You are currently viewing Κατερίνα Ιωαννίδου:  Σημειώσεις για δυο βιβλία.  1) Μιχάλης Μακρόπουλος: Μαύρο νερό, εκδόσεις Κίχλη. 2) Λένα Καλαϊντζή – Οφλίδη & Σίμος Οφλίδης: Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα, εκδ. Ιανός

Κατερίνα Ιωαννίδου:  Σημειώσεις για δυο βιβλία. 1) Μιχάλης Μακρόπουλος: Μαύρο νερό, εκδόσεις Κίχλη. 2) Λένα Καλαϊντζή – Οφλίδη & Σίμος Οφλίδης: Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα, εκδ. Ιανός

 

1)   Μιχάλης Μακρόπουλος, Μαύρο νερό

Πηγή ζωής και σύμβολο εξαγνισμού το νερό ανά τους αιώνες. Τρέφει τη γη, τη φύση, όλα τα δημιουργήματά της. Τον άνθρωπο, το σώμα και το αίμα του. Στη νουβέλα του Μακρόπουλου αντίστροφος ο ρόλος του, γιατί είναι μαύρο. Ποτίζει το ορεινό τοπίο της Ηπείρου και φυτρώνει θάνατος, καθώς είναι δηλητηριασμένο από τις γεωτρήσεις που κάποιοι αποφάσισαν, επέβαλλαν υπογείως και έφεραν τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την ερήμωση.

Λίγοι μόνο κάτοικοι παρέμειναν, αγωνιζόμενοι να επιβιώσουν και αρνούμενοι να ενδώσουν στη ‘‘ρηχή συμπόνια’’ αυτών που θέλουν να έχουν τον έλεγχο και που τους παραχωρούν σπίτια στα Γιάννενα. Ανάμεσά τους, κύριος αγωνιστής ο Πατέρας. Διατρέχει το κείμενο με ‘Π’ κεφαλαίο, σαν άλλος θείος Πατέρας, προσηλωμένος στη φροντίδα του σακάτικου παιδιού του και αποποιούμενος κάθε άλλο του γνώρισμα, ανάγκη, επιθυμία. Το κουβαλά στην πλάτη και εξορμούν στη φύση, αγναντεύουν τη θέα, κυρίως επισκέπτονται ξωκκλήσια και διαβάζουν αποσπάσματα από τα Ιερά Κείμενα. Φορτωμένος τη δύναμη της αγάπης για το γιο του, τον τόπο του, τον άλλο άνθρωπο μπορεί και αντιστέκεται. Ηχεί σαν αντίλαλος της αλήθειας σε έναν τόπο όπου οι λέξεις βρίσκονται σε αχρησία και η επικοινωνία έχει εκλείψει. Σ’ έναν τόπο όπου όλα είναι νεκρά και ζωντανεύουν μόνο με τις αναμνήσεις και τα φαντάσματα, αποκύημα της μνήμης. Αυτός είναι ο τρόπος για να ζήσουν ελεύθεροι, με τη δική τους βούληση και τους δικούς τους όρους. Να ζήσουν ίσως το θαύμα. Το 21ενός έτους ανήμπορο βρέφος να καβαλικέψει άλογο, σαν τους άνδρες στο εξώφυλλο του βιβλίου που του αγόρασε ο Πατέρας ,ανεξάρτητο, αυθύπαρκτο –και ας είναι στα όνειρά του- και όσο κρατήσει… Ο ίδιος ο Πατέρας να ξαναγευτεί, μαγειρευτό, σπιτικό φαγητό –και ας είναι δηλητηριασμένο- να πλαγιάσει συντροφιά με μια γυναίκα –και ας είναι άρρωστη- και όσο κρατήσει…

Λιτά, απέριττα και δεξιοτεχνικά ο Μακρόπουλος μεταφέρει την ουσία χωρίς να εξηγήσει, χωρίς να σχολιάσει, χωρίς να διδάξει. Δεν δίνει έτοιμη τροφή. όπως ακριβώς ο Πατέρας-ήρωας στο γιο του. Ωθεί σε παρατήρηση της κατάστασης, της φύσης, προσφέροντας την εμπειρία ως πηγή γνώσης και ως μέσο καλλιέργειας της σκέψης, την κρίσης. Αποτυπώνει εύστοχα τη συντελούμενη οικολογική καταστροφή -ως επακόλουθο αποφάσεων που λαμβάνονται ερήμην του απλού κάτοικου και εις βάρος της αξιοπρέπειάς του- αλλά και το νόημα της πίστης, τον άρρηκτο δεσμό του ατόμου με τον τόπο του και την ύψιστη αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης. Έτσι προβληματίζει και ευαισθητοποιεί με εικόνες και αναδυόμενα μηνύματα που εντυπώνονται ανεξίτηλα στο νου.

 

‘‘ Το απομεσήμερο έπαιρνε στην πλάτη τον Χριστόφορο κι ανέβαιναν στους γύρω λόφους: στην Μπολιάνιτσα, στον Αι-Γιάννη, πιο συχνά στον Αι-Δημήτρη, γιατί η θέα ήταν πιο πλατιά πριν απ’ το ξωκκλήσι. Ανεβαίνοντας έβλεπαν από ψηλά το χωριό, που στη φαντασία του αγοριού αποκτούσε ζωή έτσι ιδωμένο, με τα σπίτια του μικρά και κοπαδιαστά. Στέκονταν στο αγνάντι και έβλεπαν το Μπόζοβο, πέρα τη Μουργκάνα. Με τη δύση, ο ουρανός κοκκίνιζε σε μια μακριά και φαρδιά λωρίδα, τα σύννεφα μάτωναν, κι αυτοί τότε έμοιαζαν, Πατέρας και γιος, οι τελευταίοι άνθρωποι στη γη.’’

 

‘‘ Το νερό που έτρεχε από τη βρύση έδειχνε καθαρό πια, αλλά δεν ήταν ούτε θα ‘ταν ξανά καθαρό για πολλά χρόνια. Ήδη από τότε που η Αναστασία ήταν ζωντανή κι ακόμα δεν είχαν καταλάβει πως είχε αρρωστήσει, ο Πατέρας είχε βάλει στη βρύση ένα φίλτρο και το άλλαζε κάθε χρόνο- αυτό, τα τρόφιμα και τα βιβλία του Φόρη ήταν τα μόνα τους έξοδα. Όμως αυτή η τακτική αλλαγή του φίλτρου ήταν σαν προσευχή σ’ έναν θεό που, ενώ δεν τον πίστευε πια, δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως είχε πάψει να τον πιστεύει.’’

 

 

2) Λένα Οφλίδη &Σίμος Οφλίδης, Θεσσαλονίκης χαλκεία και χαλκεύματα

 

Μια μυστική συμφωνία με τον χρόνο, και δίνεται στους  αφηγητές,  που περιδιαβάζουν  στο ιστορικό κέντρο της πόλης εν μέσω πανδημίας, πάσο ελευθέρας να μπαινοβγαίνουν στους αιώνες με  όχημα την φαντασία. Εξάλλου “το καθετί έχει την αξία που του δίνει η φαντασία μας”. Και καθετί σε αυτήν την περιδιάβαση στη ζωή της μνήμης παίρνει αξία, καθώς καθετί έχει την δική του ιστορία , που ο απόηχός της είναι αισθητός σε όλους μας. Οι αφηγητές αφήνουν χώρο και σε μας να γίνουμε συνοδοιπόροι και να προσεγγίσουμε μαζί τους βιωματικά, ανθρώπους, γεγονότα, μνημεία. Να ξύσουμε την εξωτερική πραγματικότητα και να μην μείνουμε μόνο στην επιφάνεια της.

