Έβγαζε μόνο φθόγγους, αλλά, μαζί με επιδέξιες κινήσεις, σου έδινε να καταλάβεις και με το παραπάνω, αυτό που ήθελε να πει. Αεικίνητη. Ποτέ δεν στεκόταν για πολύ ώρα στο ίδιο μέρος. Πλήρως ενταγμένη στη μικρή κοινωνία, αλλά και συγχρόνως απέξω. Λόγω κάποιας συγγένειας -όλοι με κάποιο τρόπο ήταν συγγενείς μέσα στο χωριό- ερχόταν συχνά στην αυλή μας. Κυρίως τα απογεύματα, όπου είχε πέσει ο ήλιος, και μαζεμένες στα σκαλοπάτια οι γιαγιάδες, με τα μαντήλια λυτά στους ώμους, για να δροσιστούν απ την κάψα του καλοκαιριού, ξεκουράζονταν, από τις ατέλειωτες δουλειές της μέρας. Ήρθε φουριόζα, μία σταλιά άνθρωπος ήταν, κοντή και αδύνατη, κοντοκουρεμένη, με μία ρόμπα φανελένια μπλέ, με μικρά λευκά λουλούδια, μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο, και μία ζώνη λεπτή, από το ίδιο ύφασμα, δεμένη δύο κόμπους να σφίγγει στη μέση . Κάθισε στα σκαλοπάτια, με πήρε στα γόνατά της, και με ταχτάριζε, τραγουδώντας κάτι. Μάλλον, δικά της λόγια τα ένιωθα να είναι, τρυφερά, και όχι κάποιο υπάρχον τραγούδι.
Η γιαγιά μου, την αποπήρε έντονα. « Ασ’ το κάτω το μικρό, θα το γεμίσεις σάλια.» και με τράβηξε από πάνω της. Το ίδιο και οι υπόλοιπες συμπλήρωσαν η καθεμία από μία αυστηρή ορμήνια, και γύρισαν στην κουβέντα τους, σοβαρές και αλύγιστες. Εγώ μούδιασα προσωρινά, δεν ήξερα τι να κάνω, ένα πουλί μου τσίμπούσε την καρδιά, δεν θα ήμουν πάνω από πέντε, έξι χρονών, ξαναπήγα, και ρίζωσα δίπλα της, και με το χέρι μου την κρατούσα από τη ρόμπα. Σήκωνε τις κάλτσες της κάτι μπεζ μέχρι τις γάμπες, παράταιρες, μες στο κατακαλόκαιρο, ξεχειλωμένες, που της ξανάπεφταν. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να κάνει πίσω. Στις αντιρρήσεις της με ότι διαφωνούσε, σήκωνε κύματα από φωνές, αλλά και με το σώμα να σιγοντάρει δήλωνε πλήρως την αντίθεσή της. Το όχι της ήταν τρεις συλλαβές και τονιζόταν στην πρώτη. Το ναι δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της, απλά όταν δεν διαφωνούσε, συμφωνούσε. Για χάρη μου για να μη φέρει προστριβές, κάθισε λίγο κοιτώντας πέρα, χωρίς να πάρει μέρος στη συζήτηση όπως άλλες φορές, και έφυγε. Μου είχε μεγάλη αγάπη.
Ήμουν στην εκκλησία μία Κυριακή πρωί, δίπλα στην γιαγιά μου που καθόταν μπροστά στο στασίδι της πάντα όρθια. Είχα βαρεθεί, κι ήμουν έτοιμη να φύγω, όταν εκείνη βγήκε φουριόζα από το αριστερό Παραπόρτι και πήγε και στάθηκε μπροστά στην ωραία πύλη. Το συνήθιζε, κάθε φορά που έβγαινε ο παπάς για να πει «τα σα εκ των σων», δεν ξένισε κανέναν η εικόνα. Όλη την ημέρα στην εκκλησία τριγυρνούσε βοηθούσε έκανε θελήματα. Εμένα με ξένισε το ότι δεν ήταν σκυφτή, σε στάση προσκύνησης, όπως άλλες πολλές φορές που την είχα δει, παρά περίμενε με μία ανυπομονησία κοιτώντας μέσα στο ιερό. Όταν βγήκε ο παπάς από την ωραία πύλη κρατώντας το Άγιο δισκοπότηρο, ψέλνοντας, εκείνη άρχισε τον γιουχάρει, κάνοντας και έντονες κινήσεις με τα χέρια της. Θορυβήθηκαν όλοι, ένα σούσουρο απλώθηκε μέσα στην εκκλησία, μία εκκλησάρισσα έτρεξε να την συμμαζέψει. Εκείνη θυμωμένη κι εκτός εαυτού δύσκολα έκανε πίσω. Ο παπάς προσπαθώντας να μη χάσει τα λόγια του αλλά μασώντας κι αρκετά, έκανε μία στροφή έτσι που το άμφιο ανέμισε και μπήκε στο ιερό. Εκείνη τότε γυρίζοντας, και βλέποντάς με, άλλαξε τελείως διάθεση, με πήρε απτόητη από το χέρι, και ακολουθώντας τους δύο επιτρόπους, τον έναν με τον δίσκο στο χέρι, και τον άλλον με το μυροδοχείο, παραμερίζοντας τον κόσμο, πήρε απ τον δεύτερο το σκεύος, και σχεδόν με έλουσε στα μαλλιά και στα ρούχα μου. Μετά μου φίλησε το κεφάλι και έφυγε.
