Η αισθητική είναι μια διάσταση, ένα πεδίο της φιλοσοφίας που προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που δημιουργούνται στον χώρο των καλών τεχνών, ωστόσο αυτό είναι αρκετά δύσκολο επειδή οι καλές τέχνες δεν έχουν πρόδηλη λειτουργικότητα. Δύσκολο επίσης γίνεται το θέμα εξαιτίας της έντονης υποκειμενικότητας που παρουσιάζει η αισθητική. Στην αφηγηματική τέχνη και πιο συγκεκριμένα στο θέατρο και στον κινηματογράφο μια επιπλέον δυσκολία προκύπτει από τον διαμεσολαβητή (τον ηθοποιό) στην μεταφορά του νοήματος κατά την ενσάρκωση του ρόλου. Άλλος είναι αυτός που δημιουργεί τον χαρακτήρα και άλλος είναι αυτός που τον ενσαρκώνει, τον κοινωνεί στους θεατές.
Έτσι λοιπόν αν μπορούμε να χρεώσουμε κάτι στην Αισθητική για τον κινηματογράφο και το θέατρο είναι την ανάγκη διασαφήνισης του ρόλου από την ενσάρκωση του, δηλαδή του ηθοποιού που υποδύεται τον ήρωα που ο σεναριογράφος έπλασε και ο σκηνοθέτης φαντάστηκε με ποιό τρόπο ο συγκεκριμένος ρόλος θα αποδοθεί καλύτερα. Εμείς τώρα, ως θεατές επειδή παρακολουθούμε αυτόν που εκτελεί τον ρόλο και όχι αυτόν που έπλασε τον ήρωα, μας δημιουργείται η ψευδής αίσθηση ότι σε αυτόν ανήκουν τα εκφερόμενα. Έτσι πολύ συχνά ακούμε δημοσιογράφους να ρωτούν τους ηθοποιούς για το πως είπαν το άλφα και το βήτα ή ακόμα πως τόλμησαν να το πουν, και άλλα φαιδρά. Αυτά που λέγονται στο φιλμ, είναι έργο του σεναριογράφου, ο τρόπος που λέγονται είναι βασικά του σκηνοθέτη και μόνον κατά ένα μέρος του ηθοποιού. Η ευθύνη που πέφτει στις πλάτες του ηθοποιού είναι το να είναι πειστικός σε όποιον ρόλο του ανατεθεί να ερμηνεύσει.
Η κινηματογραφική βιομηχανία, σε όλες τις χώρες, δεν θέλει γυναίκες κωμικούς, του τύπου “λιγνού” από το “χοντρός και λιγνός” δηλαδή με μόνιμο χαρακτηριστικό του μπούφου, που να κάνουν την μια γκάφα μετά την άλλη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν εμπλέκονται σε κωμικές καταστάσεις περιστασιακά. Αυτό που πρωτίστως θέλει η βιομηχανία είναι γυναίκες πρότυπα ομορφιάς, πρότυπα μητρότητας ή και πρότυπα και των δυο αυτών μαζί. Μια όμορφη καλή μητέρα, ή ακόμα καλύτερα μια όμορφη νεαρά με ανατρεπτικές διαθέσεις, που θα βάλει τάξη στο τεράστιο χάος των διαπροσωπικών σχέσεων, είναι το καλύτερό τους. Μια επαναστάτρια, όχι από τις συνηθισμένες, αλλά γλυκιά σαν την Barbie, στην αρχή της εφηβείας της, με ωραία όψη, ωραία ξανθά μαλλιά, με ωραία καπέλα, ωραία ρούχα και… να μυρίζει ωραία. Δηλαδή ένα πρότυπο που να θέλουν να ταυτιστούν μαζί της όλες, μα όλες οι γυναίκες, μικρές και μεγάλες. Που θα ήθελαν όλοι μα όλοι οι άντρες να την αγκαλιάσουν.
