You are currently viewing Κωνσταντίνος Μπούρας: Χρίστος Χατζήπαπας, Καλύτερα να μην συναντιόμασταν, μυθιστόρημα, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2023, σελ. 496

Κωνσταντίνος Μπούρας: Χρίστος Χατζήπαπας, Καλύτερα να μην συναντιόμασταν, μυθιστόρημα, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2023, σελ. 496

Πέρα από κάθε περιορισμό επιστημονικού (ή επιστημονικοφανούς) δοκιμίου, ο συγγραφέας λέει «ποιητική τη αδεία» όλα όσα οιαδήποτε σχολαστικότητα αδυνατεί να εκφράσει.

Τριμερής η δομή (μετά των απαραιτήτων για κάθε μορφωμένο, σπουδαγμένο ερευνητή-μελετητή ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ):

 

ΜΕΡΟΣ I

Ο έρως………………………………………………………………………………….. σελ. 9

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Ο πόλεμος ……………………………………………………………………………. » 253

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Η αγάπη ……………………………………………………………………………….. » 327

 

Και μόνη η διάκρισις έρωτος-αγάπης μάς ιντριγκάρει περιπλέκοντας (ή απλοποιώντας τα πράγματα).

Ας δούμε όμως, ας διατρέξουμε διαλογιστικά ορισμένα χαρακτηριστικά (κατά την ταπεινή μου γνώμη) αποσπάσματα ενός λόγου κρουστού, ευθύβολου, εύστοχου, ευθυτενούς:

« “Ούζων, δηλαδή!” διευκρίνισε ο Αλέξης, “μιας και η

γάτα σου έπιασε τόπο! Θα πρέπει να γρατσούνισε και

κάποιες κοπελιές στην αίθουσα!” αστειευόταν. Έπιανε

σαν με αγκίστρι τα υπονοούμενά μου. Δοκίμασα να

του πω ότι μια κόκα κόλα αντί ούζου θα μας απάλλασ-

σε από περιττές περιπέτειες που τυχόν θα προκύπτανε

στην ερωτική αυτή πολίχνη, όπου τα φαινόμενα κρύ-

βανε, σαν εύθραυστο κέλυφος, πραγματικές προθέσεις

και συμπαραδηλούμενα. Υπό την προφητική μου πά-

ντα ιδιότητα. Αφού είχαμε περάσει το απόγευμα και

από την “Τρυπητή”, του θύμισα, που θα πει, σύμφωνα

με την παράδοση κι όπως ο ίδιος μου εξήγησε, “δεν

θα τη γλίτωνες, θα έμενες εδώ!”. Θα έβρισκα λοιπόν το

ταίρι της ζωής μου, σ’ αυτή την πολίχνη που δεν γελά,

αλλά υπαινίσσεται το χαμόγελό της. Γέλασε, όχι τόσο

με το αστείο μου για τα ούζα, αφού τα είχε ήδη πα-

ραγγείλει, όσο με αυτό που θα μας συνέβαινε σε λίγο.

Το απρόσμενο.

Από απέναντι κατέφθαναν η Μεγώ με τον συνοδό

της. Την περνούσε ένα κεφάλι και κάτι χρόνια. Λίγα.

Κρατιούνταν χέρι‐χέρι ή απλώς είχαν μπλεχτεί τυχαία

τα δάκτυλά τους; Μας συστήθηκαν επίσημα.» (σελίδες 13-14)

 

Είναι σαφής ο εύθυμος τόνος ως αντίστιξις τού ερέβους και κυρίαρχο το στοιχείο μιας αυτοσαρκαστικής ειρωνείας που κρύβει πάντα μια βαθιά, επιχωριάζουσα, υποφώσκουσα θλίψη (γνώριμη όλων των κωμικών, κωμωδιογράφων, ειρωνευτών πάσης φύσεως)… Αυτό το απόσπασμα ήταν από την πρώτη δομική ενότητα «Έρως» αυτού τού τυπικού θεματικού τριπτύχου.

Ας διαλέξουμε λοιπόν στοχαστικά και με ιδιαίτερη προσοχή ένα απόσπασμα από το δεύτερο μέρος «Πόλεμος»:

«Παρά τις πρώτες, σποραδικές αντιστάσεις, το πραξι-

κόπημα είχε επικρατήσει παντού. Πρώτη τους δουλειά

ν’ απελευθερώσουν τους κρατούμενους, οι οποίοι σύ-

ντομα έστησαν παντού τα μπλόκα τους. Μαθαίναμε

κι εμείς τα κόλπα των χουντικών σωτήρων. Μέσα σε

μερικές ώρες γίναμε σαΐνια. Χρόνια το πάλευαν.

