του δίπατου αυτού σπιτιού». Αυτό το τόσο απλό, αλλά ανθρώπινα ουσιαστικό καταδεικνύει την ιδιοσυγκρασία της Ελένης η οποία ήδη από το ξεκίνημα του βιβλίου θα δηλώσει πως «ο γενέθλιος τόπος καθορίζει την πορεία κάθε ανθρώπου» και «ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του λαού αντανακλά τη γη που τον γέννησε, τότε, θα καταλήξει η Ελένη,     είναι φυσικό που μεγαλώσαμε στο ίσιωμα χωρίς πολλά πετάγματα, δίχως ακρότητες». Διάφανοι απλοί άνθρωποι, με αγάπη και αλληλεγγύη. Ίσως σαν το δικό μας πατέρα, αδερφό, μάνα, συγγενή, γείτονα. Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή πιθανότητα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης, να ΜΗΝ βρεις ένα δικό σου κομμάτι, μια δική σου πραγματωμένη αλήθεια και κατάσταση. Με τόση μεγάλη ειλικρίνεια έχει γραφτεί αυτό το βιβλίο. Άδολα και με απόλυτα φυσικό τρόπο, χωρίς όμως να κρύβεται η ποιητική γλώσσα και η ανάγκη ενός εξομολογητικού ύφους. Διαβάζοντας ανακαλύπτουμε και εμείς τα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, το χώρο που πλαστήκαμε, ένα δέντρο, μια αυλή, ένα καφενείο, μια πλατεία … Έτσι, μας λέει η Ελένη,  αν τα βάλουμε όλα αυτά σε έναν κύκλο μνήμης, θα βρεθούμε στο σπίτι μας σε χρόνο παντοτινό!

Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο της αγαπημένης φίλης και ποιήτριας, γύρισα πίσω και βρήκα το σπίτι μου, τα παιδικά μου όνειρα, τις αταξίες μου και τις μικροχαρές, τους γονείς και τους φίλους, την αρχή της ζωής.

Όμως υπάρχουν και αρκετά σημεία στο έργο της Ελένης που αφήνει να διαγραφεί η ανάγκη κάποιων, όπως γράφει,  «να ξεχάσουν ακόμη και το δρόμο για τα μνήματα», υπάρχουν και εκείνοι δηλαδή, που επιθυμούν τη λήθη, που επιθυμούν να σβήσουν δεσμούς και αναμνήσεις. Πικρό, αλλά ανθρώπινο και αληθινό, διάφανα το υπονοεί η συγγραφέας και το σέβεται.

Ο λόγος της είναι γλαφυρός και ποιητικός, οι περιγραφές της  με πλούσια λογοτεχνικά στοιχεία. Άψυχα στοιχεία της φύσης, του σπιτιού της, της γειτονιάς, των αναμνήσεων, αποκτούν ιδιότητες και συμπεριφορές, μιλούν, κινούνται, θυμώνουν, αισθάνονται, συμπεριφέρονται ανθρώπινα.

Χαρακτηριστικά αναφέρω:

  • «έκανε κρύο, έβρεχε δυνατά και είχαμε έναν κουβά στο πάτωμα, στο σημείο όπου έσταζαν τα κεραμίδια, καθώς τα σπάραζε ο αέρας και η βροχή».

 

  • «Τα αστροπελέκια χόρευαν στον γάμο του Ουρανού και της Γης»

 

  • «Ο ήλιος έπεφτε μαλακά, κι όταν οι τελευταίες ανταύγειες φωτός έβαφαν τον ορίζοντα με ιώδεις γραμμές, και πριν τις καταβροχθίσει η νύχτα, εμείς δεν θαυμάζαμε το λυκόφως, δεν κοιτούσαμε τον αυτοπυρπολημένο ήλιο με διάθεση ποιητική αλλά περιμέναμε το βραδινό να είναι πατάτες τηγανητές».

 

  • «Ο χρόνος αμνημόνευτος στεκόταν ψηλά, πάνω από τον ουρανό, αλλά δεν το ξέραμε. Τώρα η καρδιά με τη δική της μνήμη κουβαλάει αυτόν τον τόπο σαν το σώμα μας, που το κουβαλάμε μέχρι τέλους».

 

  • «Το ηλιοβασίλεμα για άλλη μια φορά θα έβαφε υπέροχα τα αντικρινά βουνά με τις περίφημες Τρύπες, τις πλαγιές με τις αμυγδαλιές και τον στενό κάμπο με τις ελιές πλάι στο ποτάμι με τα άσπρα χαλίκια».

 

  • «Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας είναι πλημμυρισμένα από μαγευτικές εικόνες – ανακαλύψεις σε χρόνο και χώρο».

 

Τα δρώντα πρόσωπα στο έργο της Ελένης, δεν είναι πλασματικοί  χαρακτήρες, είναι πρόσωπα με τα οποία αγκαλιάστηκε, έκλαψε, γέλασε και έζησε όμορφες,  αλλά και δύσκολες στιγμές. Αυτό δίνει εκ των προτέρων μια μεγάλη αξία στην ανάγνωση τη δική μας, γιατί μας αφήνει να μπούμε στον ιδιαίτερο κόσμο της.  Μας αφήνει να ακούσουμε του ίδιους ήχους, να γευτούμε όσα και εκείνη και να δούμε όσα γέμιζαν τα δικά της μάτια. Μας κάνει κοινωνούς μιας σημαντικής περιόδου της ζωής της.

