Αποσύρονται οι θεοί τις μέρες του χειμώνα
με τρεχαλητά
δεν τα μπορούν τα κύματα
ξεθωριασμένους ήλιους
μάλλινες κάλτσες δεν μπορούν.
Τα καλοκαίρια επιστρέφουν
στο εξοχικό τους σε
άμμο καυτή
πανιά που λεκιάζουν ορίζοντες
θαλασσοπούλια που κρώζουν
πάνω σε αφρούς μ´ αλάτι.
Τρεις μήνες το νοικιάζουν
ακούνε τα γέλια της θάλασσας
ανοίγουν την πόρτα στη ζωή
ξυπόλητοι
με μια φέτα καρπούζι στο χέρι
έρωτες μπαντάρουν
σαλιώνουν σελίδες και
συνωμοτικά
ίχνη υγρά αφήνουν στα σανίδια
τα βράδια
από δωμάτιο σε δωμάτιο γυρνώντας και
όταν ξαπλώσουν στο κρεβάτι
το ασπράδι των ματιών τους παίρνει το χρώμα του καλοκαιριού,
χρυσό γίνεται.
Τότε φοράνε σκουρόχρωμα γυαλιά.
Ακόμη κι οι Θεοί τόσο χρυσό δεν το αντέχουν.