Κρίμα, στρατηγέ μου Γρίβα, που δεν ζεις να τους κα-

μαρώσεις. Ήμουνα σε ακτίνα αναπνοής από τον τάφο

του, λίγα μίλια μόνο μακριά, μπορεί κιόλας κάποιοι

να αποκύλισαν τον λίθον από της θύρας του μνημείου

και να όρμησε μαζί τους έξω στο κυνήγι. Αν διόριζαν

αυτόν πρόεδρο κι όχι τον Σαμψών ίσως, σύμφωνα με

τα παλιά λεγόμενά του «θα πετούσε τους Τούρκους

στη θάλασσα», τους Τούρκους της Κύπρου, εννοούσε

πάντα, και θα ησύχαζε ο τόπος μια και καλή… «Το

μαύρο χιούμορ δεν σε εγκατέλειψε ποτέ», θα μου πει

την επομένη η Λευκή.

Είχα ξεκόψει το Σαββατοκύριακο στο χωριό, να δω

τον πατέρα που περνούσε δύσκολες μέρες. Δεν τον

ένοιαζε ποτέ η πολιτική, αλλά από το πρωί ένιωθε κλο-

νισμένος. Γι’ αυτό και δεν ευνοήθηκε από το «σύστημα

της λευτεριάς» από τους Άγγλους, είχα γράψει κάποτε

σε μια εφημερίδα με ψευδώνυμο. Κτυπημένος όχι μόνο

από τον καρκίνο, μα και από τις ειδήσεις, που μετέδιδε

χαρούμενο το ραδιόφωνο. Προπάντων ότι ο Μακάριος

ήταν νεκρός. Λες και του ήταν μέγας ευεργέτης, θα

του έλεγα. Τα εμβατήρια ποτέ δεν του άρεσαν, μόνο οι

εκκλησιαστικοί ύμνοι.

«Κύριε των δυνάμεων, μεθ’ ημών γενού, άλλον γαρ,

εκτός Σου, βοηθόν, ούκ έχομεν…» σιγοψιθύριζε, εννοώ-

ντας τα όλα αυτά στα σοβαρά, αν και δεν είχε δει ποτέ

κανένα καλό από δαύτον. Τον κύριο των Δυνάμεων…

Και τον Μακάριο.

Με ξεπροβόδισε από το κρεβάτι. Η μάνα ξέθαψε από

το ερμάρι τα στρατιωτικά μου, με τα διακριτικά του

λοχία, τα οποία αφαίρεσα μ’ ένα ψαλίδι. Ίσως σε κάτι

να μου χρειάζονταν. Γυάλισα και τα παπούτσια, λες

και θα πήγαινα στη μεγάλη παρέλαση. Από το ρα-

διόφωνο καλούσαν σε επιστράτευση τους έφεδρους

αξιωματικούς, που κατά την κοινή λογική θα ήταν δι-

κοί τους, για να συνδράμουν την εθνική αποστολή τους.

Θα έπρεπε να επιστρέψω στην Κερύνεια, να ψάξω στα

συρτάρια μου το Φύλλο Πορείας, για κάθε ενδεχόμε-

νο. Έτρεξα σαν κλέφτης στον τηλεφωνικό θάλαμο. Δεν

απαντούσε. Έπρεπε να μη χασομερώ.» (σελίδες 256-257)

 

Τα πράγματα εδώ γίνονται πιο σοβαρά, εξόχως δραματικά, «από την κωμωδία στην τραγωδία», από το διαπροσωπικό στο ιστορικό, από το διϋποκειμενικό στο αντικειμενικό, από το ιδεατώς υποθετικό στο ατυχώς υλοποιηθέν.

Για να δούμε όμως τώρα τι μας επιφυλάσσει το τρίτο μέρος με την χριστιανική έννοια «Αγάπη» ως τίτλο. Μιλάει μήπως για συγχώρεση, για άφεση των αμαρτιών, για ανεκτικότητα, για αποδοχή, για παραδοχή; Ή για τα αντίθετά τους; Στην μυθιστορηματική, αφηγηματική λογική παρατηρείται ευλόγως μία υπερβολική διόγκωσις τής πρωτογενούς ύλης.

 

« “Θείε, την αγαπάς την Αδριανή;” σκάει μύτη μέσα

από τη σιωπή της η Λευκή.

“Μα και βέβαια”, της απαντώ σχεδόν ανέκπληκτα

κι αφήνοντας τη σιωπή να συρθεί μέσα στον δρόμο

μπροστά μας. Εσύ περίμενες άλλου είδους ερωτήσεις.

Αλλά μάλλον, ψέματα λες. Αφού για τα άλλα, τα της

αιχμαλωσίας, το είχες κόψει από την αρχή στη μάνα της

πως θα βγαίνανε όλα σιγά σιγά κι αβίαστα, το καθένα

στον χρόνο του. Αυτό είχες απαντήσει κατά τη διαδρο-

μή Φιλοξένια‐Μέσα Χωριό, μένοντας σχεδόν σιωπηλός.

Άλλα σκεφτόσουν, πως ούτε καν ζήτησες κάποιο τηλέ-

φωνό της. Κι είπατε με τον πατέρα της πως θα τα λέτε.

Πού βολεύτηκε, πού ζει; Αν και το υποψιαζόμουν. Στο

κονάκι του Χατζηγιωργάκη Κορνέσιου, όπως το είχα-

τε αποκαλέσει τότε αστειευόμενοι. Τότε που η χαρά

έλεγε ό,τι της κάπνιζε, αφορολόγητα. Ούτε καν για τον

Αλέξη ρώτησες, που δεν τον είχες συναντήσει πουθενά

στα πεδία των μαχών… και της αιχμαλωσίας. Σαν μεί-

νεις κάπου για καιρό σε έξαλλη κατάσταση, γεμίζεις

το κενό με φαντάσματα που σμίγουν το ευφυές με το

ανόητο, μένεις άναυδος, ακαθόριστος, μέχρι να τα διώ-

ξεις με το καλό σιγά σιγά.

Σου επέβαλλε προς στιγμή το μυαλό να περιορίσεις

τις ερωτήσεις της σε… ανώδυνα θέματα. Μα είσαι σί-

γουρος πως θα σε ρωτούσε; Ποια είναι, αλήθεια, τα

ανώδυνα θέματα; Εσύ την είχες διδάξει πως η ερώτηση

είναι η βάση της γνώσης. Γι’ αυτό και παρέτεινες τη

σιωπή που απλωνόταν μπροστά σου σαν το φίδι της

ασφάλτου. Ευτυχώς δεν διαχώρισε το είδος της αγά-

πης. Παρόλο που ήταν έτοιμη από καιρό να σε ρωτή-

σει το πιο καίριο. Και πριν από τον πόλεμο. Οι ανθοί

της κολοκυθιάς ενείχαν, υποψιάζεσαι, την έννοια μιας

ανθοδέσμης που μιλά από μόνη της. Σμήνος από λου-

λούδια που πετούν, το είχες σκεφτεί σε μιαν ανύποπτη

στιγμή στις φυλακές των Αδάνων. Όπου κάτι αγριο-

μέλισσες πίνανε νερό γύρω από τη βρύση. Τσεσμά τη

λέγατε. Τη θυμήθηκες μεταμφιεσμένη σε αγριολούλου-

δο. Έστω κι αν δεν γέμισαν ποτέ οι ανθοί με νόστιμη

γέμιση από ρύζι και κιμά, παρά ποδοπατήθηκαν άγρια

έξω από κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο.

Μέσα στη σιωπή της ασφάλτου, η Λευκή, αμήχανη

μπροστά στη σχεδόν μηδαμινή απάντησή μου, θυμή-

θηκε το ραδιόφωνο. Ήμουν έτοιμος να της πω, αν δεν

της ήταν τόσο απαραίτητο, καλύτερα να το έκλεινε. Οι

τελευταίες μου αναμνήσεις από αυτό ήταν η πρωινή

προσευχή, οι ψεύτικες ειδήσεις για τα κατορθώματά

μας, οι καταρρίψεις εχθρικών αεροσκαφών, το ρίξιμο

των Τούρκων στη θάλασσα…

Μου κίνησε, όμως, την προσοχή. Εκείνη την ώρα με-

τέδιδαν ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού. Ποιος,

ποιον δικό του αναζητεί, αν κάποιος τον είχε δει και πού.

Οι αγνοούμενοι ήταν πολλοί, ειδικά μετά την παραλα-

βή εκείνη τη μέρα και της προτελευταίας φουρνιάς από

την Τουρκία. Που σημαίνει πως όσοι δεν επέστρεψαν

μαζί μας και όσοι αύριο δεν φανούν, είναι αγνώστου

τύχης.» (σελίδες 329-330)

 

Εδώ το ατομικό και το συλλογικό, συμφύρονται, αμαγλαματοποιούνται αξεδιάλυτα. «Τω πάθει μάθος». Τυχερός αυτός που επιβιώνει για να γίνει από «παθός» «μαθός».

Εκείνο το «ανέκπληκτα» δίνει ευοίωνο, ευπρόσδεκτο, εύηχο γλωσσοπλαστικό βάθος στην άκρως επεξεργασμένη ιδιόλεκτο.

Και το αποτέλεσμα; Σε επίπεδο αφηγούμενης ιστορίας, πάντα:

«Ο Μένιος ο νεότερος, που είχε ταξιδέψει ειδικά από το

Λονδίνο για τυπικούς λόγους ταυτοποίησης, στεκόταν

ήσυχα στο στασίδι του με μια ανείπωτη θλίψη μπρο-

στά στα όσα διαδραματίζονταν, σαν σε τελετή απονο-

μής μιας τρελής και άδικης δικαιοσύνης θανάτου. Στο

τρισάγιο είχε βρεθεί απρόσκλητος, ακολουθώντας, σαν

σε μυστική αποστολή, τον πατέρα και τον κύριο Άλκη.

Ήθελε, ίσως, να ζήσει το συλλογικό δράμα του τόπου,

όχι μονάχα το προσωπικό του για να φύγει εξαγνι-

σμένος. Άλλωστε, ήταν αυτά κι οι τελευταίες πινελιές

στη διατριβή του πάνω στη “νοημοσύνη των υπέρ‐πα-

τριωτών”, που θα υπεράσπιζε σε λίγες μέρες. Βγήκε

από την εκκλησία χωρίς να μιλήσει σε κανένα και κα-

τευθύνθηκε προς άγνωστο μέρος, ίσως εκεί που μπο-

ρεί κανείς να γνωρίσει τον εαυτό του κι επομένως τα

λοιπά ανθρώπινα. Στο σπίτι επέστρεψε κατά το βράδυ.

Ευχαρίστησε με κάποια περισυλλογή για το νέο του

επίθετο. Μενέδημος Ευσταθίου, τάδε έφη DNA. Την

επομένη θα πήγαινε να ανανεώσει το διαβατήριό του.

Κι από δίπλα ο παππούς, ετοιμοπόλεμος πάντα, παρά

τα εβδομήντα πέντε του, τριβιτζιαζόταν, αδημονούσε,

να ταξιδέψει, να είναι παρών στη μεγάλη τελετή…

Στο αεροδρόμιο Λάρνακας ο Μένιος φίλησε και τους

δυο μας χωρίς διάκριση. Δάκρυσα από χαρά. Ευτυχώς

απομακρύνθηκε γρήγορα στον διάδρομο αναχωρήσεων.

Το δάκρυ μου δεν του ήταν πια προσιτό, ούτε ανα-

γκαίο.

Καθίσαμε με την Αδριανή στο αυτοκίνητο δίπλα στον

Τεκέ και τις αλυκές, μέχρι να δούμε το αεροπλάνο

να απογειώνεται. Το χαιρετίσαμε λες κι είχαμε άμε-

ση οπτική επαφή με το παιδί. Δεν είχαμε συναίσθηση

αν μιλούσαμε, αν κλαίγαμε, αν γελούσαμε… Κάποτε

ανταλλάζαμε κλεφτά κανένα φιλί σαν παράνομοι. Όχι,

όμως, με τον ερωτισμό του τότε, αλλά με την πείρα

του… αγνοούμενου έρωτα.

«Καλύτερα να μην συναντιόμασταν!» το είχα σκε-

φτεί κάποτε, αλλά δεν το πρόφερα ποτέ. Μόνο το μι-

σοψέλισα σε μια στιγμή μαυρίλας.

Ούτε κι εκείνη, μου εξομολογήθηκε δακρύζοντας.» (σελίδες 481-482)

 

Τα συμπεράσματα δικά σας. Όλοι εμείς οι πνευματικοί εργάτες λειτουργούμε ως αψευδείς μάρτυρες στο Φοβερό Βήμα τού Πανδαμάτορος Χρόνου. Και θα κριθούμε από την καθαρότητα τής ματιάς μας. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Μακάριοι οι μετριοπαθείς, οι φιλαλήθεις…

 

Όπως διαβάζουμε στον διαδικτυακό τόπο των ιστορικών και πάντα πρωτοπόρων εκδόσεων Γκοβόστη:

«Ο Χρίστος Χατζήπαπας γεννήθηκε το 1947 στην Κύπρο. Σπούδασε Κτηνιατρική. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τρία μυθιστορήματα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων.

Μέρος του έργου του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και αυτοτελή έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα βουλγαρικά, τουρκικά, αγγλικά και γαλλικά. Δύο μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων του τιμήθηκαν με Α‘ Κρατικό βραβείο της Κύπρου.

Πρόεδρος, επί σειρά ετών, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εποχή.

Το 2017 τού απονεμήθηκε το βραβείο «Γ. Φ. Πιερίδης» για τη συνολική προσφορά του στα Κυπριακά Γράμματα. To 2019 ανακηρύχθηκε Επίτιμο Μέλος του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.»

 

Νομίζω πως ήρθε η ώρα να επισημανθεί ο Ορθός Λόγος, να επαινεθεί ο εχέφρων, να βραβευθεί ο έντιμος ερευνητής, ο επίμονος μελετητής τής μακραίωνης ανθρώπινης συνθήκης σε αυτόν τον καταταλαιπωρημένο αλλά πανέμορφο πλανήτη Γαία.

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας https://konstantinosbouras.gr ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.