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας αυτό είναι μια συνταγή ρόλου, δεν είναι συνταγή για συμπεριφορά, για προσωπικότητα, για κοινωνική δραστηριότητα, για τρόπο ζωής, και αυτό γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει επικίνδυνο όταν θα επιδιωχθεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Μια γυναίκα που δεν αφήνει κανένα ουσιαστικό περιθώριο στον άντρα που θα συμπορευτεί μαζί της. Οι ρόλοι στο θέατρο και τον κινηματογράφο είναι σχεδόν πάντα λιγάκι υπερβολικοί και η παραπάνω συνταγή είναι υπερβολικά υπερβολική. Η προσωπικότητα του ηθοποιού που ερμηνεύει τον ρόλο τον φέρνει στα μέτρα του και ο ρόλος όμως επηρεάζει τον ηθοποιό. Μερικές φορές δε όταν έχουμε απόλυτη ταύτιση με τον ρόλο τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ολέθρια.
Σε αυτή την ολοκληρωμένη συνταγή που αναφέραμε παραπάνω, ελάχιστες εθνικές κινηματογραφικές βιομηχανίες το πέτυχαν να πλάσουν ανάλογους ρόλους. Πιθανόν δε αρκετές ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι κοινωνικά και οικονομικά αναπτυγμένες, να μην το είχαν ανάγκη γιατί είχαν αναπτυγμένο γυναικείο κίνημα, όπως στην Αγγλία οι Σουφραζέτες, στις αρχές του 20ου αιώνα. Είχαν δηλαδή γνήσιες, αληθινές, επαναστάτριες και δεν χρειάζονταν εικονικές απομιμήσεις.
Μια τέτοια απομίμηση ωστόσο είχαμε την τύχη να έχουμε εμείς. Μια πολύ ωραία δημιουργία, ωραία πρωτίστως για την κινηματογραφική βιομηχανία και για μας τους θεατές. Ήταν μπορεί να πει κανείς η περσόνα σύμβολο που αναζητούσε η ελληνική κοινωνία για ν’ ανασάνει παραπέρα. Δημιουργός αυτής ο Αλέκος Σακελλάριος. Το δημιούργημά του η Αλίκη. Η Αλίκη άλλαζε την εικόνα της γυναίκας ή καλύτερα του κοριτσιού, δίνοντας σ’ αυτό δύναμη, λόγο και θέληση.
Ο καλός ο ρόλος κάνει τον ηθοποιό καλό
Όλα ξεκινάνε το 1959 με την δημιουργία από τον Α. Σακελλάριο του φιλμ “Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο” Στο φιλμ αυτό μια όμορφη κοπέλα σε ένα κολέγιο , από πλούσια οικογένεια χειραγωγεί τους γονείς της, χειραγωγεί και τους καθηγητές της. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο πετυχαίνει αυτό που θέλει. Αυτό είναι αρκετό για να σαγηνεύσει τον γυναικείο πληθυσμό και να γεμίσει τις αίθουσες. Ο Σακελλάριος όμως έχει τον τρόπο να σαγινεύσει και τον αντρικό πληθυσμό βάζοντας τους καθηγητές να χαστουκίζουν τα… κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα. Το φιλμ κόβει στην πρώτη του προβολή 239.530 εισιτήρια.
Η δημοφιλία της Βουγιουκλάκης πετάει στα ύψη. Χαρακτηρίζεται μεγάλη ηθοποιός, μεγάλη σταρ, εθνική σταρ, εθνικό κεφάλαιο και τα παρόμοια. Κανένας δεν μιλά για τον ρόλο που είναι ακριβώς ο ρόλος που αναζητούσε το κοινό. Κανένας δεν…επιβραβεύει το κοινό για τις επιλογές του αλλά εστιάζει στην πρωταγωνίστρια. Η οποία πρωταγωνίστρια την ίδια χρονιά στις άλλες ταινίες της έκοψε πολύ λιγότερα εισιτήρια. “Η Μουσίτσα” 72. 095 “Η Ζαβολιάρα” 23. 205 “Ερωτικές Ιστορίες” 18,501 όλες αυτές το 1959 και προηγήθηκαν της ταινίας του Σακελάριου.
Η επιτυχία του “Ξύλου” άνοιξε έτσι διάπλατα τις πόρτες για την κατάκτηση του σελοφάν από την Αλίκη. Την επόμενη χρονιά γυρίζει τη “Μανταλένα” άλλου σκηνοθέτη και άλλου σεναριογράφου στα ίδια όμως πρότυπα. Μια ξανθιά πανέμορφη κοπέλα τα βάζει με όλο το χωριό και βγαίνει νικήτρια, κόβει για αυτό της το κατόρθωμα 192.378 εισιτήρια.
