You are currently viewing Κωνσταντίνος Μπούρας:Το θέατρο ως αγχολυτική εκτόνωση.

Κωνσταντίνος Μπούρας:Το θέατρο ως αγχολυτική εκτόνωση.

Σε όλες τις μεγάλες πολιτιστικές μεταβάσεις, το θέατρο – ως αλάθητο βαρόμετρο – καταγράφει ασυνήθιστες δονήσεις.

Άλλοτε προς το μελοδραματικό, το ελαφρά διασκεδαστικό κι άλλοτε προς τον αποδομητικό χαβαλέ, που μόνον ανατρεπτικός δεν είναι, η «πικρή» κωμωδία επιβεβαιώνει την καθημερινή χαρμολύπη με τον ασφαλέστερο τρόπο.

Η «πεπατημένη» είναι ήδη γνωστή, από την Μέση και τη Νέα Αττική Κωμωδία. Ο Μένανδρος ενέπνευσε Πλαύτο και Τερέντιο κι από εκεί ο δρόμος είναι κατηφορικός μέχρι τις σημερινές τηλεοπτικές σαπουνόπερες και τα ειδησεογραφικά κουτσομπολιά για τους αστέρες τής show-biz.

Το θέμα είναι κάθε φορά να συνειδητοποιούμε τι κάνουμε, σε τι αποσκοπούμε, σε ποιους απευθυνόμαστε, τι τους πουλάμε και ποιες επακριβώς είναι οι ξεκάθαρες, έντιμες προθέσεις μας.

Θυμάμαι μια αφεντικίνα μου ενόσω ήμουνα ακόμα φοιτητής μηχανολογίας στο Ε.Μ.Π.  που με έστελνε να αγοράζω σκανδαλοθηρικά περιοδικά «για να αδειάζει το μυαλό της από τις δημοπρασίες», όπως έλεγε. Σήμερα, που έγινε η ζωή μας ένας διαρκής, καθημερινός, ακήρυχτος πόλεμος συνεχών «διαγωνισμών», όπου καλούμεθα να αποδείξουμε την αξία μας κι ότι δεν είμαστε …ελέφαντες, ενδεχομένως η ψυχόλυση δια της υποκουλτούρας και τής δήθεν Τέχνης (ή ακόμα και μέσα από την αυτοσαρκαστική παρωδία τής άλλοτε «Υψηλής Τέχνης» – πώς λέγαμε «Υψηλή Κοπτική-Ραπτική») να λειτουργεί σωτήρια, αγχολυτικά, ομοιοπαθητικά, δραματοθεραπευτικά… και ούτω καθεξής.

Ως επιστήμων θεατρολόγος και ως συνειδητοποιημένος κριτικός, δέχομαι να συζητήσουμε σοβαρά – αφού προηγουμένως μελετήσουμε μεθοδικά – όλα μα όλα ανεξαιρέτως τα πολιτιστικά φαινόμενα (ακόμα και τις b-movies τρόμου).

Το μόνο που θέτω ως προϋπόθεση, ως ικανή κι αναγκαία συνθήκη να αξίζει ένας τέτοιος κόπος είναι τα διαπιστευτήρια τού «καλλιτέχνη» (ακόμα κι εάν δεν είναι «δημιουργός» –  ειδικά τότε).

Βεβαίως, πηγαίνοντας καλοπροαίρετα να δεις τη δουλειά ενός πρωτοεμφανιζόμενου ξεκινάς με αγαθή πρόθεση χωρίς προκαταλήψεις και με συμπεριληπτική ανεκτικότητα μετανεωτερικού τύπου. Το αντίθετο άκρο είναι να δέχεσαι αμάσητη τροφή από κάθε πηγή που αυτοδιαφημίζεται ως μεταμοντέρνα αναπαράγοντας δουλικά όλα τα σχετικά κλισέ.

Κάποτε, στον Μοντερνισμό, έναν αιώνα πριν, η προκλητικότητα ήταν συνώνυμη τής πρωτοπορίας. Αυτό δεν άλλαξε.

Κάποτε, στην Νεωτερική Εποχή, η τσαπατσουλιά εθεωρείτο ενίοτε (κι από μερικούς) απόδειξη πειραματισμού. Στην λεγομένη «Νέα Εποχή» εξακολουθούν κάποιοι/κάποιες/κάποια (κέντρα ή παράκεντρα) να μας αντιμετωπίζουν σαν κάφρους, σαν ιθαγενείς, σαν ζωντανά που τρώνε κουτόχορτο και να παίζουν (ή να προσπαθούν να παίξουν) με το παραφορτωμένο από εισερχόμενες πληροφορίες μυαλό μας.

Βλέποντας όμως συστηματικά φέτος τις «κλασικές» ταινίες στους θερινούς κινηματογράφους (για να ξεκουραστώ από την πολλή ακατάληπτη, παραληρηματική «θεατρίλα»), διαπίστωσα πως μόνον οι καλομελετημένες και καλοχτισμένες «δομές» εξακολουθούν να είναι δελεαστικές για το ψαγμένο κοινό, μισόν ή έναν αιώνα μετά.

Το αφήγημα δεν περιορίζεται στην ιστορία. Ο παραμυθάς πρέπει να φτιάξει ένα σαγηνευτικό ιδεατό «έργο», μέσα στο οποίο να μπορεί να μπει και να «ζήσει» για δύο ώρες ο συνδημιουργικός θεατής ξεχνώντας τις σκοτούρες του. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει πρωτίστως να βρει κάποιο πρόσωπο, κάτι, ένα αντικείμενο, ένα ζώο, ένα σύννεφο, ένα στοιχείο τής Φύσης, ένα πασίγνωστο ή άγνωστο έργο Τέχνης, ένα ηλιοβασίλεμα έστω… που να λειτουργήσει ως δόλωμα… έτσι ώστε να «τσιμπήσει» το ψάρι-κοινό, να ταυτιστεί με την αφηγηματική παγίδα-κατασκευή και να κλειστεί οικειοθελώς στη συμβολική σπηλιά τού Πολύφημου βιώνοντας πρωτόγνωρα συναισθήματα μέσα από την ασφάλεια τής διαμεσολαβημένης εμπειρίας και με την πολυτέλεια να πατήσει “pause”, “stop”, όποτε τού/τής κάνει κέφι, κάθε φορά που η συναισθηματική φόρτιση καθίσταται ανυπόφορη.

Τα συμπεράσματα είναι γνωστά – και η συμπτωματολογία επίσης. Ο εθισμός καραδοκεί, όπως στα τυχερά παιχνίδια.

Η φαινομενολογία τού θεάματος-ακροάματος συγγενεύει με τα λαϊκά, δημοφιλή σπορ, με τον Ιππόδρομο, με το καζίνο, με τον «κουλοχέρη» (για τους λιγότερο προνομιούχους ή για τους περισσότερο βιαστικούς).

Υπάρχουν φυσικά οι κλίκες, οι παρέες, τα σωματεία, οι εταιρείες, οι οργανώσεις (κρυφές και φανερές), οι μαφίες, οι κλάκες, τα παπαγαλάκια τού Χρηματιστηρίου, οι πράκτορες, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι, οι διορισμένοι κοτζαμπάσηδες, οι φεσωμένοι πασάδες, οι Σαλώμες, οι τσιφλικάδες και οι κολίγοι. Το διεθνές σύστημα είναι (και στον χώρο τού θεάματος-ακροάματος) εν πολλοίς φεουδαρχικό. Όπως κάποτε αγόραζαν ομάδες, εφημερίδες, τηλεοπτικά κανάλια, τώρα προσπαθούν να επηρεάσουν την Κοινή Γνώμη, κατευθύνοντάς την – μέσα από την άμεση ή την έμμεση απανταχού παρούσα Διαφήμιση, και με την χρήση τής σύγχρονης Επιστήμης-Τεχνολογίας – στην επιθυμητή καταναλωτική συμπεριφορά. Η «μόδα» αυτή τροφοδοτείται από μια σειρά μικρομεσαζόντων, «μικρά ψάρια» που δεν τα τρώνε τα «μεγαθήρια» αλλά τα τροφοδοτούν ταΐζοντάς τα τόσο όσο να μην λιμοκτονούν και να βρίσκονται διαρκώς σε ένα ιδιότυπο «σύνδρομο στέρησης» που απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερες «δόσεις» ψευδούς ψυχαγωγίας. Αυτό το «σύνδρομο ρωμαϊκής αρένας» (τού τύπου «άρτον και θεάματα» – ο άρτος παραλείπεται λόγω γλουτένης και πολυδιαφημισμένων διαιτών) οδηγεί αναπόδραστα σε ξεζούμισμα κάθε δημιουργικότητας, δε παροχέτευση κάθε ικμάδας σε απορριμματοφόρες ανακυκλώσεις, σε ειδυλλιακές χαβούζες όπου υπερίπτανται κρώζοντες γλάροι υποδυόμενοι τους κύκνους.

Και καλά μέχρις εδώ (τρόπος τού λέγειν). Κι η Κριτική τι ρόλο παίζει; Συναγωνίζονται οι έρμοι, ελάχιστοι εναπομείναντες φιλαλήθεις Κριτικοί (όλων τών φύλων)… συναγωνίζονται με τους μεσαιωνικούς, πλανόδιους σαλούς, που τους «κρεμούσαν κουδούνια» και γελούσαν πίσω από την πλάτη τους; Ή μήπως γίνονται άθελά τους «μάρτυρες», «άγιοι», ήρωες (παραδείγματα προς αποφυγήν) για κάθε γονιό που θέλει να ελέγξει (λέμε τώρα!!!) τον επαγγελματικό προσανατολισμό των γόνων του; Δεν ξέρω (διεθνώς) κανέναν κριτικό που να έβγαλε παιδιά κριτικούς: ή σκηνοθέτες γίνονται, ή ηθοποιοί, ή συγγραφείς, ή καθηγητές πανεπιστημίου ή …οδοντίατροι – το τέλειο επάγγελμα είναι: οδοντοτεχνίτες (εργάζονται στην ασφάλεια τού εργαστηρίου τους χωρίς να τους …φτύνει κανείς!!!).

Αστειεύομαι, φυσικά, διακωμωδώντας μια τραγελαφική κατάσταση που εκτραχύνεται ολοένα και περισσότερο όσο πλησιάζουμε στο σημείο καμπής προς έναν καινοφανή Πολιτισμό.

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας https://konstantinosbouras.gr ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.