Κάθε μυθιστορία ζωντανεύει και κινεί μία ιστορία. Άτομα που συνέβαλλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της πόλης μας, της όψης της, του πολιτισμού της, που έζησαν ή έκαναν ένα πέρασμα από αυτήν,  ξεκολλούν από την ανωνυμία του πλήθους και παίρνουν σάρκα και οστά. Μιλούν. Συνομιλούν με τους αφηγητές. Εμείς παρόντες τους ακούμε. Βασιλιάδες, κυβερνήτες,  στρατηγοί, ποιητές, διανοούμενοι και οι “μαγεμένες” περνούν από μπροστά μας. Ξεπηδούν από πλατείες, που κοσμούν με τα μνημεία τους, από δρόμους που έχουν ονοματίσει και μας ξανασυστήνονται σωστά. Το χτες συναντιέται με το σήμερα. Η σύγχρονη αύρα συμφύρεται με αυτή του παρελθόντος. Εικόνες οπτικές, οσφρητικές, ακουστικές φορτίζουν τις αισθήσεις μας. Νιώθουμε, συναισθανόμαστε, μαθαίνουμε χωρίς να κουραζόμαστε. Μύθοι, αλήθειες, αναμνήσεις στην κατάλληλη δόση και η μετάγγιση του ορού της φιλομάθειας, της αναζήτησης, του αναστοχασμού έχει ολοκληρωθεί. Έτσι τρέφεται το πνεύμα μας.

Η πένα εμπνευσμένη, άλλοτε καυστική και στοχευμένη, άλλοτε ρεαλιστική-νατουραλιστική, άλλοτε ανάλαφρη , ευαίσθητη, νοσταλγική, κάνει παιχνίδι με τις λέξεις.

Ο τρόπος κινηματογραφικός. Ζουμ στη λεπτομέρεια, το περιστατικό, το βλέμμα, όποιο εφαλτήριο για μια μυθ-ιστορία που θα ξεθολώσει την εικόνα μιας αφηρημένης καθημερινής ματιάς.

Σε κεντρικό πλάνο η Παναγία των Χαλκέων, έναυσμα για τη μυθιστορία με τον Ήφαιστο, τα μαθήματα της τέχνης του στους χαλκωματάδες και το σουλάτσο του στην πόλη, τον Κάβειρο και την παράδοση της σκυτάλης για προστασία της πόλης στον Άγιο Δημήτριο. Και από βέβηλος ο τόπος γίνεται ιερός.  Αργότερα, στον ίδιο χώρο ο μαΐστρος των τρούλων, Μάρκος,  συναντά τους δυο κυνηγημένους απεργούς καπνεργάτες του ’36 και τους διασώζει πριν προλάβουν να δουν νεκρό τον Τάσο Τούση. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες γράφει ο ποιητής και ο Κύριος υποστηρικτικός στον αγώνα τους… ¨Ο Μάρκος επιστρέφει στον ναό. Σκαρφαλώνει ξανά στη σκαλωσιά για να συνεχίσει οριζοντιωμένος πάνω σε μια πλατιά σανίδα τη δημιουργία του.

 Και, ¨ήμαρτον, Κύριε! Μη αποστρέψεις…¨

Παρατηρεί κατάπληκτος το βλέμμα του Χριστού. Έχει ξεφύγει πάλι από την ευθεία του, δεν βλέπει προς τον τάφο του κτήτορα, σύμφωνα με την εντολή του. Αλλά άσ’ τον εκείνον, καλά θα αναπαυθεί όταν φτάσει η ώρα του με ειρήνη και ασφάλεια στο κιβούρι του. Ο Χριστός στρέφει το βλέμμα του προς την αντίθετη πλευρά, προς τη στοά της Καταφυγής απ’ όπου ξέφυγαν οι δυο κυνηγημένοι.

Σταυροκοπήθηκε ο Μάρκος.

Κύριε, ¨θαυμαστά τα έργα σου¨, κι έπιασε πάλι το πινέλο ο ¨τέχνης χρωστήρος διαπρέπων¨ να ολοκληρώσει τη νωπογραφία.¨

Την εβραϊκή συνοικία της Ρόγος , επισκέπτεται ο αφηγητής την περίοδο που η χολέρα την θερίζει, για να περιγράψει την αθλιότητα και την εκμετάλλευση των φτωχών και αγράμματων στο μεγαλείο της.¨ Ο ραβίνος τους προειδοποίησε ν’ απέχουν από κάθε αμαρτία αν θέλουν να εξιλεώσουν τον εκδικητικό θεό τους, τον τιμωρό ζηλωτή θεό των Εβραίων και να περιοριστεί το μόλυσμα, «ο φόβος της θεϊκής τιμωρίας είναι πάντα εργαλείο για τη χειραγώγηση των αγράμματων. Πώς να πολεμήσεις τους δυο εχθρούς μαζί, τη χολέρα και την αμάθεια;»¨

Άλλη στιγμή ο φακός εστιάζει στο Καραβάν Σαράι, αφενός δίνοντας μια οπτική αποδοκιμασίας στις κοντόφθαλμες  βλέψεις και  στόχους των δημοτικών αρχών, που τόσο ταίριαζαν με τη μιζέρια και την ακαλαισθησία του κτίσματος, όταν στέγαζε το δημαρχείο και αφετέρου για να γίνει μνεία στ΄ αμέτρητα καραβάνια που φιλόξενα υποδέχτηκε η πόλη. Το πρώτο ξεκινά για τον εποικισμό της πόλης κατ΄ εντολήν του Κάσσανδρου. Από εκείνο ξεπηδά ο πρώην σαρισσοφόρος Αρίστος για να διηγηθεί την περιπέτειά του και τη συμβολή του στο χτίσιμο της πόλης. ‘‘ «Εγώ να σου πω για τον Κάσσανδρο, εμένα ν’ακούς…»

Εισβολέας, αθόρυβος στην ονειροπόλησή μου θρονιάστηκε κοντά μου στο πεζούλι ο άντρας, κοιτάζοντας με ολοφάνερη απορία το πλαστικό κυπελλάκι του καφέ στο χέρι μου. Αυτόκλητος, για την επόμενη περίπου μία ώρα συνομιλητής με τις σκέψεις μου.

«Στραβά κουτσά ξεχειμωνιάσαμε…

»…ο βασιλιάς εντωμεταξύ, για να μην την κοπανήσουμε και γυρίσουμε στα σπίτια μας, έστειλε στρατιώτες και τα έκαψαν όλα.

»Τα τελευταία χρόνια έφκιασα μια παραγκούλα στο έβγα του Αξιού. Τσάκωσα  την ευκαιρία που έλειπε ο Κάσσανδρος σε εκστρατεία στην Κάτω Ελλάδα –πού να ησυχάσει ο άπληστος-! να τιμωρήσει λέει τους Αθηναίους, γιατί συμμάχησαν με τους Αιτωλούς. Άκου τι σκαρφίστηκε για να ταλαιπωρεί τον κόσμο…»

 «…τα βράδια ύπνος δεν με πιάνει από τις σουβλιές στο παλιό τραύμα. Κάθομαι όξω από το παραγκάκι, κι όταν έχει γεμάτη Σελήνη, διακρίνω την πόλη απέναντι να μεγαλώνει. Μπορεί να ζήσει και να γιορτάσει και χίλια χρόνια, μπορεί και δυο χιλιάδες τριακόσια. Αυτό μονάχα οι θεοί το ξέρουν. Όλοι εμείς που με νύχια και δόντια τη χτίσαμε θα πεταχτούμε άχρηστα κόκαλα μέσα στο χωνευτήρι του χρόνου. Κι αυτός ο άθλιος ο σώγαμπρος, ο Κάσσανδρος, θα μνημονεύεται από τους κατοπινούς θρονιασμένος σε κάποιες σελίδες της Ιστορίας. Πάω στοίχημα, ακόμα και σε δρόμους θα τον ονοματίζουν.’’ Και ο άσημος γίνεται σημαντικός.

