Λέσχη ανάγνωσης
Κάθε Πέμπτη απόγευμα
από νωρίς τα παπούτσια φοράω
στη λέσχη ανωνύμων αναγνώστρια
ανάμεσα σε άλλους
να βρεθώ
τις πληγές τους να μεταλάβω
τις δικές μου αντίδωρο να μοιράσω.
Κι ενώ καιρό πια τίποτε δεν
με παρηγορεί
στη λέσχη
εαυτό συναρμολογώ
στην τρίτη πράξη της ηλικίας
μ’ ένα ελαφρύ τρικύμισμα.
Κι έτσι όπως τρέχω
κάθε φορά να φτάσω
φυσάω αέρας δυνατός φυσάω
τη μοναξιά μου παίρνω και την σηκώνω.
(Πάλι πρώτη ήρθα!)
Σανίδα σωτηρίας
Και καθώς η μέρα αποσύρεται
κάνω καθιστική ζωή∙
μ’ ανάσες κοφτές χωρίς
μιλιά να βγάζω
λέξεις αφρίζω που
έρχονται σε κύματα∙
το ένα κύμα το άλλο ακολουθεί
σηκώνοντας απ’ τον βυθό στοίβα
περιπλανώμενες φράσεις∙
μια σκάνε στα χείλη μου
μια πέφτουνε κάτω
κάποτε τις μαζεύω
άλλοτε τις αφήνω.
Κάθε μέρα το ίδιο κάνω
και την άλλη και την παράλλη μέχρι να δω
αστέρια.
Δεν κάνω πια παρέα με τα σκοτάδια∙
δεν ρημάζω.
Η ποίηση, τελικά, σου έχει σώσει τη ζωή.