You are currently viewing Κατερίνα Χ. Παππά: Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη. Εκδ. Κίχλη

Κατερίνα Χ. Παππά: Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαργαρίτα Ιορδανίδη. Εκδ. Κίχλη

Από την πρώτη κιόλας σελίδα της νουβέλας Μαργαρίτα Ιορδανίδη  του Μιχάλη Μακρόπουλου μία αίσθηση ανησυχίας και  θλίψης, που επιβεβαιώνεται από τις δύο κοφτές φράσεις της ηρωίδας παρακάτω,  κυριεύει  τον αναγνώστη.

 

«Τ’ όνομά μου δεν είναι Μαργαρίτα. Δεν είμαι η μητέρα σας». (σ.15)

 

Η αναπάντεχη αυτή πληροφορία δεν αναστατώνει μόνο τα πρόσωπα της ιστορίας αλλά απογειώνει και το αναγνωστικό ενδιαφέρον.

 

Ήδη τα στοιχεία  που έχει δώσει ο αφηγητής μάς επιτρέπουν να φανταστούμε το ζευγάρι, τον Κώστα και τη Μαργαρίτα, στο μεσημεριανό τραπέζι με τις κόρες τους, την εξάχρονη Ιωάννα και την πεντάχρονη Δήμητρα, και να συλλάβουμε την απορία που γρήγορα μετεξελίσσεται σε ανασφάλεια, αγωνία και φόβο τόσο των κοριτσιών όσο και του Κώστα, ως τη στιγμή που αυτός τουλάχιστον  τα μεταλλάσσει σε αυστηρότητα με δύο ελεγκτικές  προς τη γυναίκα του ερωτήσεις.

 

Ο Κώστας Μάντζιος με αφορμή τις σπουδές ξεφεύγει  από το πνιγηρό κλίμα του χωριού και αφοσιωμένος στον στόχο του, να χτίσει τη ζωή του στην πρωτεύουσα εργαζόμενος  ως λογιστής, οργανώνει  σιγά και σταθερά το δικό του γραφείο επενδύοντας σε  σχέσεις που τον βοηθούν επαγγελματικά.

Ο Κώστας δεν αγαπά ούτε τα ταξίδια ούτε το διάβασμα, δεν αρέσκεται σε εσωτερικές αναζητήσεις ούτε καλλιεργεί βαθιά συναισθήματα. Φαίνεται ευγενικός και συγκρατημένος. Στις σχέσεις του με τις δύο γυναίκες της ιστορίας βιάζεται να δημιουργήσει μια επιφανειακή άνεση και να προσφέρει στον εαυτό του την εντύπωση ότι ελέγχει την κατάσταση.

 

Έτσι, την πρώτη φορά που του συστήνεται η Μαργαρίτα, υπάλληλος πελάτη του, σπεύδει να διορθώσει το επώνυμό της.

 

«Δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι Ιορδανίδου;» τη ρώτησε.

«Ποιο;»

«Το επίθετό σας. Δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι Ιορδανίδου;»

«Τι να σας πω; Δεν ξέρω», του απάντησε αμήχανα, αλλά μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο τώρα. «Η ταυτότητά μου αυτό λέει: Ιορδανίδη».(σ. 25)

 

Η Μαργαρίτα Ιορδανίδη, από την άλλη, μία ευπαρουσίαστη νέα γυναίκα, που έχασε τους γονείς της σε νηπιακή ηλικία, πέρασε δύο χρόνια της ζωής της σε ίδρυμα και υιοθετήθηκε αργότερα από δύο ηλικιωμένους, οι οποίοι τη φρόντισαν αλλά  της στέρησαν την ανεμελιά των παιδικών χρόνων, έχει μία στενή φίλη, διαβάζει πολύ λογοτεχνία, βλέπει κινηματογράφο και αγαπά τα ταξίδια, ασχολίες που, όπως λέει η ίδια, της επιτρέπουν να ξεφεύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας και να βυθίζεται σε κόσμους άλλους.

 

Αυτοί οι δύο άνθρωποι με τα λίγα κοινά   και τα  πολλά διαφορετικά που κουβαλά ο καθένας τους  αποφασίζουν να παντρευτούν και σύντομα  αποκτούν τις δύο κόρες τους.

 

Σε μικρό  χρονικό διάστημα από τον χαμό της Μαργαρίτας ο Κώστας γνωρίζει τη Ματζλίντα, μία γυναίκα από τους Αγίους Σαράντα που εργάζεται ως καθαρίστρια σε  πολυκατοικίες, νιώθει σύμφωνα με τα λεγόμενά της «…Ελληνίδα και χριστιανή, βαφτισμένη» (σ.46) και επιλέγει για τη νέα της πατρίδα  το όνομα Ελευθερία.

 

«Δεν σου φάνηκε παράξενο;»

«Ποιο πράμα;»

«Που άλλαξες όνομα».

«Παράξενο μου φάνηκε, μα το συνήθισα».

«Τον εαυτό σου με τι όνομα τον σκέφτεσαι;»

«Ξέρω γω; Συνήθισα το Ελευθερία. Έτσι με φωνάζουν εδώ πέρα».(σ. 46)

 

Ο Μακρόπουλος τοποθετεί χρονικά  την ιστορία του στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90 μπολιάζοντάς την με έμμεσες κοινωνικές αναφορές   και επικεντρώνεται  στην  ψυχογραφία των απομακρυσμένων από τον γενέθλιο τόπο αλλά και από τον εαυτό τους   ηρώων του, κατάσταση που ο καθένας διαχειρίζεται με τον δικό του τρόπο.

 

Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στον Σόλωνα Παπαγεωργίου (book press 13/03/2021) αναφερόμενος στις μέχρι τότε νουβέλες του σημειώνει: «Όσο  για τους χαρακτήρες, σε μεγάλο βαθμό επιλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά ενός μοντέλου, του ξένου σε ξένο τόπο, του ανθρώπου που είναι ξένος στον χώρο που βρίσκεται. Αυτή είναι μια φιγούρα που εμφανίζεται επανειλημμένως στις ιστορίες μου».

 

Η Μαργαρίτα αισθάνεται το παρελθόν της συρρικνωμένο, αφού οι μνήμες  ξεκινούν  μετά την υιοθεσία της από το ηλικιωμένο ζευγάρι. Ακόμη και το όνομά της δεν γνωρίζει αν είναι σφραγίδα των φυσικών γονιών της ή επιλογή του ΠΙΚΠΑ. Χωρίς ρίζες σε μία πραγματικότητα που γίνεται όλο και περισσότερο αποπνικτική, καθώς μεγαλώνει, προσπαθεί μέσω της ανάγνωσης από τη μία να οργανώσει έναν εαυτό και από την άλλη  να γνωρίσει ανθρώπινους τύπους και χαρακτήρες που θα πλουτίσουν τη ζωή της. Ίσως όλες αυτές οι προσωπικότητες που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια της να φυλάνε ένα λόγο, ένα άγγιγμα και για την ίδια. Ίσως ο βίος τους να έχει ανάλογες ή και μεγαλύτερες ελλείψεις από τον δικό της. Ίσως πάλι να είναι τόσο πλούσιος και φωτεινός που λίγη από την ομορφιά του να κερδίσει  και  εκείνη.  Δεν είναι τυχαίες οι φράσεις που σημειώνει στα έργα που διαβάζει.

Αγωνίζεται να βρει τη φωνή της και αισθάνεται ασφυκτικά τόσο στη ρηχή  σχέση της με τον Κώστα όσο και στις λίγες κοινωνικές συναναστροφές που διατηρούν ως ζευγάρι, αφού δεν επιτρέπει στον εαυτό της να ακολουθήσει το όνειρό της.

 

«Εγώ, κι ας είμαι γραμματέας, ονειρεύομαι να ‘μουν συγγραφέας, να ‘γραφα βιβλία», του είπε. «Ξέρεις, μ’ αρέσει να παρατηρώ τα άγνωστα πρόσωπα γύρω μου. Στο τρόλεϊ, στον δρόμο, παντού. Και για το καθένα να πλάθω κι από μια ιστορία». (σ. 74)

 

Η έλλειψη της μητρικής παρουσίας έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο κενό μέσα της που δεν μπορεί να πληρωθεί από την ύπαρξη των δικών της παιδιών.  Ο ρόλος της μητρότητας δεν καταφέρνει να καταλαγιάσει τον θυμό, την οργή, την ενοχή ούτε να την οπλίσει με δύναμη για να προχωρήσει.  Δεν της  μένει άλλη λύση πέρα από την οριστική εγκατάλειψη ενός κόσμου ζοφερού και μάταιου.

