Ένα φιλοσοφικό διήγημα για τον Σίσυφο
Με το διήγημα «Ο βράχος του Σίσυφου» (εκδόσεις Γράφημα, 2024), ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λίχνος, μας καταθέτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη πρόταση ερμηνείας και πρόσληψης του μύθου του Σίσυφου και ταυτόχρονα μας παρουσιάζει τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις που επιδέχεται ο μύθος αυτός σε επίπεδο συμβολισμού και αλληγορίας. Φιλοσοφικό εξάλλου το δηλώνει ο συγγραφέας το διήγημα του, και εγώ από πλευράς μου επιβεβαιώνω ότι αυτός είναι ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτό το ολιγοσέλιδο διήγημα. Αλλά για να προλάβω τυχόν παρερμηνείες, ολιγοσέλιδο μπορεί να είναι, αλλά είναι τόσο πυκνογραμμένο, και με τόσα βαθιά νοήματα, που με βεβαιότητα χρειάζεται και δεύτερη και τρίτη, για να μην πω και τέταρτη ανάγνωση. Δεδομένο είναι άλλωστε ότι οι πιο βαθυστόχαστες σκέψεις για να εκφραστούν, επιλέγουν τον δρόμο της συμπύκνωσης και της αφαίρεσης.
Ο μύθος του Σίσυφου λίγο πολύ είναι σε όλους και σε όλες μας γνωστός. Προκαλώντας ο Σίσυφος την οργή των θεών, καταδικάστηκε από εκείνους σε έναν ατέρμονο κύκλο ανυπέρβλητου ανθρώπινου πόνου και μόχθου. Ο Σίσυφος κουβαλώντας έναν τεράστιο βράχο στους ώμους του, ανηφορίζει ως την κορυφή ενός βουνού, που στη συνέχεια τον αφήνει να κατρακυλήσει στα ριζά του βουνού για να αρχίσει ευθύς αμέσως την ίδια πάντα δύσκολη και επίπονη ανάβαση με τον βράχο στους ώμους.
Ο μύθος αυτός ενέπνευσε πολλούς μελετητές αλλά και συγγραφείς, ώστε να τον χρησιμοποιήσουν είτε ως αντικείμενο μελέτης σε επίπεδο συμβολισμού, είτε ως έναυσμα για κάποια συγγραφική ιδέα. Ο Κωνσταντίνος Λίχνος πρωτοτύπησε χρησιμοποιώντας τον μύθο του Σίσυφου ως αφετηρία για να ξεδιπλώσει μια άλλη εκδοχή του μύθου, την εκδοχή του ίδιου του Σίσυφου και τους συλλογισμούς του. Πρωτότυπη είναι η ιδέα του συγγραφέα να κατασκευάσει έναν μονόλογο, μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο Σίσυφος [δια]λογίζεται, με επίγνωση πάντοτε του ρόλου που του ορίστηκε και τις συμβολικές προεκτάσεις και ερμηνείες που του έχουν αποδοθεί μέσα στους αιώνες. Και ενόσω παρακολουθούμε τον Σίσυφο, σ’ ένα απολύτως θεατρικά σκηνοθετημένο περιβάλλον, να ανεβοκατεβαίνει πάνω κάτω το βουνό, με ματωμένες πατούσες και ταλαίπωρους, ξεσκισμένους από το βάρος του βράχου, ώμους, τον ακούμε να μονολογεί και να εξιστορεί και να παρουσιάζει το παρελθόν του, την θέση του μέσα στον κόσμο, αλλά και τα συμβάντα που οδήγησαν στην τιμωρία του. Ο Σίσυφος, σε τούτο το διήγημα, καλείται να αντιμετωπίσει στοχαστικά και φιλοσοφικά τα δικά του δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού του, να δώσει τις προσωπικές του ερμηνείες