Τα ίδια περίπου θέματα με το κοινωνικό ζήτημα των ορίων τής ατομικής ελευθερίας στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας με τον ανθούντα αντισημιτισμό και διάφορες απειλητικές μορφές καθημερινού ρατσισμού, σε συνδυασμό με κακοποιητικές πατερναλιστικές συμπεριφορές, αστυνομική βία και κατασκοπία, διαπραγματεύεται και η βαθιά πολιτική αυτή ταινία με τα βιογραφικά στοιχεία (που προδίδει η αφιέρωση τού τέλους: «στον πατέρα μου).
Φαίνεται πως η Γ’ Δημοκρατία περί τα τέλη τού (επίσης ταραγμένου) 19ου αιώνα και η Γαλλική Προεδρική Δημοκρατία τού τέλους τού φρικιαστικού 20ού αιώνα δεν έχουν πολύ μεγάλες, διακριτές δομικές διαφορές, τουλάχιστον ως προς την θεσμοθετημένη απόδοση τής Δικαιοσύνης.
Το έμφυτο αίσθημα Δικαίου επηρεάζεται από τον εκάστοτε «μικροαστισμό» τής Κοινής Λογικής τού λεγομένου «μέσου ανθρώπου» (οι ένορκοι στα εκάστοτε μεικτά ή αμιγώς «λαϊκά» δικαστήρια).
Κάθε εποχή έχει τις δικαστικές πλάνες που της αρμόζουν. Εδώ βέβαια η υπόθεση έχει αίσιον τέλος, όμως δύο χρόνια μετά την κατά το ήμισυ έκτιση τής ποινής του ο κλέφτης (αλλά όχι και φονιάς) Γκολντμάν δολοφονείται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πυροδοτώντας εσαεί άπειρα ανεπιβεβαίωτα και αναπόδεικτα συνωμοσιολογικά σενάρια.
Η μάννα απελάθηκε από τη Γαλλία κατηγορούμενη ως κατάσκοπος των Ρώσων, ο πατέρας τιμήθηκε ως ήρωας τής Αντίστασης κατά των Ναζί, ο γιος βιώνει την παραβατική εφηβεία του επ’ άπειρον, τονίζεται η πολωνο-εβραϊκή καταγωγή τους, καταγγέλλεται ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, η αστυνομική βία, η εθελοτυφλία ενός «συστήματος» που κατασκευάζει ενόχους… Όλα αυτά που ενεργοποίησαν, κινητοποίησαν κι ενέπνευσαν τον Ζολά 150 χρόνια πριν είναι παρόντα εδώ, αναλλοίωτα και δραστικά…
Η φαυλότητα βεβαίως αξίζει το διαχρονικό «Κατηγορώ» όλων των πνευματικών ανθρώπων που σέβονται τον εαυτό τους και δεν λειτουργούν ως αναρριχητικά φυτά-παράσιτα στο «σώμα» της εκάστοτε εξουσίας.
Ένα τέτοιο «κατηγορώ», λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένο επιχειρούν οι δημιουργοί και συντελεστές αυτής της ταινίας. Όμως οι καιροί έχουν αλλάξει, η τάχιστη διάχυση τής Πληροφορίας έχει δημιουργήσει κορεσμό και οι καταιγιστικές βιαιότητες απανταχού της γης σε παρόντα χρόνο μεταδιδόμενες από τα Δελτία Ειδήσεων έχουν προκαλέσει μία ιδιότυπη «ανοσία» απέναντι στο τερατώδες, στο απάνθρωπο, στο άδικο. Εθισμένοι σε ταινίες δράσεις, σε πολεμικές περιπέτειες, σε θρίλερ, σε τηλεοπτικούς-κινηματογραφικούς serial killers, μερικές ληστείες φαντάζουν απλώς γραφικές, αν όχι και συγγνωστές από μερικούς αντιεξουσιαστές…
Έτσι, το εν λόγω έργο τής Έβδομης Τέχνης επιτυγχάνει απλώς μια χαλαρή σύνδεση τού θεατή με τον «ήρωα», που σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται συμπαθής, αν και αξιοθαύμαστος για την μαχητικότητα, για το θάρρος, για την εφηβική άγνοια κινδύνου, για την παράτολμη αψηφισιά τού θανάτου, του εγκλεισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, του παραγκωνισμού και άλλων δεινών που θα τρομοκρατούσαν μία συνήθη ενοχοποιημένη συνείδηση με ισχυρό Υπερεγώ.
Όλα χλιαρά και αδιάφορα εδώ, εάν και η τεχνική τού πολυδουλεμένου «δικαστικού θρίλερ» ακολουθείται κατά γράμμα, σχεδόν ως «συνταγή». Ίσως στο θέατρο, με την σωματική εγγύτητα να λειτουργούσε καλύτερα. Πάντως η «θερμοκρασία» τού συναισθηματικώς (μη) συμμετέχοντος κοινού συναγωνιζόταν την κρύα μπύρα που καταναλωνόταν αφειδώς (κι όχι για να κατευνάσει τις ανεξέλεγκτες παρορμήσεις τού κοινού που αναζωπυρώνονταν τεχνηέντως από τα επί της μεγάλης οθόνης καλλιεργούμενα προβαλλόμενα πάθη).
Ακόμα μια ευχάριστη βραδιά στους θερινούς-φθινοπωρινούς υπαίθριους κινηματογράφους με τα φυλλοβόλα και τα αειθαλή…
Καλά γαλλικά, εύστοχοι διάλογοι, τσουχτερές ατάκες, λαϊκή ιδιόλεκτος (στα όρια τής αργκό), ουδεμία συνήθης νέο-αριστερή (ή νεοφιλελεύθερη) προπαγανδιστική φλυαρία… Διόλου ευκαταφρόνητος άθλος κι αυτός.
Τα έργα μυθοπλασίας είναι κυρίως αφηγηματικές ασκήσεις στη μεγάλη διαχρονική επιχείρηση τής ψυχαγωγίας.