Για όλους εμάς που τον είχαμε γνωρίσει από κοντά και ζήσαμε τις εύστοχες (παιδικού τύπου) κακιούλες του, επαληθεύουμε διαρκώς (ακόμα και τώρα, μετά την αποδημία του) ότι «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν στερημένος, από αγάπη κυρίως, από υλικά αγαθά στην αρχή. Έζησε λιτοδίαιτος, απόμακρος, κοσμοκαλόγερος… Ιδιότυπος ασκητής στυλίτης, περιτριγυρισμένος από γάτες που παρέπεμπαν στην αιγυπτιακή θεότητα Μπαστέτ. Μία φορά που πήγαμε με τον Χρονά με ταξί να πάρουμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο για να φάμε στο «Γιοκ Μπαλίκ», εκείνος δεν ερχόταν, αργούσε απρόσμενα. Τού χτύπησα λοιπόν το κουδούνι, μου άνοιξε, έψαχνε εναγωνίως τα γυαλιά του… Οι γάτες του με καλοδέχτηκαν γιατί μύρισαν στο παντελόνι μου τον δικό μου τον γάτο τον Κούνη. Τελικά, τα γυαλιά ήταν κάτω από ένα μαξιλάρι στον λιτό καναπέ. Έβγαλα ένα καθαριστικό από τα «Οπτικά Σταύρου» και επανέφερα τα παλαιικά ομματογυάλια στην προτέρα τους διαπερατότητα. Ο μεγάλος Ποιητής με ευχαρίστησε, παρατήρησε ότι οι γάτες του με συμπάθησαν κι αγκάλιαζαν τα πόδια μου, βγήκαμε και πήραμε το αναμένον ταξί. Στο μαγειρείο παρήγγειλε την συνηθισμένη του ντοματοσαλάτα (χωρίς φέτα), αλλά με αρκετό λάδι. Και ρίγανη. Μία φέτα ψωμί… νερό, τόσο λιτοδίαιτος ήταν, ασκητικός.
Στην εκθαμβωτική (για την απλότητά της) παράσταση τού Αντώνη Μποσκοΐτη που είδα στο κατάμεστο από κατανυκτικό «εκκλησίασμα» που παρακολουθούσε με ευλάβεια τα επί μακρόστενης σκηνής αμφί-δρώμενα στον πολυδιάστατο χώρο τού Θεάτρου Arroyo συγκινήθηκα μέχρις δακρύων για την απλόχερα αντικειμενική απόδοση μιας δημοσιευμένης συνέντευξης με διαχρονικές ευθύβολες παραπομπές.
Η θεσσαλονικιώτικη ιδιωματική λέξη «ταγκαλάκι» λειτουργεί ως ξόρκι, ως επωδός, ως leit motiv σε μία ζωή χρηστοήθη ρέπουσα προς τον προεφηβικό παραβατισμό με ουτοπικού τύπου «αναρχικές» ιδεοληψίες.
Το στοιχείο τής ειρωνείας στον Χριστιανόπουλο είναι ιδιο-συγκρουσιακό / ιδιοσυγκρισιακό. Ο χαρακτήρας του χτίστηκε γύρω από την στέρηση τής απόλυτης φτώχειας. Ακόμα και το χαρτί ήταν πολυτέλεια για αυτόν. Ακόμα κι όταν δεν είχε πια οικονομικό πρόβλημα έγραφε κάτι ψιλά στοιχεία αξιοποιώντας και το ελάχιστο τεμάχιον χάρτου.
Όσο για την αμφιλεγόμενη και πολύ αυτοπροβαλλόμενη «ολιγογραφία» του, εάν συνυπολογίσουμε τα κείμενά του στο περιοδικό «Διαγώνιος», τις επιμέλειες (μεταγραφές μάλλον) κειμένων άλλων εκκολαπτόμενων λογοτεχνών (χάρη στην ανιδιοτελή του αφοσίωση σε κάθε τι που του κέντριζε το διονυσιακώς απολλώνιο ενδιαφέρον), κάθε άλλο παρά ολιγογράφος ήταν. Είχε μάθει απλώς να φειδωλεύεται και το τελευταίο επίθετο. Αυτό είναι όλο…
Ο αυτοσαρκασμός του ήταν μνημειώδης. Ακόμα κι όταν σάρκαζε τους άλλους (ομότεχνους κυρίως) πάντα στον εαυτό του αναφερόταν. Αυτό το ναρκισσιστικό πλαίσιο, ελαφρώς αντεστραμμένο και ιδιοφυώς αξιοποιημένο για διαφημιστική χρήση έγινε ένα με τον εαυτό του, έγινε το προσωπείο του, μία προσωπίδα που κόλλησε στο τέλος πάνω του κι έγινε το πετσί του. Δεν είναι εύκολο να αποστασιοποιούμεθα από το είδωλό μας. Ο κάθε ένας χτίζει τον δικό του μύθο, αυτόν που νομίζει ότι αντέχει, είτε πέφτει μέσα και πνίγεται είτε όχι. Βαρύτητα κι αντιβαρύτητα. Απαιτείται μεγάλη δόση χιούμορ για να σταθείς απέναντι από το έργο σου ως αυστηρός κριτής. Ο Χριστιανόπουλος ήταν αυστηρός κι απέναντι στο δικό του το έργο, γι’ αυτό το πετσόκοβε μέχρις εξαφανίσεως. Έμειναν μερικοί καλοί του στίχοι, η σπασμένη φωνή του να τραγουδάει ρεμπέτικα, η μετάφραση τού Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, μα πάνω απ’ όλα η ομιλούσα μάσκα του (μέσα από τα άδεια μάτια της φέγγει, αστραποβολάει το ομηρικόν Φάος). Ήταν φιλόλογος, από τους λίγους καλούς, τους παλαιούς… κι αυτό επισκίασε εν μέρει την ποιητική ιδιότητά του. Τα πεζά του είναι περισσότερο απελευθερωμένα από το άγχος συγκρίσεως με τους αληθινά μεγάλους, τους διαχρονικούς.
Εκπληκτική παράσταση, όσο κι αν η κινησιολογική μονοτονία (κυρίως ως προς την χρήση του αριστερού χεριού) απομάκρυνε τον εκλεκτό ηθοποιό από την μερική έστω ταύτιση με τον επώνυμο ρόλο του. Η εξωτερική περιγραφή τής σιλουέτας τού ιστορικού προσώπου δεν αρκεί ή μπορεί να λειτουργεί και αποτροπαϊκά στη μετανεωτερική εποχή μας.
Αντίθετα, ο Αντώνης Μποσκοΐτης λειτούργησε αποστασιοποιητικά απέναντι στον υποδυόμενο εαυτό του κι εκείνος είναι που έδωσε ένα απρόσμενο βάθος στην όλη αναπαράσταση.
Εν συνόλω είναι μια άκρως περιηγήσιμη θεατρική δουλειά που θα τραβήξει για πολλές (εύχομαι) σαιζόν το ενδιαφέρον (ή την υγιή περιέργεια) τού μυημένου (αλλά και του νεοφώτιστου) φιλότεχνου απαιτητικού κοινού.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας https://konstantinosbouras.gr , ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός.