Τα κατισχύοντα τού Χρόνου πνεύματα ζουν και πέραν τής αποσυνθέσεως τού υλικού σώματος…
Ο εστέτ, συμβολιστής, νεορομαντικός, νεοκλασικιστής, ο σουρεαλιστής εν τέλει (στον καταληκτικό «Κοντορεβιθούλη») οικοδιδάσκαλος (μεγαροδιδάσκαλος, παλατοδιδάσκαλος, Αυλοδιδάσκαλος) τής Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συνδύασε σε αυτή την συνεργασία την αρχαιοελληνική έννοια τού Κάλλους με την Ηθική (που είναι αλληλένδετη με την Αισθητική) και την Αρμονία (που είναι προϋπόθεση κάθε ποιήσεως).
Διαβάζοντας ξανά και ξανά το καταγεγραμμένο λόγο του με την έντονη δραματικότητα κι ένα στοιχείο προφορικότητας σχεδόν παιδικό, δεν απορούμε καθόλου που κατέβηκε στην Ελλάδα για να εκπολιτίσει θεατρικά τούς απελευθερωμένους Έλληνες, μήτε που προπηλακίστηκε, περιθωριοποιήθηκε κι εγκλείστηκε σε μια ιδιότυπη αυτοεξορία όπου τους αποχαιρέτησε με τον σκωπτικά ειρωνικό, με τον σαρκαστικά περιφρονητικό «Κοντορεβιθούλη» του. Σήμερα έπρεπε να ζει. Όμως εκείνος ήταν ένας χρονοταξιδιώτης που κατέβηκε σε λάθος σταθμό, ΣΤΟΝ λάθος σταθμό, άφησε όμως ανεξίτηλο το στίγμα του στο Συλλογικό Ασυνείδητο και η συλλογική ενοχή μάς περιζώνει αναγκάζοντάς μας να σκύψουμε πάνω από τα γραπτά του και να τα δούμε θεατρικά. Ναι, μάλιστα. Όπως του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ντοστογιέφσκι…
Γιατί αποτύπωσε τις ψυχικές δονήσεις της εποχής του με την ακρίβεια σεισμομέτρη που καταγράφει συμπαντικές καταιγίδες, που αφήνει κεραυνούς να διαπεράσουν το κορμί του, μα ΔΕΝ καίγεται, απλώς αναφλέγεται…
Θα καταλήξω να γίνω τελείως «μεταφυσικός», ανιμιστής, να πιστέψω στα πνεύματα, στα πέντε στοιχεία τής Φύσης, να συνομιλήσω με Γη και Ουρανό σαν αρχαίος σαμάνος.
Μόνον αυτή η επιβίωση τής σκέψης, της νοητικής ενέργειας, είναι ο μόνος λόγος να αντέξουμε τόση πληγωμένη πλησμονή, τόσα μαρτύρια, τόσον πόνο. Ακόμα και τα βασανιστήρια τής Κόλασης ωχριούν μπροστά στο διαρκές πένθος για την αδικοχαμένη ζωή που βιώνουμε καθημερινά εμείς οι ποιητές, ευαίσθητες κεραίες που δεν αφήνουν μήτε την οιμωγή ενός χαμολούλουδου να περάσει απαρατήρητη…
Μία φορά άκουσα τη Μαρία Καλογεροπούλου να τραγουδάει a capella μέσα από ένα άρτι σπασμένο ηχείο τού Ηρωδείου και ανατρίχιασα στο πιο βαθύ κομμάτι τής ύπαρξής μου, γιατί ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΌΣΟΙ ΔΕΝ ΖΗΣΑΜΕ ΥΠΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ, αλλά ΞΥΠΝΑΜΕ ΑΝΑΜΕΣΑ στους ΝΕΚΡΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟ ΦΑΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΡΡΕΥΣΤΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗΣ, ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗΣ ΥΛΟΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος επιτέλους δικαιώθηκε έναν αιώνα μετά (μικρή χρονοκαθυστέρηση, σχετικά με το μέγεθος τής πρωτοτυπίας), κινείται ανάμεσά μας κι απαιτεί την άρθρωση τού ποιητικού λόγου του. Ας υποκύψουμε. Ας του δώσουμε φωνή. Ας ενσαρκώσουμε τα δραματικά προσωπεία και πρόσωπά του. Μόνον έτσι κι εμείς οι ταπεινοί θα μπορέσουμε να ελπίζουμε σε μια κάποιου είδους αυτοδυναμία.
