Αμαρτία και Λύτρωση: σχετικά με την παράσταση «Εις το όνομα του Πατρός» του Γιάννη Κωσταρά
Τί γίνεται όταν οι αμαρτίες των γονέων «βαραίνουν» πράγματι τα παιδιά τους; Υπάρχει άραγε συγχώρεση ή ακόμη και λύτρωση; Στο ιστορικό Θέατρο «Ελεύθερη Έκφραση» της πολυπράγμονος καλλιτεχνικής διευθύντριας και ηθοποιού Μαίρης Ιγγλέση, ο συγγραφέας και ηθοποιός Γιάννης Κωσταράς στην παράσταση «Εις το όνομα του Πατρός», σε σκηνοθεσία της Ειρήνης Κουτσαύτη, καταθέτει την άποψή του σχετικά με το φλέγον αυτό ζήτημα στην 4η κατά σειρά παράστασή του.
Ήδη προτού ξεκινήσει η παράσταση ο θεατής καθηλώνεται, καθώς μπαίνει σε έναν χώρο υψηλής αισθητικής, που αποπνέει ζεστασιά και στον οποίον μπορεί να συναντήσει από παλιά σκηνικά και αρχειακό υλικό μέχρι και το καμαρίνι τής αξέχαστης ηθοποιού Άννας Παϊτατζή. Ήδη από το φουαγιέ και πριν εισέλθει στον κυρίως χώρο τού θεάτρου, την Πλατεία, καταβάλλεται από ένα μυστηριακό κλίμα κατάνυξης, που τον καθοδηγεί αρμονικά μπροστά στη σκηνή.
Όταν τα φώτα σβήνουν, ο παλμός τής καρδιάς δυναμώνει…
Ένας πληρωμένος δολοφόνος (Γιάννης Κωσταράς), εκτελεστής συμβολαίων θανάτου, που απονέμει δικαιοσύνη από την κάνη τού όπλου του, εισέρχεται στον «Οίκο τού Θεού» για να ζητήσει από τον Ιερέα (Γιώργος Πασσάκος) να προσπαθήσει να τον αποτρέψει από τον επόμενό του, σχεδιασμένο φόνο. «Απόψε πρέπει να σκοτώσω ένα άτομο. Αν όμως εσύ καταφέρεις με τον τρόπο σου να με πείσεις να μην το κάνω, σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα το κάνω. Εσύ σήμερα σαν άλλος Θεός έχεις την ευκαιρία να σώσεις τη ζωή ενός ανθρώπου».
Τραγική φιγούρα είναι η μάνα, ρόλο τον οποίο ενσαρκώνει με μεγάλη εκφραστικότητα και ένταση η Μαίρη Ιγγλέση, που εμφανίζεται κατά στην αναπαράσταση μίας καθοριστικής για τον δολοφόνο αναδρομής στα παιδικά του χρόνια.
Πώς ορίζεται η αλήθεια και πώς το δίκαιο; Και από ποιόν; Ποιός μπορεί να αθωώνει «δολοφόνους ψυχών» και με πόση ευκολία να καταδικάζει μονόπλευρα τον εκάστοτε «τιμωρό»; Υπάρχουν, τελικά, άλλοθι και ελαφρυντικά για κάθε περίσταση ή επιλεκτικά ο Νόμος και ο Θεός «αποφασίζουν»; Και η συνείδησή μας; Τί ρόλο παίζει αυτή στη διαμόρφωση της πορείας μας, στη δικαίωση ή την παντοτινή μας πραγματική καταδίκη – με την οποία ξυπνάμε και κοιμόμαστε μέχρι να κλείσουμε οριστικά τα μάτια μας;
Δύο πολύ σημαντικοί άξονες που διέπουν το έργο είναι το τραύμα (και η διαχείριση ή μη αυτού) και η προσπάθεια για την προσέγγιση της ουσίας που είναι κοινώς αποδεκτή ως ηθική.
«Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται», τονίζει ο συγγραφέας, στοιχείο που, αν το συνδυάσουμε με την προσπάθεια ερμηνείας/προσέγγισης της «κοινώς αποδεκτής ηθικής», τότε αντιλαμβανόμαστε πως και το εκ πρώτης όψεως σωστό ποικίλλει από νου σε νου και αυτό εξαρτάται, εν τέλει, πάντοτε από την οπτική που έχει κάποιος – από τα βιώματά του, από τον ρόλο που έχει σε μία οποιαδήποτε σχέση ή κοινωνική συνθήκη και, συγκεκριμένα, για τον θεατή στην εν λόγω παράσταση το τι λογίζεται ως ορθό απορρέει από την επιλογή του να τάσσεται υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς.
Όσο ξετυλίγεται η ιστορία, κλιμακωτά ο θεατής έρχεται ολοένα και πιο κοντά σε μια νέα αλήθεια που τον κάνει να επαναπροσδιορίσει τη στάση του απέναντι στους δύο κύριους χαρακτήρες τού έργου, τόσο κατά τη διάρκεια της παράστασης όσο και μετά το πέρας αυτής.
Περαιτέρω εκφραστικό χρωματισμό, όσον αφορά τα τεχνικά, προσδίδουν, πέραν της ευρηματικής σκηνοθεσίας τής Ειρήνης Κουτσάφτη, ο πολύ εύστοχος φωτισμός του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, καθώς και ο ρυθμικός ήχος των κρουστών του Δημήτρη Τσάρνο.
Στο τέλος, επαληθεύοντας την αίσθηση που είχες στην αρχή, βγαίνεις από την αίθουσα με τους υπόλοιπους θεατές σαν να ολοκληρώθηκε κάποια λιτανεία και βρίσκεστε ακόμη σε κατάσταση μυσταγωγίας∙ με βαθύτατους προβληματισμούς και με συγκίνηση για τον «σταυρό» που αθέατα πολλές φορές κουβαλάει ο καθένας μας, αλλά και άνθρωποι που δεν τους «πιάνει» το μάτι σου∙ κι, όμως, αξίζει η ψυχή σου, αν όχι να τους κατανοήσει, έστω να προσεγγίσει την οπτική και τις ανάγκες τους, την πηγή που πυροδότησε ένα τραύμα που πιθανότατα θα ζει αιωνίως μέσα τους.
Όσο πιο πολύ απομονώνεσαι από τα εγκόσμια, τόσο πιο πολύ ελπίζεις ή και πιστεύεις ότι μπορείς να ενδύεσαι μόνος σου άλλους ρόλους. Και το καταφέρνεις. Το ζήτημα είναι, όμως, ότι την ανομία του ο καθένας την ξέρει. Κι η αμαρτία του ενώπιόν του εστί δια παντός (Ψαλμός Ν’ (50) – «τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός»).