Ελένη, άνθος φθινοπωρινόν.
Βλέπω τα λουλούδια να πέφτουν
Τα φύλλα του φθινοπώρου
Να αποκολλώνται από το δέντρο
Να λικνίζονται ελαφρά στον αγέρα
Να σμίγουν νοσταλγικά με τη γη.
Χαίρομαι που ωρίμασα
Που γέρασα
Που ασχήμυνα,
Ρυτίδες αυλακώνουν τη μορφή μου.
Δεν τις κρύβω. Αντιθέτως, με κάρβουνο
Τις τονίζω. Με στάχτες από το τζάκι,
Από την Εστία,
Πασαλείβω το πρόσωπο,
Την καταραμένη μου ομορφιά
Να απαλείψω,
Να ακυρώσω.
Μόνον συμφορές
Μου έφερε. Χαρά
Καμία.
Τώρα κολυμπώ στη θάλασσα πλησίστια,
Πλέω σε πελάγη όχι ευτυχίας
Αλλά ανακούφισης.
Η ευτυχία μού ήταν απαγορευμένη
Άπαξ και εκατέβηκα από τον ουρανό
Στη γη.
Έπεσα, ξέπεσα, εξευτελίστηκα, καταστράφηκα,
Αμαυρώθηκε η υπόληψή μου…
Θα προτιμούσα τον θάνατο,
Αλλά δεν ήμουνα αρκετά γενναία
Για να τον προκαλέσω, να τον αντέξω
Μέχρι την τελευταία στιγμή.
Σκλάβα, αν και γεννημένη θεά!!!
Μεγαλύτερη τιμωρία υπάρχει;
Δεν υπάρχει.
Τώρα παρακολουθώ τα φύλλα να πέφτουν
Και τα φθονώ.
Υπάρχει κακοδαιμονία
Πιο επαίσχυντη
Από δαύτη;
Φθινόπωρο. Ας είναι κι έτσι.
Ο χειμώνας γιατί αργεί να έρθει
Με τα χιόνια του.
Στον Ευρώτα ξηρασία
Πρωτάκουστη.
Πέτρα πάνω στην πέτρα
Κι η λάσπη φτενή.
Φτηνή η προίκα μου.
Η ομορφιά μου…
Η ομορφιά μου με πάντρεψε,
Με έδωσε δούλα
Σε κακά αφεντικά.
Δεν ξέρω αν ήταν χειρότερα
Τα πρώτα ή τα στερνά.
Τα Θυέστεια Δείπνα.
Τι φρίκη.
Τι ντροπή.
Αηδιάζω και μόνο στη σκέψη
Τα παιδιά σου να τρως
Μισοψημένα.
Για αυτό κι απαγορεύεται κρέας
Να τρώνε μετά την κηδεία.
Χορτοφαγικά τα νεκρόδειπνα
Αναγκαστικά.
Ποιος εμπιστεύεται τους συγγενείς του;
Πρώην συγγενείς εξ αίματος
Ή εξ οινοπνεύματος
Τέως…
Ταώς.
Παγόνι ήμουνα.
Βαρυφορτωμένη από τα φτερά μου
Στο παραγώνι τώρα κυλιέμαι,
Στις στάχτες,
Μαδημένη,
Ξεπουπουλιασμένη,
Τσίχλα μαδημένη,
Χρησιμοποιημένη.
Ναι, χρησιμοποιημένη.
Ήρωας πολέμου χωρίς παράσημα.
Τα αφροδίσια όμως
Νοσήματα
Αφροδισιακά μου.
Οι αναμνήσεις
Αφροδισιακές…
Ξεσαλώνω με τα φαντάσματα τις νύχτες
Στων νεκρών ερώτων την Κοιλάδα.
Ουδείς ερωτών στην Ελλάδα.
Φοβούνται την απάντηση.
Την απάντηση φοβούνται
Στα μύχια ερωτήματά τους
Που στοιχειώνουν τις νύχτες
Κι είναι σαν τα νύχια να τους ξεριζώνουν.
Τόσο πονάει η βεβαρυμμένη Μνήμη.
Τυχερός όποιος κοιμάται ήσυχος
Τα βράδια.
Και το μεσημέρι φεγγερό.
Ας πέφτουν τα φύλλα, τα λουλούδια.
Κρύο φθινόπωρο
Μέγγενη που αρπάζει την καρδιά
Με χέρια αρπακτικά,
Βουλιμικά,
Ακόρεστα,
Αχόρταγα…
Αχάραγα ξυπνάω
Για να βεβαιωθώ
Πως ζω ακόμη.
Ντροπή για μια θεά
Από τρανή γενιά
Ξεμπουμπουκιασμένη.
Κακιασμένη η επιθυμία
Δίχως ανταπόκριση.
Δυστυχείς βιαστικοί
Οι βιασμένοι
Κακοπαθητές
Οι κακοποιημένοι.
