Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά, και στάθηκε κάτω από τη μακρόστενη σκιά, ενός κυπαρισσιού. Τι διαφορετικό άγγιγμα, στο δέρμα, που έχει κάθε σκιά.
Ο Γιώργης, ήταν όμορφος μα άβουλος. Και όταν για τη Φρόσω, την ξεχωριστή έκανε λόγο στην μάνα του, εκείνη του ‘πε ότι, «όταν αυτός ο τρελός, που σε τυφλώνει, φύγει και πάει στον εξαποδώ, τότε θα δεις πιο καθαρά. Τότε θα δεις, πως έχει δίκιο η μάνα σου, που σε αγαπάει. Είναι άλλες, καλύτερες για σένα. Μ’ αυτήν, δεν σε χαραμίζω». Μα όσο κι αν άνοιγε τα μάτια του να δει καλύτερα, έβλεπε τη Φρόσω, ακόμα πιο ξεχωριστή, μα και τη μάνα του να τον αγαπάει.
Ξύπναγε πρωί, και έφευγε στα χωράφια, με λίγο ψωμοτύρι και νερό. Όταν κουραζόταν το κορμί του, άλλαζε ίσκιους. Της ελιάς ο ίσκιος, τον πότιζε βαθιά με μία γλυκύτητα, που του έδιναν οι μικρές στάμπες ήλιο, ανάμεσα από τα φύλλα της, ενώ του πλάτανου, όταν κατηφόριζε πιο κάτω, για να γεμίσει το παγούρι του νερό από το ποταμάκι, τον τρόμαζε, ίσκιος παχύς, και απόλυτος, τον έπνιγε. Το κυπαρίσσι ας πούμε, κι ας ήταν ο ίσκιος του κρουστός, καθόλου δεν τον ενοχλούσε. Αντίθετα, έκοβε και ένα κυπαρισσόμηλο, κατά το συνήθειο του, όταν βρισκόταν στη σκιά του, και το έφερνε στα ρουθούνια του. Ένα βάλσαμο απλωνόταν στην ψυχή του, μ ‘αυτή την μυρωδιά.
Και ήρθαν κι άλλες «τύχες καλές» μέσα στα επόμενα χρόνια, μα όχι ξανά ο έρωτας. Και η Γεωργία τις έδιωχνε. Δεν ήταν αυτές, για τον Γιώργη της. Τις έφερνε μία θειά της. Τις περιποιούνταν και με το παραπάνω η Γεωργία. Κρύο νερό, και γλυκό του κουταλιού, πάνω σε δίσκο με λευκό σεμέν πλεχτό, χαρούμενη και περιποιημένη. Πιο μαζεμένος ο Γιώργης, λαχτάρησε μια φορά που είδε μία κοπέλα απέναντί του να τον κοιτάζει ζωηρά. Φεύγει η κοπέλα με τη μάνα της, έμεινε η θειά. «Τί λες Γιώργη μου;» « Τι να πω; Καλή, καλή κοπέλα». «Και άξια». Συμπλήρωσε η θειά. «Και όμορφη». Συμπλήρωσε η Γεωργία. «Και στραβοκάνα». Δευτεροσυμπλήρωσε, όταν μείνανε οι δυό τους. «Καλά δεν τα είδες τα στραβά της τα κανιά;» Είχαν όλες τους κουσούρια. Αγανάκτησε η θειά, δεν ξανάφερε άλλη νύφη. « Τί να σου κάνω θειά;» της μυξοκλάφτηκε η Γεωργία. Αφού το βλέπεις, πως δεν το αποφασίζει.
Πήγαινε και στην εκκλησία ο Γιώργης που και που. Του άρεσε αυτός ο καινούργιος ψάλτης απ’ το διπλανό χωριό, κάνα δύο χρόνια τώρα, που έλεγε τα λόγια του γλυκά, σαν να τα εννοεί, και ας μην τα καταλάβαινε τα περισσότερα, ήταν σαν να του τα ‘λεγε ψιθυριστά στο αυτί.
Τους ήταν αδύνατον να επιβιώσουν χωρίς αγάπη γιαυτό και τρέφονταν από την κοινή τους θλίψη. Ο Γιώργης, ήταν από πάντα θλιμμένος. Ίσως όχι και από πάντα. Κάποτε, θυμόταν μια γλύκα, από παιδικά αισθήματα, μα σαν κάτι ξεχασμένο και παμπάλαιο. Ψηλός και όμορφος -στο κορμί έμοιαζε από τον πατέρα του- με καστανά σγουρά μαλλιά. Η Γεωργία υπήρξε ένα χαρούμενο κορίτσι, μα κάθισε πάνω της μία θλίψη θαλερή, όταν τους άφησε για πάντα ο Αντώνης. Κλονίστηκε, έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Ήταν δεν ήταν 4-5 χρόνων τότε ο Γιώργης. Απόμειναν οι δυο τους. Άργησε πολύ να το χωνέψει. Μάλλον δεν το χώνεψε ποτέ. Εκείνο το πρώτο βράδυ, πήγε παραπατώντας να ταΐσει το γάιδαρό της, που τον είχε δεμένο στον αχυρώνα, δύο μέρες ξεχασμένο νηστικό. Δεν πήγε καταπάνω της με ανυπομονησία, δεν έβγαλε φωνή, μόνο την κοίταξε με τα μεγάλα του τα μάτια, μισοσκυμμένος στο παχνί. Την τύλιξε μυρωδιά του, μια μυρωδικά γνώριμη και αψιά. Πρώτη φορά, την ζέσταινε παρηγορητική, η μυρωδιά του γαϊδάρου. Άλλος γάιδαρος, δεν είδε τόση περιποίηση και αγάπη, πάνω στη γη, όσο από κείνη τη στιγμή, ο γάιδαρος της Γεωργίας.
Ο Γιώργης εξαφανίστηκε ένα πρωί ξαφνικά. Θα ήταν γύρω στα σαράντα. Γράμμα δεν άφησε, ούτε είπε σε κανέναν τίποτα. Από την επομένη κιόλας Κυριακή δεν ξαναείδαν και τον ψάλτη στην εκκλησία. Στο χωριό έλεγαν διάφορα. Η Γεωργία μέσα σε μία εβδομάδα γέρασε δέκα χρόνια.
«Πήγε στην Αμερική να βρει τον πατέρα του» είχε πει στο μπακάλικο που την ρωτήσαν ξεδιάντροπα δύο απ’ την πάνω γειτονιά. «Ποια Αμερική; Ο Αντώνης είναι ταξιτζής στην Αθήνα. Το γλεντάει». Χαχάνισαν εκείνες, μόλις έκανε πέρα να φύγει, με τα μάτια μαύρα, μέχρι κάτω στα μάγουλα, και χλωμή σαν πεθαμένη. Δεν ξαναπάτησε στην εκκλησία, ούτε και στο μπακάλικο.
* * *
«Καημένη Γεωργία πάλι τύφλα στο μεθύσι είσαι», είπε μέσα από τα δόντια του, κάποιος που την είδε να παραπατάει και κάρφωνε μια καρέκλα στην αυλή του.
Έχεις μυρίσει ξερά χόρτα μετά από βροχή; Έτσι στιφά μύριζε η απελπισία της.