Μόλις τελείωσα την πρώτη ανάγνωση, εντυπωσιασμένη άρχισα να γράφω γι’ αυτό το μικρό βιβλίο, με την παρορμητική διάθεση που με χαρακτηρίζει όταν θέλω να μοιραστώ μίαν απόλαυση. Ύστερα έκανα δυο βήματα πίσω με δέος. Τι να πω για ένα τόσο μικρό αφήγημα που λέει τόσα πολλά; Και δεν είναι θέμα ποσοτικό. Είναι θέμα βάθους.
Θα έπρεπε να το ξαναδιαβάσω σελίδα-σελίδα, να του επιτρέψω να με φέρει σε μια παρόμοια αντιστοίχιση με τον δικό μου Α.Π., που το Α ήταν το αρχικό γράμμα του μικρού του ονόματος και το Α της απουσίας του και όχι μια κοινωνικοπολιτική ταυτότητα, όπως το Α του κεντρικού προσώπου της αφήγησης.
Η εισαγωγή στο βιβλίο της Μαρίας Σαββάκη είναι του Eduardo Galeano:
«Για ποιο λόγο γράφει κανείς
αν όχι για να μαζέψει τα κομμάτια του;»
Kαι ακριβώς αυτό ακολουθεί.
Πρόκειται για μια ευαίσθητη και οξυδερκή, βαθιά και κατασταλαγμένη, ειλικρινή και συμφιλιωμένη προσωπική αναδρομή. Μια αναδρομή, όπου το κύριο πρόσωπο είναι ο πατέρας και μέσα σ’ εκείνου την προσωπικότητα, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις στα βιώματα η κόρη ψάχνει τις δικές της αφετηρίες, τα δικά της θραύσματα. Όταν κανείς καταγράφει θραύσματα, εννοείται ότι έχει προηγηθεί θραύση, τα υπολείμματα της οποίας άλλοτε αιχμηρά άλλοτε σημαντικά κι άλλοτε συναισθηματικά φορτισμένα συνθέτουν τον εαυτό του. Και συνήθως ένα μέρος του εαυτού του καταθέτει γράφοντας ο κάθε συγγραφέας, ακόμα κι όταν κύριο πρόσωπο της αφήγησης δεν είναι ο ίδιος.
Η Μαρία Σαββάκη ανασυνθέτει μνήμες, ιχνηλατεί γενεαλογίες. Θυμάται, παλινδρομώντας, αποσπασματικές κουβέντες. Τοποθετεί τον Α.Π. στο κάδρο της οικογένειάς του και στην ιστορία της χώρας. Ποιος είναι ο Α.Π. του τίτλου δεν αργεί να μας αποκαλυφθεί στην αρχή της αφήγησης. Το Άλφα και το Πι είναι τα αρχικά μιας κοινωνικοπολιτικής τοποθέτησης ενός ανθρώπου σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και του ρόλου του σε μια συγκεκριμένη οικογενειακή πυραμίδα. Ο Αριστερός Πατέρας είναι ο πατέρας της Μαρίας Σαββάκη, και είναι το σημαίνον πρόσωπο της αφήγησης. Και ποιος πατέρας δεν είναι για την κόρη το σημαίνον πρόσωπο! Η Μαρία Σαββάκη είχε το προνόμιο ο πατέρας της να ζήσει μέχρι τη δική της πλήρη ενηλικίωση, ώστε εκείνη να μπορεί να ανασυνθέσει την κοινή ζωή τους, με φόντο την Ελλάδα από την αντίσταση ως τις μέρες μας, με ωριμότητα. Επιλέγοντας μνήμες; Πιθανόν. Πάντως μνήμες υπαρκτές, που φωτίζουν την υπόσταση του Α.Π. και ιχνογραφούν τη δική της ως ενήλικης γυναίκας. Κι αυτό με εργαλείο τον χαρακτηριστικό ποιητικό της λόγο και με τη βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχής, που είναι και η επιστημονική αποσκευή της.
Το αφήγημα έχει στιγμές εξαιρετικής ομορφιάς -γλωσσικής έκφρασης, ευαισθησίας, τρυφερότητας. Καταγραφές αξιοσημείωτων στιχομυθιών, αναφορές υπαινικτικές σε γεγονότα, περιγραφές, τόπων και τοπίων, εξαιρετικής ενάργειας.
