Ο άνδρας εκείνος εμφανίστηκε στον τόπο της αρχικής καταγωγής του τη νύχτα, όταν οι άνθρωποι είχαν πια κουραστεί και γιόρταζαν το επικείμενο τέλος του κόσμου γύρω από μεγάλες φωτιές. Στάθηκε παράμερα και παρατηρούσε, με το ξένο βλέμμα του, τη ζωή από την οποία είχε εδώ και αιώνες απομακρυνθεί. Άκουγε την περιοριστική γλώσσα των ανθρώπων και συνειδητοποίησε πόσο το ταξίδι του σε τόπους και σε χρόνους τον είχε αλλάξει αλλά και πόσο ήταν πλέον εδώ όλα διαφορετικά. Καταλάβαινε τι ήθελαν να πουν, επειδή είχε την ικανότητα να μαντεύει τις σκέψεις των άλλων, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, μια και οι λέξεις είχαν χάσει πια το νόημά τους.
Κρατούσε ευλαβικά στα χέρια του ένα μικρό, παλιό, δερματόδετο βιβλίο, που στα δυο του εξώφυλλα είχε εγχαραγμένα χρυσά γράμματα. Αυτά δεν είχαν σταθερή μορφή και δεν ανήκαν σε συγκεκριμένη γλώσσα. Το σχήμα τους άλλαζε και σχημάτιζαν άλλες λέξεις, κάθε που οι γλώσσες της φωτιάς ξεπηδούσαν ατίθασες, οπότε ο άνδρας τα σκέπαζε προσεκτικά για να τα προστατέψει από κακόβουλες ενέργειες. Ο λόγος είχε εδώ και αιώνες περιέλθει σε κατάσταση άμυνας. Κάποιες λέξεις βρίσκονταν υπό διωγμό και ορισμένες έννοιες είχαν απολύτως εξαλειφθεί από την νοητική δεξιότητα των ανθρώπων.
Όταν τα μάτια του συνήθισαν τις απροσδόκητες διακυμάνσεις σκιάς και φωτός που προκαλούσαν οι φλόγες, μετακινήθηκε προσεκτικά, ενώ κοίταζε κάθε τόσο το μικρό βιβλίο, σαν να ήταν αυτό ο οδηγός του. Γλιστρώντας ανάμεσα από τους ανθρώπους χωρίς να γίνει αντιληπτός -άυλος και αόρατος καθώς ήταν- βρέθηκε στην πρώτη σειρά του κύκλου, αρκετά κοντά στη φωτιά. Στάθηκε και κοίταξε τα χρυσά γράμματα, που τώρα ήταν σταθερά στη θέση τους. Διάβασε τις λέξεις και ύστερα κοίταξε προς το διαμετρικά αντίθετο σημείο, όπου είδε πίσω από τις φλόγες την γυναίκα εκείνη να στέκεται. Τα μαλλιά της φαίνονταν κατακόκκινα και κυματιστά ίδια με φωτιά. Κρατούσε ένα δίχτυ, σαν μια μεγάλη απόχη υψωμένη πάνω από τους γύρω της, γεμάτο με λέξεις που φεγγοβολούσαν. Τις είχε μαζέψει από χιλιάδες χρόνια με υπομονή και φροντίδα, περιμένοντας να τις ελευθερώσει την κατάλληλη στιγμή, για να γονιμοποιηθούν όπως τους άξιζε. Είχε κι εκείνη ταξιδέψει στον χρόνο όπως ο άνδρας αλλά είχε μείνει σταθερή σε τόπο οικείο και ασφαλή, αφού είχε μελετήσει την αγάπη σε βάθος κι έπρεπε να την διατηρήσει με αυτοθυσία, ως προϋπόθεση ζωής για τις επόμενες γενιές. Καλλιεργούσε, με το προφορικό της χάρισμα, ελεύθερες λέξεις προσδοκίας ανά τους αιώνες. Ήταν κι εκείνη αόρατη και άυλη, όπως όλα τα όντα που κινδυνεύουν αλλά που πρέπει νομοτελειακά να επιβιώσουν, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια του κόσμου.
Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, το μικρό βιβλίο ξέφυγε από τα χέρια του άνδρα, αιωρήθηκε, άνοιξε όπως ένα τριαντάφυλλο και χιλιάδες χρυσές λέξεις άρχισαν να χορεύουν ελεύθερες, παρασυρμένες από τον θερμό αέρα. Η γυναίκα προχώρησε ανάμεσα στις φλόγες και άρχισε να τις μαζεύει μέσα στο δίχτυ της, όπου οι δικές της λέξεις έλαμπαν, στροβιλίζονταν σαν πεταλούδες και μοσχοβολούσαν σαν λουλούδια. Δύσκολα την ξεχώριζες μέσα στους καπνούς καθώς λικνιζόταν. Ο άνδρας την φώναξε, χωρίς η φωνή του να ακουστεί αλλά με τόσην ένταση ώστε η γυναίκα στάθηκε ακίνητη. Την πλησίασε, άρχισαν να χορεύουν μαζί και η φωτιά εξαπλώθηκε παντού. Τα χρυσά γράμματα του βιβλίου του και οι λέξεις της ζευγάρωσαν μέσα στην αναστάτωση της ύστερης νύχτας του κόσμου.
Ο χορός τους ήταν η συνθήκη, όπου δυο υλικά σώματα ενώθηκαν μέσα στην φλογισμένη δίνη του έρωτα και όπου ένας έρωτας βιώθηκε ως πνευματική πυρά αναγέννησης. Την ίδια ώρα, ο πλανήτης έμελλε να εξαϋλωθεί, λόγω γήρατος, μέσα σε μια συμπαντική πύρινη λαίλαπα. Ψήγματα κυττάρων, γράμματα χρυσά και λέξεις ελεύθερες, μαζί με ελάχιστα οργανικά αποκαΐδια, θα ξεκινούσαν την εκ νέου ζωή σε άλλη διάσταση. Εκεί, οι λέξεις που είχαν εγκλωβιστεί σε στείρες έννοιες επρόκειτο να αντικατασταθούν από νέες, ελεύθερες και υψιπετείς. Η κοσμολογία του μέλλοντος θα περιέγραφε το συμπαντικό αυτό συμβάν ως Λεξιγονία. Ο νέος αυτός κόσμος, ως θαύμα υποκινούμενο από την μετουσίωση της ερωτικής ορμής σε πνευματική ανάταση, θα ήταν πολλά υποσχόμενος, τουλάχιστον σε επίπεδο εννοιών. Και θα είχε πλέον γεννηθεί η προσδοκία ότι, αυτή τη φορά, ο λόγος θα αποτελούσε ένα πολύτιμο και άφθαρτο εργαλείο επιβίωσης.