Σήμερα η μέρα ήτανε από το πρωί καλή. Έκανε λίγες δουλίτσες, μπάνιο, χτένισε τα μαλλιά της, σιγοτραγουδώντας, και έβαλε το καλό της φόρεμα, το μπλε με ένα μεγάλο λουλούδι στο πλάι. Το συνδύασε με ένα μικρό λάδι τσαντάκι, που το είχε καταχωνιασμένο σε μια βαλίτσα. Έμεινε για ώρα να κοιτά τον εαυτό της στον καθρέφτη. Χαμογελούσε ως τ´ αυτιά της, γιατί θα έβγαιναν έξω να φάνε. Πόσο καιρό είχαν να βγουν μαζί έξω! Συνωμοτικά άνοιξε το τσαντάκι με τα καλλυντικά, έβαλε λίγη πούδρα κι ύστερα πρόσθεσε και κραγιόν. Ήταν έτοιμη. Μικροχαρές. Τι να πεις…κι έμεινε να κοιτά το παράθυρο του σαλονιού, περιμένοντάς τον!
Το χερούλι της πόρτας κουνήθηκε, η πόρτα μισάνοιξε και αυτή ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Πήρε στο χέρι το λαδί τσαντάκι κάτω από τη μασχάλη κι έκανε δυο βήματα μπροστά. Κι αμέσως δύο βήματα πίσω. Στην πόρτα πρόβαλλε η νοσοκόμα.
–Κυρία Ιωάννα, τι κάνεις στο σαλόνι τόσην ώρα με τις παντόφλες και την τσάντα; Κλείστο κι αυτό το παράθυρο και πάμε για ύπνο γρήγορα, μην έχουμε της κας Γεωργίας τα καλά!
Η κα Ιωάννα για λίγο σάστισε. Ύστερα κατέβασε το κεφάλι και χαμογέλασε ψιθυρίζοντας κάτι σε μια αόρατη μορφή δίπλα της. Η νοσοκόμα την πήγε στο δωμάτιό της, την ξέντυσε και την βοήθησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Της φόρεσε μια νυχτικιά, που έγραφε επάνω «Γεωργία», γιατί δεν μπορούσε να ψάχνει τη δική της, και της έβαλε δύο χάπια στο στόμα.
–Άντε κοιμήσου, τώρα, της είπε.
Τότε, η κα Ιωάννα έκλεισε τα μάτια, μα τα έκλεισε τόσο δυνατά, που δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά.