Παραπέμποντας σαφώς στο πολυδιαβασμένο έργο τού Αρθούρου Ρεμπώ με τον συμβολικώς φορτισμένο τίτλο «Μια εποχή στην Κόλαση», ο διανοητής και ποιητής Φώτης Θαλασσινός χαρακτηρίζει αυτό το πόνημά του «Φιλοσοφία», αν κι ετούτος ο ειδολογικός εντοπισμός διόλου δεν αρμόζει με το συνειρμικό αφήγημα που εντοπίζεται στην ανάλυση τού εγώ με συνεκδοχικό τρόπο («το μέρος αντί τού όλου», το δέντρο αντί του δάσους).
Διαβάζουμε στη σελίδα 132: «Σήμερα το πρωί ξύπνησα με τάσεις αυτοκτονίας. Η μητέρα δεν μου επιτρέπει να μιλάω για την αρρώστια μου. Κάποια στιγμή, στην προσπάθεια να πω κάτι σαν ένα διάβημα να εισακουστώ, ψιθύρισα κάποιες λέξεις, επιθετικούς προσδιορισμούς σχετικούς με την κατάθλιψή μου. Και τότε αυτή η ανίερη μορφή γύρισε και με την αποδοκιμασία μυριόστομου όχλου, την κακία όλων των ρατσιστών του κόσμου μαζί, γιατί παραμιλάς, γύρισε και με ρώτησε. Έφυγα, πάντα φεύγω μακριά απ’ το δολοφόνο μου. Θέλω να γλιτώσω απ’ όλο αυτό το χαμό. Απ’ αυτήν που ενώ έχει πάρει επικίνδυνα πολλά ηρεμιστικά δεν με ρωτάει ποτέ για την αιτία της μακροχρόνιας υπνηλίας μου. Και τις φλέβες μου να σφάξω μπροστά της, ζει για να δοξαστεί μέσω του θανάτου μου. Βρίσκω μια ναρκισσιστική υστερία μέσα στον ψυχισμό της χαροκαμμένης μάνας. Είναι ένας ρόλος που ζωογονεί, με παράταιρο τρόπο, την πενθηφορούσα».
ΉΔΗ Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕ ΤΟ ΥΠΕΡΕΓΩ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΕΡΑΥΝΟ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΥ.
Και στη ζωή των λεξικογραφημένων χρωμάτων ανιχνεύουμε το Φως κάτω από πολλές προσχωσιγενείς επιστρώσεις λάσπης:
«Σε λίγο φεύγω για Αθήνα και θέλω αλισάχνη πάνω μου φρέσκια και μυρωδάτη. Το πλοίο που θα με πάρει κάπου ταξιδεύει ήδη. Είναι ήδη έτοιμο για να με παραλάβει. Σαν έμψυχος οργανισμός νιώθει το κάλεσμα μέσα μου, αλγεινό μήνυμα για λίγη ελευθερία παραπάνω. Δεν ξέρω πως απ’ το μαύρο προτιμώ το βαθύ μπλε. Να είχα και μπλε μάτια. Στην ανάγκη θα πάρω ακρυλική μπογιά και θα τα βάψω. Απ’ αυτές (τις μπογιές) που έμειναν στο σπίτι τού Βαν Γκογκ μετά την αυτοχειρία του, ή μήπως ήταν φόνος. Τα χέρια μας αποκτούν αυτά που θέλουν να έχουν» (σελ. 178).
Λόγος γνωμικός, θυμόσοφος, προφητικός, που λειτουργεί όμως αυτοεπαληθευομένη μαντεία.
Η επιμελημένη ατημέλεια τής αυθόρμητης, ελευθέρως συνειρμικής (ελευθέριας, θα έλεγα) γραφής δεν πρέπει να ξενίζει μήτε να παρασέρνει τον επαρκή αναγνώστη σε ανοίκειες κριτικές ευκολίες. Εδώ είναι ένας προσηνής ποταμός, αδιάβατος ενίοτε για την κοινή νόηση. Πρέπει να τρελαθείς, εάν θέλεις να παρακολουθήσεις ετούτο το δομημένο παραλήρημα μιας ύπαρξης που έχει ήδη σωθεί χάρη στα λύτρα που πληρώνει η ίδια στον ανώνυμο τοκογλύφο που κατατρέχει τη ζωή της.
Το εμφανές Ά-Λογο δεν είναι μήτε εξεζητημένο μήτε εμπρόθετο, απλώς ΕΙΝΑΙ, υπάρχει ευθυτενές κάτω από τα άστρα και τους αστερίσκους τής σύγχρονης παραπαίουσας λογοτεχνίας. Τουλάχιστον ο Φώτης Θαλασσινός είναι αυθεντικός και δεν υποδύεται τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό του, εκείνον που φέρει ως εαυτό του ενώ απλώς πρόκειται για μια λεπτή, προσεκτικά επεξεργασμένη και βιωμένη μάσκα.
Από αυτή την άποψη (κι από πολλές άλλες) ετούτη η αφήγηση παίρνει αλλοδιαστασιακές κβαντικές προεκτάσεις κι αγγίζει το εμείς δια του ατόμου κι η προσωπική έκρηξη είναι τόσο εκπάγλου ηδονής όσο κι ενός (ή μιας) σούπερ-νόβα.
Τα άρθρα όπως και τα φύλα, φύλλα γίνονται στο αόρατο ημερολόγιο μιας πασχούσης συνειδήσεως της οποίας το Πάθος τείνει προς το Αισθητικόν.
Ευτυχές επίτευγμα.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασιολόγος και κριτικός