Μπορεί και να μην με είχε απασχολήσει ποτέ αν δεν έβλεπα μπροστά μου τη σκηνή, το αν ερωτεύτηκε ποτέ. Στεκόταν το ζευγάρι μπροστά της γελαστό, εκείνη τον θώπευε στα χέρια στο σακάκι, έλεγε το όνομά του ξανά και ξανά γελώντας, κι εκείνος της μιλούσε γλυκά συγκαταβατικά, το ίδιο και η κοπέλα του, γλυκιά και αυτή κι ευγενική μαζί της. Πρωτόγνωρη για εμένα συμπεριφορά, αμέσως τους ξεχώρισα, και τους έβλεπα από κει και ύστερα με άλλα μάτια. Λοιπόν για πες μας για τον Άκη σου- δικό της το υποκοριστικό μην μπορώντας να πει ολόκληρο το όνομά του – την πείραζαν οι άλλες γυναίκες παντρεμένες όλες, με οικογένειες και παιδιά. Γελούσε εκείνη με ορθάνοιχτο το στόμα και κλειστά τα μάτια, έφερνε στα χείλη ενωμένα τα δάχτυλά της και τα φιλούσε. Άκη, Άκη τραύλιζε με ευχαρίστηση.
Περπατούσε με παράταιρα βήματα, φεύγοντας όλο της το σώμα πιο αριστερά όταν πατούσε το αριστερό, και πιο δεξιά όταν πατούσε το δεξί. Όταν σταματούσε, τα γόνατά της ενώνονταν, ενώ κάτω τα πέλματα έμεναν λίγο πιο ανοιχτά σαν να την βοηθούσαν να ισορροπήσει. Με τα χρόνια γινόταν πιο μικροσκοπική το κοντοκουρεμένο πάντα κεφάλι γκριζάρισε, και το περπάτημα έγινε πιο ασταθές επειδή είχε προστεθεί και η «συνήθεια». Στην αρχή ίσως στο σπίτι μόνο, πάντα σε κάθε σπίτι υπήρχε ένα ποτηράκι κρασί στο τραπέζι. Μετά, όσο γίνονταν ανάγκη και πάθος, το ζητούσε με παρακάλια με καλοπιάσματα στα σπίτια συγγενών που επισκέπτονταν. Ή, και στην εκκλησία, όταν τακτοποιούσε τα νάματα. Ακόμα και στα καφενεία που κάποιοι την κερνούσαν για να κάνουν χάζι.
Και τα παιδιά άλλο που δεν ήθελαν. Την έβαζαν στη μέση όποτε τύχαινε στο δρόμο τους. Μα αυτά, δεν περίμεναν τη «συνήθεια» για να την περιγελούν. Το έκαναν και από πριν. Μα τότε είχε άλλες αντιστάσεις. Πότε έκανε πως κλαίει, και πότε τα έπαιρνε στο κυνήγι με τις πέτρες.
Ήταν Πάσχα, έλειπα χρόνια από το χωριό. Είδα τον αδερφό της στην πλατεία. Με γνώρισε, είχε να με δει από μικρή. Πρώτη φορά μιλήσαμε σαν ενήλικες και οι δυο. « Είναι σε ένα ίδρυμα στο Βόλο» μου είπε συνεσταλμένα και με βαθιά θλίψη. Είχε φύγει η μάνα τους τη ζωή εδώ και λίγο καιρό. «Στο Βόλο»; μέχρι εκεί ρώτησα. Ρωτιόμουν μέσα μου. Γιατί τόσο μακριά»; «Και σε ίδρυμα»; Αλλά και πού; Στο σπίτι μόνη της; Δεν θα τα έβγαζε πέρα. Στο σπίτι του; Παντρεμένος άνθρωπος, ρωτάς την άλλη αν θέλει;
«Δεν περνάει καλά» είπε σιγανά όταν καθίσαμε σε ένα καφενείο. Κόσμος πολύς γύρω η πλατεία ασφυκτικά γεμάτη. «Δεν μπορεί να συνεννοηθεί. Ήταν και ο χαρακτήρας της ατίθασος μα τώρα»… Έκανε μία παύση. «Την χτυπάνε» μου είπε ακόμα πιο σιγανά. Οι άλλοι γύρω μας διέκοψαν. «Άντε στην υγειά μας, Χριστός Ανέστη!».