Συχνά γίνεται φευγαλέα αναφορά σε διαδρομές της Μαρίας Σαββάκη σε χώρες άλλες, σε εμπειρίες πανεπιστημιακής ζωής και εργασίας εντός και εκτός Ελλάδας -αυτά είναι γνωστά και από το βιογραφικό της. Ωστόσο, η σφραγίδα της ελληνικότητας επιμένει μαζί με μια ακαθόριστη αχλή ματαίωσης. Κληρονομιά του Α.Π.; Προσωπική αίσθηση από την εμπειρία της δικής της ζωής; Μοίρα της μικρής χώρας μας και της τραυματικής σύγχρονης ιστορίας της; Όλα μαζί μάλλον.
Θραύσματα αστραφτερά ενός καθρέφτη τα μικρά κείμενα του βιβλίου εναλλάσσονται με ταχύτητα, καθώς η Μαρία Σαββάκη επιχειρεί να σταθεροποιήσει την συνολική εικόνα με συναισθηματική ευκρίνεια και σε βάθος.
Με όποια προδιάθεση κι αν διαβάσει κανείς το «ο Α.Π.», όποιαν επίγευση κι αν του αφήσει, θα δικαιωθεί από τη μαεστρία της αφήγησης και από την ανοιχτή πρόκληση ψυχής ενός συγγραφέα προς τον αναγνώστη: να καθρεφτιστεί και ο ίδιος στις μνήμες του και να εμβαθύνει.
Αποφεύγοντας να επιλέξω αποσπάσματα -από φόβο μήπως μου διαφύγουν τα πιο σημαντικά- προτείνω εδώ την ανάγνωση των τριών πρώτων σελίδων του αφηγήματος που ορίζουν και το πλαίσιό του.
1.
«Λοιπόν:
Πίσω σε κάποιο χρόνο που…
- …οι γειτονιές έχουν τη βρύση στην άκρη του τετραγώνου και φρούτο είναι μόνο ό,τι φυτρώνει στην αυλή. Κορόμηλα και σύκα αν είσαι τυχερός, ίσως τίποτα τζιτζιφιές έξω απ’ τη μάντρα
- …η καταιγίδα ρίχνει τη στέγη
- …έχει βρέξει τόσο πολλά βάσανα ώστε οι γειτονιές φέγγουν απατηλά σαν οικογένειες…
- …παιδιά τρέφονται με βρεμένο ψωμί και θρήνους
- …οι τοίχοι έχουν φωτογραφίες πεθαμένων…
- …το αυτοσχέδιο πατίνι του μεγάλου αδερφού στέκει εξαρθρωμένο μπροστά στα απελπισμένα του μπρατσάκια, τα κρατάει μη φύγουν κι αυτά
« Έξω από τα παράθυρα έχει το γρύλισμα του πηγαδιού και καμιά φορά τα αγριόπαιδα που βαράν με τις σφεντόνες. Μέσα έχει φόβο για τις φωνές και τα αύριο που δεν μπορεί να τα σταματήσει να έρχονται κάθε μέρα. Παραέξω δεντρολίβανα, κοτέτσι χωρίς κότες και δύο μαρμάρινες βεράντες, μία μπροστά και μία πίσω. Από κάτω υπόγειο με σκουπίδια και θαύματα.
Αργότερα το σπίτι τους αλλάζει… (Θ’ αλλάξουν πολλά σπίτια, πολλούς τόπους, πολλές είσοδοι, πολλές θέες από παράθυρα, πολλούς κήπους, πολλά μπαλκόνια.) Όλες οι αλλαγές κατανέμονται σε δεκαετίες ωρίμανσης.
Αλλά η ωρίμανση σε διάφορα στάδια του εγώ είναι λίγο παρδαλή, περιέχει πάντα το κόκκινο του ρομαντισμού και το φαιό μιας επαπειλούμενης συμβιβασμένης σήψης.»
«Πρώτα
Ο αριστερός πατέρας έχει πάντα την εφημερίδα διπλωμένη ανάποδα και κρυμμένη κάτω από τη μασχάλη του. Ο αριστερός πατέρας έχει λυπημένο ειρωνικό ή τρυφερό βλέμμα που δεν το έχουν άλλοι μπαμπάδες. Αποδώ και στο εξής θα αναφερόμαστε σ’ αυτόν ως ο Α.Π. (άλφα πι).»