Οι έρωτες στη ζωή ενός ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, ποικίλουν. Και το αντικείμενο των ερώτων τους δεν είναι πάντα και απαραίτητα ένας άλλος άνθρωπος. Άλλωστε, πόσους ανθρώπους να προλάβει κανείς να ερωτευτεί σοβαρά στη διάρκεια μια ζωής; Ύστερα υπάρχουν και ηλικίες, όπου ο έρωτας για έναν άνθρωπο δεν είναι πια το απόλυτο ζητούμενο, ενώ η ανάγκη του να ερωτευτεί παραμένει ακέραια. Οπότε, αν δεν θέλει να παραιτηθεί της ζωής, απευθύνει τον έρωτά του αλλού και πέραν των ανθρώπων.
Εγώ πρόσφατα ερωτεύτηκα ένα βιβλίο. Κι αν γράφω αυτές τις αράδες, είναι τόσο για να επαινέσω το βιβλίο αυτό όσο και επειδή, διαβάζοντάς το, μου προέκυψε πως ο έρωτας μπορεί να πάρει εναλλακτικές και απρόβλεπτες μορφές στη διάρκεια της ζωής μας.
Θα επανέλθω όμως σ’ αυτό το θέμα με ησυχία κάποια άλλη φορά, επειδή τώρα βρίσκομαι ακόμα υπό την μαγεία του συγκεκριμένου βιβλίου που διάβασα πρόσφατα, οπότε δεν είναι εύκολο να θεωρητικολογήσω. Πρέπει να μιλήσω γι’ αυτό, πρέπει να το βγάλω από μέσα μου, ώστε ν’ αδειάσει χώρος για να διαβάσω -και μακάρι να ερωτευτώ- κάποιο επόμενο. Υποθέτω ότι κι εσείς, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, έχετε την περιέργεια να ακούσετε ποιο είναι αυτό το βιβλίο που, μετά από τόσα και τόσα άλλα που πέρασαν από τα χέρια μου στην ηλικία που είμαι, με γοήτευσε τόσο, ώστε να μου ανοίξει ξανά η όρεξη για διάβασμα, που ομολογώ ότι είχε κάπως ατονήσει.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση, παρότι ξέρω ότι περιμένετε να σας πω τίτλο και συγγραφέα του συγκεκριμένου βιβλίου. Λίγη υπομονή. Αν δεν την κάνω τώρα κι αν αρχίσω να λέω αυτά που θέλω να πω για το συγκεκριμένο βιβλίο, μετά θα έχω χάσει κάθε κίνητρο να πω γενικότητες.
Βλέπω, λοιπόν, ότι με την ηλικία αρχίζω να χάνω την όρεξή μου για διάβασμα. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει και σε άλλους της τρίτης ηλικίας. Σ’ εμένα πάντως συμβαίνει και δεν το αποδίδω στο γεγονός ότι έχω διαβάσει τα άπαντα των απάντων αυτού του κόσμου. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στο ελάχιστο. Είναι μάλλον όπως το φαινόμενο ότι ξεχνάμε να πιούμε νερό από μια ηλικία και μετά. Είναι ίσως που και το νερό δεν είναι τόσο νόστιμο ή δε μας φαίνεται τόσο νόστιμο και ξεδιψαστικό, όσο μας φαινόταν όταν είμαστε νέοι. Φταίει ο δικός μας κορεσμός; Φταίει που η εποχή άλλαξε -μαζί και τα βιβλία της- κι εμείς μείναμε πίσω σ’ εκείνα που ξέραμε; Φταίει η εύκολη επικοινωνία μέσω διαδικτύου, που προκαλεί έναν επιφανειακό κορεσμό και μια πολυδιάσπαση ενδιαφερόντων; Όλα αυτά από λίγο και κάποια άλλα λίγο περισσότερο φταίνε. Δεν τολμώ να πω ότι φταίει το ίδιο το νερό της λογοτεχνίας που μας ποτίζει η εποχή, επειδή δεν είμαι σε θέση να το γευτώ ολόκληρο. Κι αν υπάρχει και σήμερα νερό, σαν εκείνο που παλιά με ενθουσίαζε και με ένα ποτήρι ξεδιψούσα για καιρό, πού να το βρω μέσα στα εκατομμύρια που κυκλοφορούν, βραχύβια, αδιαβάθμιστα, χορηγούμενα, προβαλλόμενα, αφανή, έντιμα, αυθεντικά, ή ακόμα και υποκινούμενα.
Ας τελειώνει, επιτέλους, όλη αυτή η εισαγωγή και ας αποκαλύψω τον τίτλο του βιβλίου, που αποτέλεσε το έναυσμα αυτού του κειμένου. Πρόκειται, λοιπόν, για το: «Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου» του Βασίλη Ζιώγα. Το αντίτυπο που βρήκα σε παλαιοβιβλιοπωλείο ήταν από την τρίτη έκδοση του 1994, στον Καστανιώτη. Δεν γνωρίζω αν ακολούθησαν κι άλλες. Θα έπρεπε. Και να τονίσω εδώ ότι ευγνωμονώ τα παλαιοβιβλιοπωλεία για τα πολλά εξαντλημένα βιβλία που μου εξασφάλισαν κατά καιρούς. Είναι κι αυτά ένας θεσμός πολύτιμος, που παρατείνει τη ζωή των βιβλίων πέραν του εκδοτικού κυκλώματος, ευτυχώς.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα χείμαρρο, όπου ο συγγραφέας βάζει τη μητέρα του να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Και μάλιστα να απευθύνεται στον Θεό. Μια τοιχογραφία της Ελλάδας του πολέμου και της κατοχής, του εμφύλιου και των Δεκεμβριανών. Μια Ελλάδα της επαρχίας και των βουνών της Ηπείρου την εποχή του εθνικού διχασμού, η Αθήνα την εποχή της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής επιβίωσης.