Μεταποιητές
Οι ατάλαντοι
Παραχαράκτες οι φειδωλοί.
Οι τσιγκούνηδες άχαροι.
Ελένη παρ’ ολίγον δραπέτις…
Ναι, πήγα πολλές φορές να αποδράσω.
Της Τροίας τα τείχη με ετρόμαξαν.
Δεν πηδάει κανείς εύκολα στο κενό.
Ο έρωτας είναι φυλακή
Αλλά όχι η χειρότερη απ’ όλες.
Ύπνος με εφιάλτες ο θάνατος
Για τις ψυχές που βιάστηκαν
Να αναχωρήσουν
Εάν δεν ήταν αυτός ο φόβος
Για το ηφαίστειο που λιώνει
Τα σώματά μας
Σαν ασβεστόπετρα,
Θα είχα φύγει από την αγκαλιά
Τού Πάρη.
Στρυφνός, τσιγκούνης και άξεστος!!!
Αργότερα κατάλαβα τι τού βρήκα:
Μου θύμιζε τον αλμυρό ιδρώτα
Τών ηλιοκαμένων κορμιών
Τής Σπάρτης.
Πολεμοχαρείς Δωριείς
Σε διαρκή σύγκρουση με τους Μεσσηνίους.
Πελασγοί εκείνοι, σέβονταν την γυναίκα,
Τα παιδιά ανήκαν στην κοινότητα,
Στο καζάνι έβραζε η κοινή συνεισφορά…
Έτσι θα έπρεπε να είναι ο κόσμος
Κι όχι να σφάζονται για την ικανοποίηση
Τού εγωισμού τους
Και στο τέλος το φταίξιμο να ρίχνουν
Εύκολα
Πολύ εύκολα
Σε ένα θηλυκό
Που δεν μπορεί να υπερασπιστεί
Τον εαυτό του
Ταλαίπωρα ζωάκια
Είμαστε όλοι μας
Εξορισμένοι ποιός ξέρει
Από πού…
Πόθος επιστροφής
Μάς συναρπάζει,
Νοσταλγία
Για το Επέκεινα.
Αλυσοδεμένοι όμως
Παραμένουμε εδώ,
Έρμαια των φόβων μας,
Σκλάβοι χωρίς δεσμά.
Αυτά σκεφτόμουνα κάθε βράδυ
Ατενίζοντας τα ελληνικά ακρογιάλια
Βυθίζοντας το βλέμμα
Στον έναστρο ουρανό
Αναζητώντας τα αδέλφια μου:
Κάατωρ και Πολυδεύκης…
Τους καλώ και τώρα
Να με λυτρώσουν από τη σκοτεινιά
Που με τριγυρίζει
Αλλά δεν με κατακλύζει.
Από το Φως κατάγομαι εγώ
Και στο Φως επιστρέφω
Ποιος είμαι εγώ;
Τι είμαι εγώ;
Γιατί είμαι εγώ;
Η θάλασσα στραφταλίζει στο βάθος.
Ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη
Με καλούν
Να με φιλοξενήσουν
Στο υγρό βασίλειό τους.
Τον αιθέρα προτιμώ.
Είμαι κόρη του Δία εγώ,
Που μεταμορφώθηκε σε κύκνο
Προκειμένου να κοιμηθεί με τη μητέρα μου
Τη Λήδα…
Παρ’ όλα αυτά, δυσοίωνο το κρώξιμο
Αυτών των λευκών πουλιών
Με το πορτοκαλοκόκκινο ράμφος
Και τον μακρύ λαιμό.
Με κάνουν και αηδιάζω
Έτσι όπως στριγγλίζουνε στα αυτιά μου,
Ίδια με τα ερωτόλογα τού Πάρη,
Τού βοσκού που βαρέθηκε
Να σαλαγάει κατσίκες.
Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου
Δεν πάω καλά.
Ξεφεύγω.
Παραστρατώ στα μονοπάτια τής Μνήμης,
Στον λαβύρινθο τής Λογικής.
Ευλογία η Λήθη,
Αλλά δεν την καταδεχόμαστε
Εμείς οι εξελιγμένες οντότητες.
Μήτε να βρέξουμε το ποδαράκι μας
Στο μαύρο νερό της
Ύδατα της Στυγός. Νέμεσις.
Το απόλυτο μηδ-
Έν.
Το κενό μάς τρομάζει.
Για αυτό δεν έπεσα από τα τείχη της Τροίας.
Μάρτυράς μου ο Ποσειδώνας.
Μάρτυράς μου η Κασσάνδρα.
Γιναμε φίλοι, φίλες όπως το λέτε εσείς εδώ.
Την παρακολουθούσα στις τελετουργίες της.
Μου είχε δώσει το ελεύθερο.
Μερικές φορές τη φθονούσα για την άγρια ελευθερία της.