 

Η Ελευθερία, φευγάτη από μία χώρα από την οποία τίποτε δεν νοσταλγεί φθάνει με τις δικές της εσωτερικές αποσκευές σε μία χώρα όπου όλα της φαίνονται αξιοζήλευτα. Δεν την τρομάζει ο μόχθος της δουλειάς, δεν την πληγώνει η διασπορά σε διάφορα μέρη της νέας πατρίδας των αδελφών της. Έχει συμφιλιωθεί ακόμη και με τον θάνατο του άνδρα της αφού  δεν άντεξε τις κακουχίες που του επιφύλαξε ο καινούριος τόπος. Η ίδια είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει   χωρίς ουσιαστικές διεκδικήσεις, θέλει απλώς να ενταχθεί στη νέα κοινωνική πραγματικότητα.

Δεν εκφράζει επιθυμίες, δεν  αντιδρά ακόμη κι  όταν ο Κώστας την ενδύει με ένα όνομα άγνωστο, ξένο. Αργότερα  δηλώνει το «εγώ» της σβήνοντας τις υπογραμμίσεις  από τα βιβλία της Μαργαρίτας  που προσπαθεί να διαβάσει. Επισημαίνει την ύπαρξή της εξαφανίζοντας τα ίχνη κάποιας που ήδη δεν υπάρχει και αυτό της αρκεί, εφόσον  ζει μια κανονική ζωή.  Κάποια στιγμή όμως  η ταυτότητα που της επιβλήθηκε την πνίγει.

 

Και ο Κώστας; Ο Κώστας ίσως είναι ο πιο αινιγματικός χαρακτήρας της ιστορίας. Ο Κώστας, που δεν πένθησε ούτε τον θάνατο της μητέρας του ούτε την αυτοκτονία της Μαργαρίτας, περιχαρακωμένος πίσω από τα λογιστικά του βιβλία μοιάζει σαν να υψώνει τείχη απέναντι σε κάθε γνήσια, ειλικρινή και άμεση συμπεριφορά. Κάθε αμφισβήτηση της ισχύουσας κατάστασης, κάθε συναισθηματική αναφορά   τον κλονίζει. Έτοιμος κάθε φορά να αντιμετωπίσει τα πρακτικά προβλήματα  είναι ανέτοιμος να υποδεχτεί τις αντιφατικές πλευρές των άλλων και να δημιουργήσει μαζί τους σχέσεις στενές και ουσιαστικές, απαλλαγμένες από ωφελιμιστικές  προσδοκίες.  Αδυνατεί να συλλάβει ότι υπάρχουν βαθύτερες ανάγκες που καθένας πρέπει να φέρει στο φως και να εκφράσει, προκειμένου να νοηματοδοτήσει τη ζωή του.

 

Η έννοια της ταυτότητας είναι ένα από τα θέματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του συγγραφέα στη  συγκεκριμένη νουβέλα.

Τι είναι ένα όνομα τόσο για τον φορέα του όσο και για το περιβάλλον του; Είναι το πρόσωπο ή το προσωπείο; Ό,τι συγκροτεί το εγώ απέναντι στον χρόνο; Είναι η σύνδεση με το παρελθόν και η συνέχεια στο μέλλον; Και πώς αισθάνεται κάποιος όταν  υποχρεώνεται εξαιτίας των συνθηκών να αλλάξει το όνομά του; Αισθάνεται ότι κατακερματίζεται το εγώ του; Και πώς νιώθει  όταν επιλέγει την αλλαγή ονόματος  εξαιτίας της αλλαγής τόπου;  Αποσυνάγωγος από έναν κόσμο και ικέτης σε έναν  άλλο;

 

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος μέσα από τα πάθη των ηρώων του αποκαλύπτει τη δυσκολία της  ανθρώπινης επικοινωνίας, τη δυστυχία που είναι μοναδική για τον καθένα, το πένθος που δεν ωφελεί να καλύπτουμε, την ανικανότητα  να συμφιλιωθούμε  με το παρελθόν μας και να προχωρήσουμε  εντάσσοντάς το στο παρόν και στο μέλλον,  την  ατολμία μας να ακολουθήσουμε τις μύχιες και ουσιαστικές επιθυμίες μας, την αδυναμία μας να αγαπήσουμε.

 

Αξίζει να παρατηρήσουμε τη λιτότητα και πυκνότητα της τριτοπρόσωπης μη γραμμικής αφήγησης, το κινηματογραφικό στήσιμο  των σκηνών, τη ζωντάνια και φυσικότητα της γλώσσας στους διαλόγους, την ευρηματικότητα της πλοκής και την καλλιέργεια μίας  υφέρπουσας  αγωνίας  ακόμη και σε στιγμές που μοιάζουν ήρεμες.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.