Μια βουκαμβίλια γυμνή τεντώνεται
αρχές του χρόνου και
στο παράθυρο σκύβει
να δει τον Φύλακα
κείνον που κουβαλά τη θάλασσα
νυχτέρι κάνει ως την αυγή
ψήνει τις σκέψεις μ΄ αλάτι στην ξυλόσομπα κι εγώ
παραδίπλα
την αλμύρα του αναπνέω
με ξεκούμπωτα χείλη
χωρίς πληθυντικούς ευγενείας μέχρι
στο ροδοκόκκινο σούρουπο
το ζώο μέσα μου να κάνω άνθρωπο·
ύστερα βρέχω τα μάτια στο φεγγάρι .
Αλλάζει ο κόσμος.