Στο μυθιστόρημά του εκεί που ζούμε ο Χρίστος Κυθρεώτης υιοθετώντας πρωτοπρόσωπη αφήγηση και γλώσσα τόσο δουλεμένη που απηχεί την καθημερινή ομιλία μάς παρουσιάζει το εικοσιτετράωρο ενός τριανταπεντάχρονου δικηγόρου, του Αντώνη Σπετσιώτη, στην Αθήνα της κρίσης.
Ήδη στο πρώτο από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου ο ήρωας προσπαθώντας να οργανώσει το πρόγραμμά του, χαράματα σχεδόν της εικοστής Ιουνίου του 2014, συλλογίζεται όλα τα θέματα που θα τον απασχολήσουν στη διάρκεια της ημέρας: την υπεράσπιση μίας πελάτισσάς του στο δικαστήριο, την καθιερωμένη ανά δίμηνο συνάντηση με την πρώτη του σοβαρή ερωτική σχέση, τη Στέλλα, την υποχρέωση να συνοδεύσει τον πατέρα του στην τελευταία του επαγγελματική υποχρέωση και την παρουσία του στο πάρτι γενεθλίων της Άννας, με την οποία είχε επίσης μία μακρά και περιπετειώδη ερωτική ιστορία.
Η υπόθεση της εξηντάχρονης Ανθής Δημητριάδου, η οποία έπεσε θύμα απάτης ενός ινστιτούτου αισθητικής και κινδυνεύει να χάσει τόσο την οικογενειακή της ηρεμία όσο και το σπίτι της, είναι το πρώτο από τα ζητήματα που πρέπει να φέρει σε πέρας ο Αντώνης. Ακούει για άλλη μια φορά σε ένα καφέ κοντά στα δικαστήρια με ενδιαφέρον, ανθρωπιά, υπομονή και συγκατάβαση τόσο την ίδια όσο και τον γιο της, τον Κώστα, έναν ευφυέστατο νέο άνδρα, τον μόνο μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη που θα ακολουθήσει, ο οποίος μπορεί να μην κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως φυσικός είναι όμως δεινός σκακιστής με διεθνή αναγνώριση.
Η εκδίκαση της υπόθεσης της Δημητριάδου, που αποδεικνύεται απροσδόκητα για όλους η τελευταία οδυνηρή εμπειρία της ζωής της, θα επιτρέψει στον αφηγητή να δώσει ολοζώντανες σκηνές τόσο από όσα διαδραματίζονται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου όσο και έξω από αυτήν, στον χώρο της οδού Ευελπίδων, όπου συνωστίζονται ιδιώτες και δικηγόροι, αλλά και μία ομάδα αντιεξουσιαστών, οι οποίοι με τα πανό τους συμπαραστέκονται σε κάποιον σύντροφό τους.
Ο κεντρικός ήρωας ανταλλάσσει σύντομες κουβέντες με συναδέλφους, δέχεται τηλεφωνήματα από τον πατέρα και τη μητέρα του, που έχουν χωρίσει εδώ και κάποια χρόνια, ρίχνει ματιές στο διαδίκτυο, βρίσκεται δηλαδή σε μία διαρκή κίνηση, αλλά κυρίως βρίσκεται σε έναν ασταμάτητο διάλογο με τον εαυτό του, σε έναν συνεχή προβληματισμό για τις επιλογές, τις δυνατότητές του, τον τρόπο που χειρίζεται τον χρόνο του, αλλά κυρίως τον βίο του.
Στις σκέψεις του το δικηγορικό γραφείο, όπου απασχολείται με εξαντλητικό ωράριο ως συνεργάτης ενός μεγαλοδικηγόρου, η ατμόσφαιρα που εκεί επικρατεί και ο τρόπος που βιώνει ο ίδιος την επαγγελματική του δραστηριότητα εναλλάσσονται με τη μετακόμισή του στο Λουξεμβούργο, όπου θα εργαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε μία θέση τις αρμοδιότητες της οποίας δεν γνωρίζει με σαφήνεια, και την αγωνία που του προκαλεί. Αξίζει να σημειώσουμε από τη μια ότι η θέση αυτή είναι η τρίτη του επαγγελματική απόπειρα, αφότου έλαβε το πτυχίο της Νομικής, και από την άλλη ότι σε κανέναν δεν έχει ανακοινώσει την απόφασή του να φύγει από την Ελλάδα.
