Λένε πως κάθε εποχή τη χάρη της έχει
μεταβολίζει προσδοκίες κι ύστερα
την πόρτα χτυπάει
φορτώνοντας μνήμες την επόμενη.
Το φθινόπωρο, ας πούμε,
βγάζει φεγγάρι καπνισμένο και
φεύγοντας
αφήνει τα φύλλα νεκρά
ο χειμώνας επιμένει στο άσπρο νεφέλωμα
μα όλη την ώρα μηλόπιτα κερνά
η άνοιξη υγρές ανάσες ανεμίζει
και λάβαρα ερωτικά μα
καθώς αποσύρεται
δε μετανιώνει για τίποτε γιατί
το καλοκαίρι φτάνει με πεφταστέρια
κι ένα μακρόσυρτο επιθυμίας βογγητό·
τόσο όμως το κρατούν τα σωθικά μας μέσα
που ομολογώ
το καλοκαίρι για να φύγει
ξερίζωμα θέλει.
Υγ. Ο Σεπτέμβρης, συγκεκριμένα,
δεν μπαίνει την πρώτη πρώτη μέρα
-ας με συγχωρήσει που
ίχνος συμπόνιας δεν αισθάνομαι γι΄ αυτό.