των πράξεων του αλλά και να παραθέσει τις προσωπικές του προσλήψεις για τον κόσμο που τον περίβαλλε. Ένας κόσμος που αντιμετώπιζε τον Σίσυφο και τις πράξεις του, άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με περιφρόνηση, τώρα μελετάται και κρίνεται από τον ίδιο τον Σίσυφο, δίνοντας περιθώριο νοητής δράσης και αντίδρασης και έμπρακτου διαλογισμού στον εαυτό του. Ακολουθώντας λοιπόν ο Σίσυφος την γραμμή της διαλεκτικής, θέτοντας και ανασυνθέτοντας, δομώντας και αποδομώντας, επιχειρεί να εξηγήσει στον αναγνώστη το προσωπικό του φιλοσοφικό εγελιανό τρίπτυχο θέση – αντίθεση – σύνθεση. Η θέση του είναι καταγεγραμμένη εδώ και αιώνες, και είναι η δεδομένη: η προσβολή που διέπραξε προς τα θεία, η καταδίκη του και η τιμωρία του από τους θεούς. Στη συνέχεια παραθέτει την αντίθεση του, όχι μονάχα προς την ετυμηγορία των θεών και την επιβολή της ποινής, αλλά αμφισβητώντας και τον αυτό καθαυτό λόγο ύπαρξης και υπόστασης των θεών και των αποφάσεων τους, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό, τον ρόλο που διαδραματίζει ή θα όφειλε να διαδραματίζει ο ίδιος ο άνθρωπος στην ζωή του. Ο Σίσυφος αναρωτιέται αν ήταν δίκαιη ή άδικη η προσβολή του προς τα θεία, αναρωτιέται αν δικαίως ή αδίκως τιμωρήθηκε, αναρωτιέται αν ο άνθρωπος είναι ευχαριστημένος με όσα του συμβαίνουν ή δεν του συμβαίνουν, αν είναι ευγνώμων για όσα του έρχονται ή δεν του έρχονται στη ζωή, αναρωτιέται αν αυτά που έρχονται ή δεν έρχονται είναι θεόσταλτα ή αποτέλεσμα των πράξεων και των επιλογών του ίδιου του ανθρώπου κ.α. Επίσης θέτει μια σειρά από υπαρξιακά – ρητορικά ερωτήματα, ερωτήματα που αποτελούν την κορωνίδα της υπαρξιακής φιλοσοφίας, όπως: τι θα συνέβαινε αν ξεφτούσαν τα μάγια, αν έσπαγε η αναγκαιότητα του κύκλου, τι θα συνέβαινε αν απαρνιόταν το ανιαρό του χρέος, αν παρατούσε τον βράχο τερματίζοντας έτσι τον ατέρμονο αυτόν κύκλο, και εντέλει ποιος θα ήταν ο άνθρωπος εκείνος που θα τον επέκρινε για την δειλία, αν και εφόσον συμβιβάζονταν με τα δεινά του και εκτελούσε αγόγγυστα το χρέος του, ή θα τον επέκρινε για την φυγοπονία του, αν αποφάσιζε να εγκαταλείψει την υποχρέωση του; Η ακόλουθη παράγραφος, κορυφαία νομίζω της φιλοσοφίας του διηγήματος, εκφράζει σε ουσία και σε κυριολεξία, τους προβληματισμούς όχι μόνο του Σίσυφου, αλλά και κάθε νοήμονα άνθρωπο: “Ποιός σώφρονας θα βρισκόταν να με ψέξει και να υψωθεί πάνω από μένα, αδυσώπητος, για να εκφέρει αμείλικτη κρίση; Να πει πως τάχατες είμαι δειλός φυγόπονος. Ας έρθει να δοκιμάσει, για μια ώρα μονάχα, το καθημερινό μου μαρτύριο, κ’ ύστερα ας με δικάσεις που λιποψύχησα κι αρνήθηκα να συνεχίσω στο διηνεκές αυτήν την άκαρπη αναμέτρηση με το ανέφικτο, που δεν οδηγεί πουθενά· αυτή τη μάταιη πορεία που σε κάθε της βήμα διεξάγεται μάχη ανηλεής, της οποίας η έκβαση κρίνεται σε κάθε ανάσα μου· και κάθε της λεπτό περικλείει μια φοβερή προδιάθεση υπέρβασης, που δεν πραγματοποιείται ποτέ. Όχι, κανείς δεν μπορεί να με κρίνει που σκέφτομαι τα δεσμά μου να σπάσω· κι ούτε να με χλευάσει μπορεί που τελικά δεν το κάνω, και συνεχίζω ακόμη να τα σφίγγω πάνω μου.” (σ. 30)
Σκοπός του Σίσυφου εντέλει είναι να συνθέσει μια νέα θέαση των πραγμάτων, να παγιώσει μια νέα ελευθερία σε κινήσεις και επιλογές, να εδραιώσει μια νέα πρόταση κοσμοθεωρίας. Αλλά όπως ενίοτε συμβαίνει με κάθε θνητό, που είναι ιδεαλιστής και οραματιστής, που είναι ευάλωτος σε εσωτερικούς αντίλογους και επιρρεπής σε εξωτερικεύσεις και φυσικά εξαρτώμενος από επιβεβαιώσεις, έτσι και ο Σίσυφος του Κωνσταντίνου Λίχνου, επιθυμεί να μοιραστεί την φιλοσοφία του και με άλλους συνοδοιπόρους και πάσχοντες, και έχει ανάγκη την όποια παραδοχή ή αποδοχή εκ μέρους τους. Έτσι, στο ανεβοκατέβασμα του στο βουνό, έρχονται και τον συναντούν διάφορες μορφές της μυθολογίας, όπως ο αγγελιοφόρος των Θεών, Ερμής, που δεν τον αφήνει να ξεφύγει από το κακό που έκανε υπενθυμίζοντας του το κρίμα του, ή ο Τάραξος, ο πατέρας ενός από τους δολοφονημένους φιλοξενούμενους του Σίσυφου, που κατέφτασε για να αντικρίσει το πρόσωπο του δολοφόνου του γιου του και να διερευνήσει αν υπάρχει μια σπιθαμή μετάνοιας στο βλέμμα του· αλλά ακόμη και ο ίδιος ο φιλόσοφος Σωκράτης έρχεται να συναντήσει και να γνωρίσει από κοντά τον Σίσυφο, αναζητώντας απάντηση στο ερώτημα “Θ’ αποκαλούσες τον εαυτό σου σοφό, θρυλικέ βασιλέα;” με τον Σίσυφο να απαντά με την ερώτηση “Θαρρείς, γέρο σοφιστή, πως κάποιος σοφός θα έπραττε ετούτο που πράττω εγώ; Να κουβαλά έναν βράχο στην αιωνιότητα, δίχως προσδοκία ανταμοιβής ή ολοκλήρωσης;” (σ. 42)
Ο Κωνσταντίνος Λίχνος με το φιλοσοφικό του αυτό διήγημα πρόσθεσε ένα ακόμη λιθαράκι στην βιβλιογραφία σχετικά με τον μύθο του Σίσυφου. Τόσο από λογοτεχνικής όσο και από στοχαστικής άποψης. Και δεν έχει σημασία αν πρόκειται για μια μυθοπλασία με φιλοσοφικές προεκτάσεις ή για ένα φιλοσόφημα μυθοπλασίας· σημασία έχει που ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λίχνος δίνει σε εμάς, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, την ευκαιρία μιας διαφορετικής οπτικής των πραγμάτων, ενός νέου προβληματισμού σχετικά με τον μύθο του Σίσυφου, πάνω σε νέες βάσεις στοιχειοθετημένο, εκ των έσω τιθέμενο, ξεφεύγοντας από τις δυο παραδοσιακά αντίθετες ερμηνείες, που η μια θέλει να αποκαλύπτει την ματαιότητα του ανθρώπου μέσω της ατελέσφορης επανάληψης και η άλλη να ανακαλύπτει την υπέρμετρη φιλοδοξία του ανθρώπου μέσω της μόνιμης προσπάθειας για επιτυχία.