Όμως όχι, όχι, δεν θα ήθελα να είμαι εκείνη.
Σκληρό πράγμα να μην ανήκεις στην τάξη
Τών ανθρώπων
Και με το είδος τους να είσαι καταδικασμένη
Να συναγελάζεσαι.
Ως εκείνη θα σας ομιλήσω τώρα,
Για το μέλλον σας,
Για το μέλλον τών παιδιών σας
Τι; Τρομάξατε; Φεύγετε;
Σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη.
Σας ορκίζομαι: δεν θα τα ξανακάνω
Πού είχαμε μείνει; Τι λέγαμε; Ααα!!!
Για τα τείχη της Τροίας…
Ναι, ναι. Η Ωραία Ελένη δραπέτις.
Σιγά που θα τους έκανα τη χάρη.
Ήμουνα καλομαθημένη εγώ
Στα μετάξια και στα μελωμένα λουτρά
Να κυλιέμαι,
Να καίνε μυρωδικά ξυλάκια γύρω μου,
Λιβάνι… Γιατί όχι;
Σαν θεά με λάτρεψαν.
Την ομορφιά σαν θεότητα λατρεύουν
Οι βάρβαροι,
Οι πρωτόγονοι… Περισσότερο εξελιγμένοι
Από εμάς ήταν. Εκείνοι πίστευαν στα πνεύματα
Εμείς, εσείς, σε τίποτα.
Κι η σάρκα λιώνει, γερνάει, φθείρεται…
Μία εικόνα, αντανάκλαση σε σκονισμένο καθρέφτη απομένει. Κι αυτή όχι για πάντα.
Σβήνει γοργότερα κι αυτό φτερό στον ορίζοντα…
Ναι, ήθελα να φύγω. Και τώρα θέλω. Αλλά δεν μπορώ. Φοβάμαι.
Ελένης Έξοδος.
Φεύγω χορτασμένη από θλίψη.
Πέτυχα να είμαι μύθος
Αποτυγχάνοντας να είμαι ευτυχισμένη.
Σαν την Μαρία Κάλλας,
Τη Μπίλλυ Χολλιντέϊ,
Την Ουμ Κουλσούμ
Την Έντιθ Πιάφ,
Τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ,
Τον Αρθούρο Ρεμπώ…
Τον Καζαντζάκη, τον Σικελιανό, τον Καβάφη.
Χορτάτη από δόξα,
Όμως η δόξα δεν σου γεμίζει την ψυχή.
Μπορεί ίσως το κρεβάτι. Μα την ψυχή
Όχι. Ποτέ
Σκέφτηκα να πιώ, να μεθύσω μέχρι θανάτου.
Αλλά ούτε και κάτι τέτοιο θα μου άξιζε
Αλκοόλ και βαρβιτουρικά.
Σαν σταρ του σινεμά, σαν απεγνωσμένη
Κραυγή διαμαρτυρίας.
Όχι. Τέτοιο τέλος δεν αρμόζει σε εμένα
Ποτέ.
Προτιμώ τα γηρατειά.
Να κολυμπήσω στη θάλασσα τη σκοτεινή
Μια νύχτα αφέγγαρη.
Το κρύο το νερό να με καταπιεί.
Τα ψάρια να αποτελειώσουν τη δουλειά.
Το έργο τής φθοράς ολοκληρωμένο
Ναι, αυτός θα ήταν ένας θάνατος που μου ταιριάζει.
Μα ούτε και αυτό θα συμβεί. Το ξέρω,
Το νιώθω στα κύτταρά μου βαθιά.
Το κρύο χέρι που θα μου σφίξει την καρδιά
Τανάλια φρικτή,
Καρυοθραύστης ανελέητος
Θα μου χαρίσει κολόνια λεμόνι
Στα άσπρα μου μαλλιά,.
Από αυτές που χρησιμοποιούν
Στα γραφεία τελετών
Για τους γέρους.
Πλήρης ημερών κατά κουραφέξαλα.
Ποτέ κανείς δεν χόρτασε με ημέρες
Με εμπειρίες μπορεί. Ναι, ίσως..
Αλλά από ζωή ποσοτική
Μόνον τα μηχανήματα ευχαριστιούνται
Να λειτουργούν
Μόλις έχει λήξει η εγγύηση,
Μόλις εκπνεύσει η προθεσμία
Τού προσδοκώμενου βίου
Και γίνεις βάρος,
Γενικώς,
Αρούρης άγχος.
Τώρα δεν μετανιώνω πια για τίποτα.
Εκχύλισμα πικρό
Τών ημερών το άνθος
Σας εύχομαι καλήν αυγινήν…
Σε έναν άλλον κόσμο
Δικαιότερο,
Κάτω από έναν ήλιο που δεν δύει
Μόνον ανατέλλει ατέλειωτα.
Αντίο. Εις το επανιδείν.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας https://konstantinosbouras.gr, ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός