You are currently viewing Κωνσταντίνος Μπούρας: Σοφία Φιλιππίδου, Σαράντα ποιήματα, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα Μάιος 2024, σελ. 86

Κωνσταντίνος Μπούρας: Σοφία Φιλιππίδου, Σαράντα ποιήματα, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα Μάιος 2024, σελ. 86

Ξεκινάμε από ένα καυστικό σχόλιο (που λειτουργεί και ως γνωμικό):

Η Ελλάδα στην επαρχία φτυαρίζει την λάσπη

Στην πρωτεύουσα είναι πρωταγωνίστρια

Μιας μυθοπλασίας.

Αυτή ακριβώς η φαντασιακή φυλάκιση στο πολυδιαστασιακό νησί τής Κίρκης δίνει και το τραγικό στίγμα των σύγχρονων κολασμένων, των εγκλωβισμένων σε ένα ιδεοληπτικό εποικοδόμημα το οποίο προσομοιάζει με τον Πύργο τής Βαβέλ και είναι αδιέξοδο.

Συνεχίζουμε την επιλεκτική ανάγνωση-περιδιάβαση σε ένα πόνημα που πέρα από την καθομολογούμενη καλλιτεχνική ευαισθησία, δείχνει αυξημένη ενσυναίσθηση, οξυμένα κοινωνικά αντανακλαστικά και ποιητική νοημοσύνη εξαιρετική!!!

Ήρεμα, αθόρυβα, ασταμάτητα ο χρόνος

Όποιος δεν έκανε μπάνιο παιδί

Στα παλιά σφαγεία Θεσσαλονίκης

Δεν ξέρει πώς αρρώστησε η θάλασσα

Μια γουρουνοκεφαλή με άσπρα ματοτσίνορα

Αφρισμένα λύματα στα ολοστρόγγυλα

Μαύρα ρουθούνια της κολυμπάει

Ένα μικρό κοριτσάκι

Με άσπρο βαμβακερό εσώρουχο

Παράγοντες της πόλης μελετούν καινοτόμα προγράμματα

Στο ανακαινισμένο κτήριο των σφαγείων.

Το ένα στήθος της μάνας μου επιπλέει

Δίπλα σε μια ωλένη

Άλουστη περιφέρεται η κατάθλιψη

Στην Ναυάρχου Νοταρά προς το Πεδίον του Άρεως.

Μία μάζα δακτύλων στενάζει

Στα ορθοπεδικά πέδιλα

Υπονύχιες υπερκερατώσεις

Από μυκητιάσεις των νυχιών

Με αντιαισθητικά αποτελέσματα.

Τα θέατρα τέχνης πλασάρουν τα ρεπερτόρια

Σαν ζεστές ζαμπονοτυρόπιτες

Σήμερα δύο έργα ψύξη -ψύξη δροσιά

Στα τσοντάδικα του Βαρδαρίου.

Oι φαντάροι ψήνουν ρέγγες με τις εφημερίδες

Πίσω από τον Σιδηροδρομικό σταθμό

Μεγάλωσαν τα πλατάνια που δεν κόψαμε

Χαιρέτα την κοιλάδα των Τεμπών

Και όλες τις αποχρώσεις του πράσινου.

 

Η αφηγηματική περιγραφικότητα δείχνει δεξιοτεχνική εξοικείωση με τον εκφερόμενο δραματικό λόγο που τον χαρακτηρίζει η απεύθυνση.

Αυτό το στοιχείο είναι διαχρονικό και δεν έχει σχέση με ρεύματα, εποχές, μετανεωτερικότητες και άλλα θνησιγενή πολιτισμικά επιφαινόμενα με σαφή ημερομηνία λήξης που καθορίζεται από τον κορεσμό τού συνδημιουργικού «επαρκούς αναγνώστη».

 

Ένα άλλο δείγμα αυτής τής πολυσύνθετης λογοτεχνικής εργασίας που εμπεριέχει εν σπέρματι την θεατρικότητα:

 […] ή παναγιά στο λιβάδι

Της Αγγελικής

Τα βουνά είναι βουνά ό,τι κι αν πεις

Κανείς δεν τα κουνά ό,τι κι αν κάνει

Οι μυγδαλιές το λένε απ’ τον Φλεβάρη

που ξέρουνε την γλώσσα των στοιχειών

στα ερειπωμένα σπίτια της Δημητσάνας

Χάσκουν οι τρύπες

Ο χρόνος προχωράει αγκομαχώντας

να βρει φρέσκο ψωμί στον τελευταίο φούρνο

Τραβάει ο φούρναρης την αυλαία από τσουβάλια

και τα καρβέλια εμφανίζονται στα ράφια

Η χειροποίητη παράσταση αρχίζει:

Κάτω από το πλαστικό τραπεζομάντηλο

οι πατάτες σαν τα κουνέλια βγαίνουν

από το ημίψηλο του μάγου

Χαμογελάνε στην αυλή τα λάχανα

και στις κουΐντες της παράγκας

περιμένουνε τα τσίπουρα

να συνοδέψουνε την Παναγιά στο λιβάδι

Ο θρύλος λέει πως εκείνη είδε ένα αγόρι

δώδεκα χρονών να καβαλάει τ’ άλογο και του είπε

«δέσε το πόδι στην τριχιά και στάσου στο σαμάρι

Δεν φτάνουνε τα μάτια μου να σε χορτάσω

Μοιάζεις με το χαμένο μου παιδί είσαι δεν είσαι;»

Όρθιος στάθηκε εκείνος κι άπλωσε τα χέρια

Σαν ακροβάτης στο σχοινί του τσίρκου

Τότε το άλογο πρόγκηξε στα βούρλα

κι έριξε το παιδί στις πέτρες από αγάπη

Μπροστά στα πόδια της

Ήτανε το μεγάλο πανηγύρι και παίζανε την τελευταία πράξη

Όλοι είδαν το παιδί να σέρνεται στο χώμα

Η μάνα του έγκυος γέννησε πρόωρα ένα κοριτσάκι

Κάποιος του έριξε τσίπουρο στο στόμα

Γυρίσανε τα μάτια του στην Παναγιά και εχάθη

Κανείς δεν χειροκρότησε στο τέλος

Μονάχα η μικρή του αδελφή ακόμη κλαίει.

Όταν ζυμώνει το ψωμί με το προζύμι

και καθαρίζει τις άγριες καυκαλήθρες

αντί για πρόσφορα να φτιάχνει πίτες.

μάρτιο μήνα: ν’ αγαπάω

Μαύρο πουλί στην άκρη της κεραίας

Είναι κελάηδημα αυτό το σκούξιμο ή κλάμα;

Ξέρω πως νιώθεις τον καιρό

Και το νερό βαραίνει τα φτερά σου

Όπως τα κουρασμένα μου τα χέρια

Που δείχνουν κάθετα το χώμα

Και τώρα δείξε μου τον δρόμο της επιστροφής

Δώσε ένα σύνθημα να αρχίσω το ταξίδι

Το σύννεφο στο φόντο του ουρανού

Έγινε ελέφαντας που πάει να πεθάνει

Η προβοσκίδα του αγκαλιάζει το δέντρο της ζωής

Και αρχίζουν οι θεατρικές μεταμορφώσεις

Μιας όμορφης κοπέλας τα μαλλιά

Σηκώνει ο άνεμος προς την Ανατολή

Τα αφράτα μπράτσα της γίνονται ζωγραφιές του Ρούμπενς

Πολλές μορφές παίρνουν στα μάτια μου οι θεοί

Όμως τ’ ανθρώπινα με σέρνουν κατά κάτω

Γι’ αυτό πριν ξεκινήσω θέλω να μου πεις

Πώς τους μοιράζετε στην Νεφελοκοκκυγία τους επαίνους

Πηγαίνετε και εσείς τα τάπερ στους κριτικούς των θεαμάτων

Με εδέσματα και εξωτικές κόκκινες σάλτσες

Απειλείτε με καταγγελίες τα Υπουργεία των νεφών

Μαζεύετε υπογραφές από τις βροχές

Εκβιάζετε με απειλές την πάχνη

Φωνάζετε συνθήματα μες στις ομίχλες

Μπαζώνετε την αλήθεια της φωτιάς

Τα έχετε καλά με την εξουσία των κοράκων

Σαμποτάρετε τα καλλίφωνα αηδόνια

Γελάτε με την αθωότητα των μπούφων

Μισείτε τα χαρίσματα του γλάρου

Με το λυπητερό σου το τραγούδι

Επιμένεις όπου πάω

Μάρτιο μήνα: ν’ αγαπάω

Να μην προδίδω τους φίλους

Να ψάχνω την καλοσύνη στις σπηλιές

Να σέβομαι και να τιμώ την χαρά

Την ποίηση κυρίως των αθανάτων

Σκούζεις μαύρο πουλί και λες

«Άνοιξε τα φτερά και πέτα προς την δύση»

Και αναρωτιέμαι μήπως είσαι φάντασμα μικρό

Του πεθαμένου μου πατέρα

Και τρέμω μη σε χάσω από βαριά μελαγχολία

Που οι άνθρωποι προσπερνάνε το καλό για το συμφέρον

Και δεν μιλούν με τα πουλιά ούτε τ’ ακούνε

να προλάβω να σώσω την μνήμη

Υπάρχει ένα παιδί που τρέμει από φόβο

Γαντζωμένο πάνω στο στήθος μου

Με θραύσματα από μια οβίδα καρφωμένα στο πρόσωπο

Και μια απορία κρεμασμένη από τις κόρες

Των ματιών που κοιτάζουν ένα χέρι στο πλάνο

Που πληρώνει μ’ ένα κομμάτι ψωμί

Η χαρά θαμμένη κάτω από τα συντρίμμια

Σπαρταράει σε μια λίμνη από δάκρυα

Η ζωή τρέχει σαν ποτάμι που ξεχείλισε

Σαν θάλασσα που φούσκωσε από την παλίρροια

Σκάει στις παράγκες που χτίστηκαν στην άμμο

Τρελάθηκε ο άγιος καιρός

Τσακίστηκε το κιβούρι της μάνας μου στις πέτρες

Έφυγε το παγωμένο σώμα

που πρόλαβα να κρατήσω πρώτη φορά στην αγκαλιά μου

γλίστρησε

Σαν αρχαία κολώνα στα αφρισμένα νερά

Το άλογο με τουμπανιασμένη κοιλιά

γύρισε ανάποδα και πάει…

Να προλάβω να σώσω την μνήμη

Που βουλιάζει στην παχιά μαύρη λάσπη

Γιατί ο ήλιος θα ανατείλει πάλι

Και το απόγευμα θα δύσει με ακρίβεια μεγάλη

Εκατομμύρια τουρίστες σ’ όλο τον κόσμο

Θα φωτογραφίσουνε το σόου

Του μεγάλου θαυματοποιού

Των αποχρώσεων που αναδύονται

από τις αχνές ζώνες των οριζόντων

Το κόκκινο, το χρυσαφί, το κοραλλί

Των βυθών και των απάτητων ωκεανών

Το πορτοκαλί και το φούξια της Άνοιξης

Των πρώτων χαιρετισμών της Παρασκευής

Τα ημικύκλια από το σκούρο βιολετί

Της περιφοράς του επιταφίου

Σαν το περίγραμμα του Ιησού στα μελανά του χείλη

Βρέχει ο ουρανός μικρούς έρωτες

τυλιγμένους με σάβανα

Στην ποδιά μου με τα πικρά άγρια ραδίκια […]

 

Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα εκτενέστατο απόσπασμα κάποιου δραματικού μονολόγου με έξοχες σκηνικές προοπτικές (πολυφωνικές ή και απλώς μονοφωνικές – δίκην αναλογίου με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής).

Η φυσιολατρεία αφήνει μια πικρή επίγευση στην αναγνωστική μνήμη τού απαιτητικού βιβλιόφιλου.

Η Σοφία Φιλιππίδου, εκτός από εκλεκτή ηθοποιός, δασκάλα θεάτρου και σκηνοθέτις, είναι μια δεινή, δεινότατη λογοτέχνις, που θα μπορούσε να επιδοθεί άνετα και στη συγγραφή σεναρίων, εάν κι εφ’ όσον αυτό επιθυμούσε κι επέλεγε να πράξει.

Κλείνουμε τη σύντομη αυτή προσεκτική περιδιάβασή μας στο πρόσφατο πόνημά της με ακόμα ένα χαρακτηριστικό κι ενδεικτικό τής συγγραφικής της καρποφορίας απόσπασμα:

Σαν ελάφι μικρό που κυλιέται στα λιβάδια

Ρουφάει τον Χριστό, τον καταπίνει

Αγκαλιάζει τον σταυρό με το ακάνθινο στεφάνι

Κουτρουβαλώντας μπαίνει στην Αγία Τράπεζα

Φεύγουν τα δισκοπότηρα

Ο αγιασμός χύνεται στα πατώματα

Γονατισμένες οι γυναίκες γλύφουνε το κρασί

Τρώνε το σώμα του Χριστού

Όταν δεν έρχεσαι κονταίνω

Γράφω ποιήματα για την ανημπόρια

Και για το θαύμα του παράλυτου

Που βγάζει χάρτινα φτερά στην Επίδαυρο

Ήθελα να σου δώσω τρία φιλιά στον λευκό σου λαιμό

Όμως δεν σε βρήκα

Μου είπε ο Απολλώνιος ο Τυανέας

Πως πας και σε άλλους ποιητές

Κι αλλού πεθαίνεις…

Θα σε ονομάσω Έλευσις

Πρέπει να είσαι ωραίο και αληθινό

Παιδί του πάθους και της ελευθερίας

Να περάσεις το ανταριασμένο ποτάμι

Και να διασχίσεις τις σκιές του δάσους όλες

Μέχρι να συναντήσεις την μεγάλη θάλασσα

Για να βαπτιστείς στα σαράντα κύματα

Θα σε ονομάσω Έλευσις

Γιατί το φτάσιμο είναι ο προορισμός σου

Θα υφάνω με φύκια τα μωρόπανά σου

Αγαπημένο μου παιδί, τραγούδι της απόρριψης

Μυστικό ποίημα της άρρωστής μου νιότης

Σου έπλεξα ένα σκουφάκι από αρμυρίκια

Και στα αυτάκια κέντησα

Με μεταξωτή κλωστή της μικρής Αράχνης

Δύο κρινάκια της άμμου

Να σε προστατεύουν από την βοή

Και από τον άνεμο του φθόνου

Τις νύχτες των ονείρων και της υπόγειας ζωής

Γεννημένο εκατό φορές στα σκοτάδια

Παιδί του πένθους

Μέσα στα τείχη κρυμμένο σε αντίσκηνα πολέμου

Σε σκότωνα για να σε φέρω πίσω ολόκληρο

Παιδάκι μου όμορφο αναστημένο

Μοσχοβολάνε τα μαλλιά σου

Νυχτολούλουδα

Τα πεφταστέρια λένε πως μου μοιάζεις

Απ’ το κεφάλι σου βγαίνει ένα φως λουλακί

Μεσοφόρι της Άνοιξης

Το χαμόγελο σου γράφει λοξά

Μια νέα Σελήνη

ο γελοίος θυμός μου

Είμαι ένα πούπουλο απ’ την κοιλιά περιστεριού

Σκαλωμένο στο φύλλο μιας αρμπαρόριζας

Ένα κοτσύφι στην κεραία

που κελαηδάει στις 11 προ μεσημβρίας

Όταν ο ήλιος ετοιμάζει τις κάθετες σκιές

και τις γωνίες με τις 90 μοίρες

Είμαι μια κληματσίδα της Άνοιξης

και ξέρω να τυλίγομαι με χάρη στο σύρμα.

Να στεριώνω το κορμάκι μου

και να κρεμάω τα σταφύλια μου τον Αύγουστο

Μια καμπανούλα είμαι μωβ στον καταπράσινο κήπο

Δοξάζω τα άγια πρωινά

Όμως τα βράδυα ταΐζω μικρά κροκοδειλάκια

στις όχθες του Νείλου

Νανουρίζω μαύρα φίδια

στην σπηλιά της ωραίας Ελένης

Κοιμάμαι πάνω στ’ άγρια βούρλα και στις φτέρες

Μέσα σε σπηλιές αναστημένων

Σκεπάζομαι με τα λινά τους σάβανα

Ακροβατώ πάνω στην ένατη διάσταση

Χωρίς το δίχτυ του νοήματος

Υποδύομαι ρόλους παράλογους

Άλλοτε πετάω με τα φτερά μου από φοινικόδεντρα

Που μου τα κάρφωσε ένα φεγγάρι στην πλάτη

Φορτωμένη με το τσουβάλι μου

Αδειάζω στο κενό τις εκκρεμότητες

Παίζω με τις φυσαλίδες της πραγματικότητας

Μαζεύω δροσοσταλίδες από τα φύλλα του Μανδραγόρα

Στα γυάλινά μου μπουκαλάκια

Φτιάχνω δηλητηριώδη ελιξίρια

Γνωρίζοντας πως μια σταγόνα ύλης

από τα πολλαπλά σύμπαντα

θα έφτανε για να πνίξω μέσα

Τον γελοίο θυμό μου.

 

Τα ζωάκια, οι νοήμονες και μη νοήμονες υπάρξεις θεωρούνται όλες από την Ποιήτρια Σοφία Φιλιππίδου έμψυχες, με την πανάρχαια, παγανιστική, ινδουιστική θεώρηση τού σύμπαντος Κόσμου ως εκδηλώσεως τού Πρωταρχικού Θείου Σπινθήρα.

Τα πάντα είναι Θεός κι ο Θεός εμπεριέχεται στα Πάντα, που εμπεριέχονται στο Όλον και τείνουν προς το Άπαν.

Αυτή κι αν είναι Ποιητική, Ολιστική Θεώρηση.

Ποίηση δίχως όραμα δεν υφίσταται, δεν νοείται και δεν ενδιαφέρει.

Εδώ η συνειδητή πνευματική οντότης συνομιλεί ευθαρσώς με το Άρρητο, με το Αόρατο, με το Άφατο…

 

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας, https://konstantinosbouras.gr, ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.