Σε άλλο πλάνο προβάλλουν και άλλοι άσημοι-σημαντικοί από άλλες περιόδους. Η εκρηκτική κυρία Πόπη με τα πολίτικα τερτίπια της, ο συνεχώς εξελισσόμενος, ράφτης Λάζος που αρκεί να γυρίσει ανάποδα τη φωτογραφία του αντάρτη, αδερφού του και να πορευτεί προς την επιτυχία, κοπιάζοντας για όλους τους στρατιωτικούς, ναυαγώντας στα κοστούμια  που τους ράβει…

Ανεξίτηλη η σφραγίδα του Αντωνάκη του Γλόμπου, ενός από τα ορφανά που υπέστησαν τις γερμανικές, πειραματικές θεραπείες της κασίδας – γροθιά στο στομάχι μας – στο ορφανοτροφείο που βρισκόταν υπό την προστασία των βασιλέων. ¨Από τότε αρκετές φορές στον ύπνο του ο μικρός Αντώνης έβλεπε τον εφιάλτη της βασίλισσας με το ψυχρό της βλέμμα να φοβερίζει τα φαλακρά παιδιά: «Μην τολμήσετε να διαμαρτυρηθείτε αλίμονο σας!». Ανάμεσα στην περμανάντ των μαλλιών της αποκρουστικά φρύδια με απειλητικές γλώσσες μεταμόρφωναν τη σύγχρονη Μέδουσα σε απεχθέστατη Γοργόνα του φόβου¨. αλλά  και της μητέρας του, Ανάστας, εργάτριας-αγωνίστριας- στη φάμπρικα Υφανέτ. ¨ «Στη φάμπρικα Υφανέτ»  στο χώρο της εκδήλωσης, τα φώτα σβήνουν. Το σκοτάδι μας ενώνει όλους σε μια παρέα με το μακρινό χτες. Ακούγεται μουσική. Τζαζ της δεκαετίας του ΄40 σε χαμηλή ένταση.   Στα χρόνια της Ανάστας μόνο το ξύλο της αστυνομίας έπεφτε μετά μουσικής στη διαπασών.¨

Δεν ξεφεύγουν από τη λήψη του φακού της μνήμης οι βαρβαρότητες και οι σφαγές κατά το κούρσεμα της πόλης και κατά την Τουρκοκρατία. Ούτε όμως και οι πανηγυρικές παρελάσεις στην Εγνατία. Ούτε και αυτή η τρελή η Μάρω, στο τέλος της περιδιάβασης στο κέντρο της πόλης και στο χρόνο, κατά τη σύναξη των σκιών, την οποία η αφηγήτρια σέρνει μαζί της στο σκηνικό της μνήμης μη χαθεί στην ποικιλία των συνειρμών.

 

Η γειτονιά των χαλκέων σιγά σιγά μετατράπηκε σε γειτονιά ελάχιστων χαλκοπρατών.

    Τώρα εγώ γιατί πικραίνομαι;

    Αφού ξέρω καλά πως η ζωή στην πόλη είναι ένα διαρκές καλειδοσκόπιο με χρώματα και σχήματα που τα ορίζουν οι ανάγκες της ζωής. Σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς. Και όχι αναγκαστικά χειρότερα. Όμως η πίκρα παραμένει πίκρα, λες και κάποιος αφαίρεσε, χωρίς την έγκρισή μου, μια φωτογραφία από το προσωπικό μου άλμπουμ των συγκινήσεων.

Το μόνο που θα μπορούσε να γλυκάνει την πίκρα μου είναι μια τουλούμπα με βουβαλινό καϊμάκι στο παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο του ‘Χατζή’, γωνία Κλεισούρας με Βενιζέλου.”

 

 

Η Κατερίνα Ιωαννίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μένει στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης. Είναι φιλόλογος, αυτοαπασχολούμενη με την παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων από το 2000, που αποφοίτησε από το τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του ΔΠΘ . Το τελευταίο διάστημα, στο πλαίσιο της συμμετοχής της στη Λέσχη Ανάγνωσης Τριανδρίας ξεκίνησε την ενασχόληση με τη συγγραφή κριτικών, για την καταγραφή των σκέψεων και των συναισθημάτων της αναφορικά με τα μελετώμενα λογοτεχνικά έργα.

 

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.