ενηλικίωση
Κάποτε στράφτανε τ΄ ασημένια κουτάλια
ψέλλισε στον υπάλληλο με τριμμένη φωνή
δεν τα θέλω
αυτός τ΄ απίθωσε σε παλιά πολυθρόνα
σκισμένη στο πλάι από στιλέτο
χρησιμοποιημένο κι αλλού, της είπε
γδέρνοντας στο μυαλό της
θύμησες σαρκοβόρες·
ο ιδρώτας την έλουσε
μπάζωσε συλλαβές
μόνο οι γενναίοι, είπε, αγαπούν.
Έμεινε ώρα στο παλιατζίδικο
χαϊδεύοντας κείνη την πολυθρόνα κι ύστερα
στην όραση έκανε γενέθλια
έκλεινε τα δεκαοκτώ
-κι ας ήταν υπερήλιξ.
Μόνοι μαζί
Κυριακή του Νοέμβρη τραπέζι κλείσανε
δίπλα στη θάλασσα να φάνε
αβοκάντο με τόνο καραμελωμένο
τσούγκρισαν τα ποτήρια
ήπιανε
τα βλέμματα στρέψανε στην αμμουδιά
μόνοι μαζί
μεθυσμένοι
μόνοι για χρόνια μα
πίσω γυρνώντας στο τραπέζι
-ο τόνος ήθελε πιπέρι-
είδε τα δόντια του κίτρινα
τη γλώσσα στο λάδι να κολυμπά
τα χείλη σπασμένα.
Τ΄ αγάπησε κάποτε
τα φίλησε
με το ζόρι μπερδεύονται τώρα
μένουν χωρίς μυστήριο τα φιλιά κι έτσι
το βλέμμα βύθισε ατάραχα στο κρύο νερό
κοντά στο ναυάγιο
εκείνο της Επανομής.