Διαβάζουμε από το εξαντλημένο δερματόδετο βιβλίο των εκδόσεων Νίκας (τότε Ελευθερουδάκη) [Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, Το βιβλίο τής Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Φύλλα Ημερολογίου, εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Εν Αθήναις, Ν.Δ. ΝΙΚΑΣ Α.Ε., σελ. 293.]:
«Οι τοίχοι και τα έπιπλα ντυμένα ομοιόμορφα με ύφασμα άσπρο και σταχτύ ρηγωτό. Ένα μεγάλο διπλό παράθυρο βλέπει στην εξωτερική πλατεία και στο Φολκσγκάρντεν, το περιβόλι τού λαού με τις πλατύφυλλες καστανιές, τόσο φιλόξενες στον έρωτα, που τώρα είναι σαν κουκουλωμένο στη δειλινή θαμπάδα. Ένα παραβάν από βυσσινύ μεταξωτό μπροστά στο κρεββάτι το σκεπασμένο κι αυτό με βαρύ μετάξι πορφυρό. Σ’ όλα όμως μιάν απλότης πολύ μεγαλωσιάνικη» (σελ. 63).
Μάστορας των αντιθέσεων, τεχνίτης των περιγραφών, ψυχογράφος ολκής, μάς οδηγεί στο να νοσταλγήσουμε τη χαμένη αριστοκρατία τής αληθινής μόρφωσης…
Περνώντας τώρα στο νεοναυπήγητο εν θέματι βιβλίο με τον άκρως συμβολιστικό αλλά και ρομαντικό τίτλο «Η σταχτιά γυναίκα», που χαρακτηρίζεται από τον δημιουργό του ονειρόδραμα και ΕΙΝΑΙ ένα περίεργο υβρίδιο ανάμεσα ποιητικής πρόζας και διαλογικού αφηγήματος, με μεγάλες τιράντες (δίκην μονωδιών) ανιχνεύουμε την σκοτεινιά που εμποτίζει το έργο των μεγάλων λογοτεχνών (Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνού).
Παρατηρούμε δηλαδή στην σελίδα την αλλόκοτη έως παρεξηγήσιμη (για τα σημερινά δεδομένα τής πολιτικής ορθότητος) φράση:
«Ο Λύσανδρος βρίσκεται σε ερωτικό και λατρευτικό παραλήρημα, όταν το μικρό παιδί γλιστρά από τα χέρια τής Σταχτιάς γυναίκας και σκοτώνεται στα βράχια» (σελ. 34).
Και στην δισέλιδη τιράντα τού ιδίου προσώπου (σελίδες 61 και 62) ανιχνεύομε τον πρόδρομο τής ψυχαναλυτικής προσέγγισης με άφθονο όμως μαγικό ρεαλισμό. Η ποιητικότητα τού κειμένου το καθιστά σχεδόν ξεδιψαστικό στην μετανεωτερική δραματουργική ξηρασία/απραξία/απαξίωση των πάντων. ΜΟΝΟΝ Η ΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΘΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ ΕΑΝ ΔΕΝ ΓΙΝΕΙ ΞΑΝΑ (όπως σε πολλές σκοτεινές περιόδους τής Ιστορίας) τελείως διαδραστικό, τουτέστιν «λαϊκό» με την ευρύτερη έννοια.
Η «Σταχτιά Γυναίκα» θα μπορούσε να είχε γραφτεί σήμερα!!! Ακόμα και οι μικρές παραξενιές τής ιδιολέκτου (με βάση την καθομιλούμενη των αρχών του εικοστού αιώνα) μπορεί να θεωρηθεί αναπόσπαστο συστατικό τού ύφους και της επιδιωκομένης ποιητικής «αν-οικειώσεως».
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, αδέξιος χρονοταξιδιώτης στην εποχή του, μοιάζει σήμερα αναστημένος εκ βάθρων. Ο νατουραλισμός του είναι ευπρόσδεκτος και δεν μας ξενίζει πλέον.
Καιρός να τον ανά-καλύψουμε.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασιολόγος και κριτικός
Τα κατισχύοντα τού Χρόνου πνεύματα ζουν και πέραν τής αποσυνθέσεως τού υλικού σώματος…
Ο εστέτ, συμβολιστής, νεορομαντικός, νεοκλασικιστής, ο σουρεαλιστής εν τέλει (στον καταληκτικό «Κοντορεβιθούλη») οικοδιδάσκαλος (μεγαροδιδάσκαλος, παλατοδιδάσκαλος, Αυλοδιδάσκαλος) τής Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συνδύασε σε αυτή την συνεργασία την αρχαιοελληνική έννοια τού Κάλλους με την Ηθική (που είναι αλληλένδετη με την Αισθητική) και την Αρμονία (που είναι προϋπόθεση κάθε ποιήσεως).