Ένιωθα πως κάθε Δευτέρα βουτούσα το κεφάλι στο νερό και το ξανάβγαζα την Παρασκευή για να πάρω μια ανάσα, κι αν αυτή η διατύπωση μοιάζει κοινότοπη είναι γιατί η ζωή των περισσότερων ανθρώπων περνάει έτσι – εμένα όμως ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε, κι έτσι μου φαινόταν πρωτότυπο. (σ. 100)
Σειρά στο «χρονοδιάγραμμα» της ημέρας έχει το ραντεβού σε μία καφετέρια με τη Στέλλα με την οποία, αν και έχουν χωρίσει και ο καθένας έχει τραβήξει τον δικό του δρόμο, βρίσκονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κατάσταση που προβληματίζει τον ήρωα χωρίς όμως να αποφασίζει να τη διακόψει. Το χαμόγελο, μια ελεγχόμενη τρυφερότητα, το νοιάξιμο για το παρόν της γυναίκας συνυπάρχουν με την αμηχανία, μόνιμο χαρακτηριστικό του Αντώνη, τη λεπτή ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό σε όλη τη διάρκεια της συνάντησης.
Μετά τα μεσάνυχτα θα καταφέρει να συναντήσει και την Άννα, δικαστικό πλέον, σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, η οποία γιορτάζει εκεί με φίλους παλιούς και νέους τα γενέθλιά της. Οι λίγες κουβέντες που θα ανταλλάξει με την κοπέλα θα του υπενθυμίσουν τη γνώμη της για αυτόν, ότι είναι δηλαδή ένας άνθρωπος άτολμος, αναβλητικός, γαντζωμένος στο παρελθόν.
Από την άλλη, αυτές οι σκέψεις μπορεί να μην έχουν γενική εφαρμογή – μπορεί άλλοι άνθρωποι να είναι τελικά σε θέση να ολοκληρώνουν πράγματα, να ξεμπερδεύουν, να διαγράφουν, να τραβάνε κόκκινες γραμμές, να καθαρογράφουν και να βάζουν στο αρχείο το παρελθόν τους, σαν να πρόκειται για δικαστική απόφαση που κρίνει αμετάκλητα τη διαφορά. Εγώ όμως δεν είμαι από αυτούς – κι έτσι και με την Άννα, όπως και με τη Στέλλα, δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ο χωρισμός σήμαινε πως δεν θα τις ξανάβλεπα ποτέ. (σ. 73)
Η σημαντικότερη συνάντηση όμως του Αντώνη είναι αυτή με τον πατέρα του, όταν το απόγευμα θα περάσει με το αυτοκίνητό του από το Χαλκούτσι για να οδηγήσει τον ηλικιωμένο Πάνο Σπετσιώτη στην Αυλίδα, απ’ όπου ο τελευταίος θα παραλάβει ένα γεωτρύπανο για να το παραδώσει στον ιδιοκτήτη του στον Ορχομενό. Από εκεί ο ήρωας είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει με τον γονιό του αργά το βράδυ πάλι στο Χαλκούτσι.
Οδηγώντας στην αρχή μόνος του ο Αντώνης και αργότερα με τη σιωπηλή παρουσία του πατέρα του θα ξαναθυμηθεί την αμήχανη σχέση που έχουν χτίσει, καθώς ο πατέρας σε όλη την παιδική και εφηβική ηλικία του γιου ήταν απών. Διοχέτευε την ενεργητικότητά του εργαζόμενος με γεωτρύπανα σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, επιλογή που έφθειρε ανεπανόρθωτα τον γάμο του. Ο γιος δεν κατηγορεί για συγκεκριμένους λόγους τον γεννήτορα, δεν του καταλογίζει κάτι, παρότι ο τελευταίος δεν παρακολούθησε ποτέ τις εσωτερικές του ανάγκες ως παιδιού και εφήβου. Κατανοεί ότι ο πατέρας αδυνατούσε, όπως εξακολουθεί να αδυνατεί, να οικοδομήσει ουσιαστική σχέση με κάποιον εκτός από τις επιφανειακές που διατηρεί ακόμη και ως συνταξιούχος με παλιούς συναδέλφους του.
Θεωρεί ότι και ο πατέρας του όπως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να πουν την «ιστορία», δεν έχουν δηλαδή τη δύναμη ή την ικανότητα να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν τις αποφάσεις της ζωής τους από τις απλούστερες ως τις πιο σύνθετες.
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται τα χαράματα της εικοστής πρώτης Ιουνίου όταν ο Αντώνης ύστερα από μία επίσκεψη στο νεκροτομείο και έναν μεγάλο περίπατο στην πόλη συνδυασμένο με καταβύθιση στον εαυτό επιστρέφει στο διαμέρισμά του.
Κάποτε, έλεγα πως δεν πρόκειται πουθενά να συναντήσεις τον εαυτό σου όπως τον συναντάς σ’ έναν τέτοιο μεταμεσονύχτιο περίπατο, σήμερα ωστόσο δεν θα ήμουν τόσο απόλυτος – στο κάτω κάτω δεν μπορώ να ξέρω ποιον συναντά ο καθένας και πού. (σ. 428)
Ο Κυθρεώτης δημιουργεί χρησιμοποιώντας και μοντερνιστικά υλικά ένα σύγχρονο αστικό μυθιστόρημα με φόντο την Αθήνα της κρίσης. Δεν επικεντρώνεται σε ακραίες περιπτώσεις φτώχειας ή περιθωριοποίησης των ανθρώπων, αλλά οι ρεαλιστικές περιγραφές όψεων της πόλης υποδηλώνουν τις ζοφερές αλλαγές που προκλήθηκαν από το 2010 και μετά.
Ενδιαφέρεται και γράφει για αυτή τη γενιά, μικροαστικής αφετηρίας, που επιχείρησε μέσω της εκπαίδευσης να φτιάξει μια ζωή πλουσιότερη σε εμπειρίες, γνώσεις, υλικά αγαθά από αυτή των γονιών της, και αιφνιδίως η οικονομική κρίση ψαλίδισε το όνειρο αν δεν το εξαφάνισε εντελώς.
Κυρίως όμως ο συγγραφέας πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες. Χτίζει τον βασικό του ήρωα με σπάνια αληθοφάνεια. Ο Αντώνης Σπετσιώτης με τις αγωνίες, την ατολμία του αλλά και τη συνείδηση των δυνατοτήτων και των ορίων του σε ένα πλαίσιο κοινωνικής ρευστότητας, με την υπαινικτικότητα, την αμφιθυμία του, την ιδιάζουσα αυτοκριτική του, το χιούμορ, την ανεκτικότητα και ενίοτε τη γενναιοδωρία του προβάλλει ενώπιον του αναγνώστη σαν φυσική παρουσία.
Εντάσσει τον αφηγητή του χρησιμοποιώντας διαρκείς αναδρομές σε ένα οδοιπορικό αναστοχασμού όχι μόνο της ζωής του, αλλά και αυτής των γονιών του, των φίλων και των συναδέλφων του εντοπίζοντας εκείνα τα στοιχεία, σημαντικά αλλά και ασήμαντα, που με περίεργους τρόπους συνδέουν τους βίους των ανθρώπων.
Η ενδοσκόπηση που ασκεί ο Κυθρεώτης είναι βαθιά και ειλικρινής. Δεν χαρίζεται στον εαυτό του. Με χειρουργικό νυστέρι ανατέμνει σκέψεις και πράξεις κάθε στιγμής, καθώς και όσα περνούν από τον νου του και για διάφορους λόγους προτιμά να μην εκστομίσει.
Στη φωνή του αφηγητή είναι χωνεμένες πολλές άλλες αφηγηματικές φωνές, από τη μητρική και εκείνες των δύο προηγούμενων γυναικών της ζωής του ως αυτή του πατέρα του, της αδελφής του, της Δημητριάδου και του γιου της, των συναδέλφων του στο δικηγορικό γραφείο, αλλά και αυτές των τελευταίων συνεργατών του πατέρα του στον Ορχομενό.
Ο συγγραφέας επιφυλάσσει σημαντικό ρόλο και στον χώρο, στα τοπία όπου κινείται ο ήρωας. Η Αθήνα της Νεάπολης, των Εξαρχείων, της Ευελπίδων, της Βασιλίσσης Σοφίας και της Αλεξάνδρας παρουσιάζεται μέσω των μετακινήσεων του πρωταγωνιστή από το πρωί που ξεκινάει από το διαμέρισμά του στην οδό Βουλγαροκτόνου μέχρι τα χαράματα της άλλης ημέρας. Η πόλη με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα γιωταχί, τις μηχανές, το κυκλοφοριακό χάος, τους περαστικούς, τους ιδιαίτερους τύπους της, τις ομάδες διαδηλωτών, τα καφέ, τα μπαράκια και τους θαμώνες τους κυριαρχεί. Μια πόλη που ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείται, αλλά παραμένει ζωντανή.
Δεν νομίζω ότι ο Κυθρεώτης φιλοδοξεί με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα να μεταμορφώσει τη ζωή, κυρίαρχο αίτημα ρομαντικών και μοντερνιστών. Σίγουρα όμως ωθεί αυτόν που το διαβάζει να την παρατηρήσει καλύτερα, κάτι που δεν είναι λίγο.
Το εκεί που ζούμε ανήκει σε εκείνα τα έργα με τα οποία κάθε αναγνώστης ανεξάρτητα από την ηλικία και τον κοινωνικό του προσδιορισμό βρίσκει σημεία ταύτισης.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2019 και το 2022 ο Σωτήρης Γκορίτσας το μετέφερε στον κινηματογράφο.