Γινόμαστε μαζί της παντογνώστες αφηγητές και βρίσκουμε κομμάτια της δικής μας ζωής. Σε μια πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική  αφήγηση, με εσωτερική εστίαση, παρατίθενται τα συναισθήματά της, όπως διαμορφώνονται και όπως τα βιώνει η ίδια, στη ροή των διαφόρων μικρών αποσπασμάτων.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, τονίζει την προσωπική μαρτυρία της Ελένης, εξασφαλίζοντας αμεσότητα και πειστικότητα, προσδίδοντας ένα εμπιστευτικό και εξομολογητικό χαρακτήρα. Η σταθερή εστίαση, η οποία φυσικά είναι η οπτική γωνία της Ελένης, δίνει την αίσθηση και το πλεονέκτημα της συμμετοχής του αναγνώστη.

Τα πρόσωπα που μας παρουσιάζει, σκιαγραφούνται δίνοντάς μας άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες μέσα από την περιγραφή αλλά και τα σχόλια που κάνει η Ελένη όπως για παράδειγμα το περιστατικό με τα κάλαντα, όπου η νοικοκυρά πετά στα παιδιά ένα πενηνταράκι και ένα αμύγδαλο. Περιττό να αναφέρει κάτι παραπάνω για το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας η συγγραφέας.

Ο δε χρόνος της αφήγησης ακολουθεί μια ευθύγραμμη σειρά όσων αφορά την ηλικία της Ελένης. Ίσως κάποιες φορές θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε κάποιες αναχρονίες και παραβιάσεις του χρόνου, αλλά αυτό γίνεται για την παράθεση αναδρομικών στοιχείων ή για κάποια μορφή προοικονομίας.

Οι περιγραφές της Ελένης κρύβουν λεπτομέρειες, τις οποίες πιστεύεις πως μόνο εσύ γνώριζες ή είχες παρατηρήσει. Είναι συγκλονιστική η διείσδυση της στη μνήμη. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω το κεφάλαιο «Ο φάρος» όπου ακοπίαστα η Ελένη με φέρνει πίσω αρκετά χρόνια, σε μια παρόμοια εκδρομή με τη δική της, να βλέπω αγόρια να τολμούν βουτιές από τον ίδιο καθώς φαίνεται βράχο και να σωπαίνω αγωνιώντας μέχρι να δω τον νεαρό να ξεπροβάλλει από τον βυθό της θάλασσας. Τέτοια είναι η επιτυχία στη γραφή της Ελένης, να έχεις την αίσθηση πως περιγράφει μια δική σου ανάμνηση, μια δική σου αλήθεια. Ταυτόχρονα μέσα από τα κεφάλαια δίνονται και βασικά στοιχεία και πληροφορίες για θέματα κοινωνικά, βιοπορισμού, επαγγελμάτων της εποχής. Μια κατάθεση σημαντική για τη λαογραφία του τόπου της. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο «Στ’ αλώνια» παραθέτει αποσπάσματα και άλλων λογοτεχνών, σχετικά με το μαύρο θησαυρό της περιοχής της, την περίφημη Κορινθιακή σταφίδα.

Όσον αφορά τις προσωπογραφίες στο τέλος του βιβλίου, θα συμφωνήσω με το Γεράσιμο Δενδρινό πως πρόκειται για κείμενα απαράμιλλης αισθαντικής τέχνης. Τέτοια είναι η ομορφιά αυτών των κειμένων που σου είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς με κάποιο από όλα αυτά τα πρόσωπα, τα οποία από απλούς χαρακτήρες της καθημερινότητας, η Ελένη τους μετέτρεψε σε σημαντικούς και αιώνιους.

Στο κεφάλαιο «Σαν επίλογος» τρεις γυναίκες, τρεις Γιωργίτσες, οδηγούν σε ένα συγκλονιστικό συμπέρασμα, αυτό των ενοχών που όλοι κάποια στιγμή της ζωής μας θα νιώσουμε και στην ανάγκη να αναζητήσουμε τον εξαγνισμό αυτών. Για την Ελένη ο εξαγνισμός συντελείται μέσα από την προσωπική της κατάθεση για όλα αυτά τα πρόσωπα σε τούτο εδώ το βιβλίο. Έτσι τονίζει τη δύναμη που έχει η γραφή, η οποία ενώνεται με τη ανυπέρβλητη ισχύ της μνήμης. Όλα τα βιωμένα τα ορίζει ως μια προσωπική αλήθεια και πραγματικότητα, τα οποία χωρίς τα γραπτά τεκμήρια θα έμοιαζαν απλώς όνειρα και επιθυμίες μιας ταπεινής λεπτοκαμωμένης ύπαρξης.

Θέλω να συγχαρώ τη φίλη μου Ελένη, για αυτή την κατάθεση ψυχής και να της ευχηθώ να είναι πάντα δημιουργική και ευτυχισμένη, ζώντας και χαρίζοντάς μας πάντα τέτοια δείγματα γραφής.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.