Είναι ένα βιβλίο/ύμνος στη δύναμη μιας γυναίκας, που διατρέχει όλη την αφήγηση με το πείσμα της να επιβιώσει -αυτή και όσα παιδιά της έμειναν στη ζωή- με όση -μεγάλη-δύναμη μυαλού και ψυχής διαθέτει, με όση πίστη και όση αμφισβήτηση αυτής της πίστης τής προκαλεί η πραγματικότητα. Μια γυναίκα που αφηγείται στον Θεό, καθώς θέλει να μοιραστεί μαζί Του αυτά που ζει, και Τον βάζει απέναντι στα γεγονότα και τα άδικα της ζωής. Μια γυναίκα που Του απαιτεί «το πανάγαθο και το παντοδύναμο» και τον επικρίνει όταν την διαψεύδει, επειδή κατά βάθος τον έχει ανάγκη. Μια γυναίκα που στηρίζει την επιβίωσή της και στη μαγεία της υπέρβασης του πραγματικού και που σχεδόν μας πείθει για αυτή την υπέρβαση.
Η Ζωή του βιβλίου είναι μια γυναίκα που θα θαυμάσουμε, αν και ξέρουμε ότι έτσι ήταν εκείνες οι γυναίκες, εκείνης της εποχής. Όλες; Φυσικά και όχι. Κάποιες. και όχι λίγες, όμως ήταν, και αυτές έμειναν ως σύμβολα στη λογοτεχνία. Δικαίως. Ως μέτρο του ανθρώπινου μεγαλείου και ως μέτρο σύγκρισης με τα σημερινά ανθρώπινα μεγέθη. Ως είδος προς μίμηση. Ως υπόδειγμα για το γυναικείο φύλο εις τον αιώνα τον άπαντα.
Ο Βασίλης Ζιώγας μ’ αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα τίμησε, μαζί με τη μητέρα του τη Ζωή, και τη σύγχρονη λογοτεχνία της χώρας μας και τη ζωή την ίδια.
Γράφονται σήμερα τέτοια μυθιστορήματα, που αποτυπώνουν μια εποχή, μια ιστορική στιγμή και μια ολόκληρη κοινωνία, στο εδώ και τώρα, με τέτοιον έντεχνο τρόπο; Που τα ρουφάς από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα απνευστί; Θέλω να πιστεύω ότι γράφονται. Φθάνουν, όμως, σ’ εμάς που τα διψάμε; Πιθανόν όχι. Ή πολύ λίγα. Επειδή εκδίδονται χιλιάδες βιβλία, επειδή δεν τους δίνεται χρόνος να περάσουν από χέρι σε χέρι ακόμα κι αν αξίζουν αλήθεια, επειδή υπάρχει το δίκτυο προώθησης του καταναλωτικού προϊόντος «βιβλίο», επειδή, επειδή… Και αυτό είναι ένα μεγάλο κρίμα, που αδικεί και τους αναγνώστες και τους συγγραφείς και την λογοτεχνία ενός τόπου.
Δεν θα κλείσω αυτό το κείμενο με ένα στείρο παράπονο όμως. Θα κάνω μια πρόταση:
Όσοι διαβάζουμε και χαιρόμαστε τη λογοτεχνία, όταν ανακαλύπτουμε ένα βιβλίο που έχει ποιότητα αλλά έμεινε στην αφάνεια για λόγους συστημικούς της εποχής, να το προωθούμε για να το απολαμβάνουν κι άλλοι, να το στηρίζουμε για να αντλεί κι ο συγγραφέας του λίγη χαρά και το θάρρος να συνεχίσει να γράφει. Να το μοιραζόμαστε, για να αναπτύσσεται η βιβλιοφιλική μας παράδοση έξω από κυκλώματα «δημιουργικής γραφής» και «εκδοτικά κατεστημένα». Κι αυτό να αποτελεί μια διαδικασία που θα ανοίγει δρόμο για τα καλά βιβλία, παράλληλη με και έξω από την τρέχουσα της συστημικής προβολής και προώθησης. Σήμερα, με τα κοινωνικά δίκτυα στη διάθεσή μας, έχουμε τον τρόπο.
Όσο για το συγκεκριμένο βιβλίο του Βασίλη Ζιώγα, θα πρότεινα να κάνει κι άλλη έκδοση ο Καστανιώτης ή όποιος άλλος εκδότης ενδιαφέρεται. Το «Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου», δεν πρέπει να το ψάχνουμε στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ποιότητας και για όσους γράφουν και για όσους διαβάζουν και η ανάγνωσή του είναι μια απόλαυση.