Διαβάζοντας ξανά και ξανά το καταγεγραμμένο λόγο του με την έντονη δραματικότητα κι ένα στοιχείο προφορικότητας σχεδόν παιδικό, δεν απορούμε καθόλου που κατέβηκε στην Ελλάδα για να εκπολιτίσει θεατρικά τούς απελευθερωμένους Έλληνες, μήτε που προπηλακίστηκε, περιθωριοποιήθηκε κι εγκλείστηκε σε μια ιδιότυπη αυτοεξορία όπου τους αποχαιρέτησε με τον σκωπτικά ειρωνικό, με τον σαρκαστικά περιφρονητικό «Κοντορεβιθούλη» του. Σήμερα έπρεπε να ζει. Όμως εκείνος ήταν ένας χρονοταξιδιώτης που κατέβηκε σε λάθος σταθμό, ΣΤΟΝ λάθος σταθμό, άφησε όμως ανεξίτηλο το στίγμα του στο Συλλογικό Ασυνείδητο και η συλλογική ενοχή μάς περιζώνει αναγκάζοντάς μας να σκύψουμε πάνω από τα γραπτά του και να τα δούμε θεατρικά. Ναι, μάλιστα. Όπως του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ντοστογιέφσκι…
Γιατί αποτύπωσε τις ψυχικές δονήσεις της εποχής του με την ακρίβεια σεισμομέτρη που καταγράφει συμπαντικές καταιγίδες, που αφήνει κεραυνούς να διαπεράσουν το κορμί του, μα ΔΕΝ καίγεται, απλώς αναφλέγεται…
Θα καταλήξω να γίνω τελείως «μεταφυσικός», ανιμιστής, να πιστέψω στα πνεύματα, στα πέντε στοιχεία τής Φύσης, να συνομιλήσω με Γη και Ουρανό σαν αρχαίος σαμάνος.
Μόνον αυτή η επιβίωση τής σκέψης, της νοητικής ενέργειας, είναι ο μόνος λόγος να αντέξουμε τόση πληγωμένη πλησμονή, τόσα μαρτύρια, τόσον πόνο. Ακόμα και τα βασανιστήρια τής Κόλασης ωχριούν μπροστά στο διαρκές πένθος για την αδικοχαμένη ζωή που βιώνουμε καθημερινά εμείς οι ποιητές, ευαίσθητες κεραίες που δεν αφήνουν μήτε την οιμωγή ενός χαμολούλουδου να περάσει απαρατήρητη…
Μία φορά άκουσα τη Μαρία Καλογεροπούλου να τραγουδάει a capella μέσα από ένα άρτι σπασμένο ηχείο τού Ηρωδείου και ανατρίχιασα στο πιο βαθύ κομμάτι τής ύπαρξής μου, γιατί ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ ΌΣΟΙ ΔΕΝ ΖΗΣΑΜΕ ΥΠΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ, αλλά ΞΥΠΝΑΜΕ ΑΝΑΜΕΣΑ στους ΝΕΚΡΟΥΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟ ΦΑΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΡΡΕΥΣΤΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗΣ, ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗΣ ΥΛΟΕΝΕΡΓΕΙΑΣ.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος επιτέλους δικαιώθηκε έναν αιώνα μετά (μικρή χρονοκαθυστέρηση, σχετικά με το μέγεθος τής πρωτοτυπίας), κινείται ανάμεσά μας κι απαιτεί την άρθρωση τού ποιητικού λόγου του. Ας υποκύψουμε. Ας του δώσουμε φωνή. Ας ενσαρκώσουμε τα δραματικά προσωπεία και πρόσωπά του. Μόνον έτσι κι εμείς οι ταπεινοί θα μπορέσουμε να ελπίζουμε σε μια κάποιου είδους αυτοδυναμία.
«Οι τοίχοι και τα έπιπλα ντυμένα ομοιόμορφα με ύφασμα άσπρο και σταχτύ ρηγωτό. Ένα μεγάλο διπλό παράθυρο βλέπει στην εξωτερική πλατεία και στο Φολκσγκάρντεν, το περιβόλι τού λαού με τις πλατύφυλλες καστανιές, τόσο φιλόξενες στον έρωτα, που τώρα είναι σαν κουκουλωμένο στη δειλινή θαμπάδα. Ένα παραβάν από βυσσινύ μεταξωτό μπροστά στο κρεββάτι το σκεπασμένο κι αυτό με βαρύ μετάξι πορφυρό. Σ’ όλα όμως μιάν απλότης πολύ μεγαλωσιάνικη» (σελ. 63).
Μάστορας των αντιθέσεων, τεχνίτης των περιγραφών, ψυχογράφος ολκής, μάς οδηγεί στο να νοσταλγήσουμε τη χαμένη αριστοκρατία τής αληθινής μόρφωσης…
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασιολόγος και κριτικός
https://konstantinosbouras.gr