Είδα στον ύπνο μου έναν τόπο.
Αρχαίο, όσο και η Ζάκρος.
Ωραίο, όσο η Ελλάδα.
Ένα τοπίο σε νησί, ίσως και όχι. Ήταν δίπλα στη θάλασσα ωστόσο. Σαν θέατρο έμοιαζε της φύσης με ελαιόδεντρα στους λόφους που σχηματίζανε το κοίλον.
Ο ήλιος έπεφτε στη δύση, στεκόμουν πάνω σ’ έναν τοίχο κι είχα το πέλαγος στην πλάτη.
Ο τοίχος ήταν τσιμεντένιος, σαν φράγμα που έκλεινε το χώρο. Ή σαν σκηνή αρχαίου θεάτρου. Ήταν περίτεχνα φτιαγμένος.
Αφήνομαι, γλιστράω αργά στου τοίχου το επικλινές, το σώμα μου βρίσκεται κάτω, στο κέντρο της σκηνής, πατώ το χώμα.
Απέναντί μου η γυναίκα εκείνη. Σχεδόν ξανθιά, ευφρόσυνη και προσηνής, ευθυτενής και φωτεινή, να εκπέμπει έμοιαζε γαλήνη.
«Έχεις ξαναβρεθεί εδώ» μου λέει γλυκά χαμογελώντας.
«Τον νιώθω γνώριμο τον χώρο», της απαντώ. «Μα δεν θυμάμαι. Πότε έχω έρθει; Για ποιο λόγο;»
« Ήσουν παιδί. Ένα συμπόσιο μεγάλο είχε στηθεί σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι. Με οικογένεια και φίλους, παιδιά κι ενήλικους οικείους. Ήσουν κι εσύ» με βεβαιώνει.
Κοιτάζω γύρω. Συγκινούμαι.
«Πόσο όμορφο είναι το μέρος. Πόσο ωραία τα ‘χετε κτίσει», της λέω με θαυμασμό μεγάλο.
Όμορφα ήταν εδώ πάντα, μου απαντάει σεμνά εκείνη. Έτσι τα βρήκα. Για την ευπρέπεια τα φροντίζω.
***
Ήταν ένα όνειρο μεγάλο και ξύπνησα σαν μαγεμένη.
Η ομορφιά του με κάνει ακόμα να δακρύζω.
Να ‘ταν το θέατρο της ζωής μου; Να ‘ναι ο χώρος της ψυχής μου;
Ήταν από το παρελθόν εικόνα; Ν’ ανήκει άραγε στο μέλλον;
Τα όνειρά μου δεν τα ορίζω.
Για την ευπρέπεια ας φροντίζω.