Αμέσως μετά, 1961 η πρώτη στην Ελλάδα έγχρωμη ταινία” Η Αλίκη στο Ναυτικό” 213.409 εισιτήρια.
Εδώ η Αλίκη εξαπατά ολόκληρη διοίκηση πολεμικού πλοίου και τρυπώνει μέσα σ’ αυτό για να…περάσει το δικό της και κανενός άλλου, ούτε καν του πατέρα της. Τέλος πρέπει για να κλείσει ο κύκλος αυτός να ονομάσουμε και την ταινία του 1963 “Χτυποκάρδια στο Θρανίο” που τράβηξε στις αίθουσες 591.675 θεατές. Για την Ελληνική πραγματικότητα της εποχής ένας αριθμός τεράστιος.
Για το μέγεθος των ικανοτήτων, της καπατσοσύνης της περσόνας αυτής πρέπει να αναφέρουμε την ταινία “Μοντέρνα Σταχτοπούτα” Η Αλίκη, κόρη ενός μπογιατζή, καταφέρνει και τρυπώνει σε μια εταιρία, διεθνούς εμπορίου, στο γραφείο του διευθυντή που δεν μπορούσε να τον δει ούτε…ο θεός. Έπρεπε να περάσει κανείς από δυο και τρεις ελέγχους, στο πολυόροφο κτήριο. Αυτή όμως όχι μόνον περνάει αλλά καταφέρνει να πείσει τον διευθυντή να την προσλάβει για ιδιαιτέρα του, επιδεικνύοντας μάλιστα ικανότητες γραμματέως με εμπειρία δεκάδων χρόνων. Στο τέλος δε καταφέρνει να την παντρευτεί ο διευθυντής. Όπλο της, σε όλα τα έργα η αγνή, άδολη, ανυστερόβουλη αγάπη. Όταν η Αλίκη αγαπά, αγαπά με όλη της την καρδιά, δεν τσιγκουνεύεται στα συναισθήματα.
Οι ρόλοι των γυναικών
Οι ρόλοι που ερμήνευσαν οι γυναίκες ηθοποιοί δεν έβγαζαν πολύ γέλιο, δεν έβγαζαν το γέλιο του μπούφου, αλλά ήταν διδακτικές. Εμπλέκονταν σε κωμικές καταστάσεις, χωρίς να έχουν τον πρώτο κωμικό ρόλο. Είναι ίσως γιατί αυτό που ήθελαν να μας διδάξουν ήταν κατά πολύ σημαντικότερο από την διασκέδασή μας. Ένας τέτοιος τυποποιημένος ρόλος ήταν αυτός της Ρένας Βλαχοπούλου. Μπορεί μερικοί να την χαρακτηρίζουν ακόμα ως κωμική αλλά η Ρένα ήταν η αψίκορη “γεροντοκόρη” που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, το πολύ να της ταίριαζε μόνον ένας τύπος συζύγου, αυτός του ευνουχισμένου που τον υποδύονταν υπέροχα ο Γιάννης Βογιατζής.
Η Ρένα δεν είχε κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό που να παραπέμπει σε γεροντοκόρη, απεναντίας ήταν μια ωραιότατη γυναίκα, ούτε και ξεκίνησε την καριέρα της με έναν τέτοιο ρόλο. Απλά προέκυψε και καθιερώθηκε ως τέτοια. Η αποδοχή από το κοινό αυτού του χαρακτήρα – που γίνεται με την προσέλευση στους κινηματογράφους – καθιέρωσε αυτόν τον χαρακτήρα.
Ο τρίτος μεγάλος χαρακτήρας ήταν… η “εθνική μας άσχημη” η Γεωργία Βασιλειάδου, δικός μας ο χαρακτηρισμός. Αφού έχουμε την “εθνική μας σταρ”, δικαιούμαστε να έχουμε και μια εθνική μας άσχημη. Ο λόγος; Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι όμορφοι. Υπάρχουν και οι άσχημοι κάτι που είναι φυσικό και αυτοί είναι απόλυτα λειτουργικοί μέσα στην κοινωνία. Η κοινωνίες μας δεν απαρτίζονται μόνον από χαριτόβρυτες έφηβες.
Οι χαρακτήρες του έργου μπορεί να ξεκινούν από την φαντασία του σεναριογράφου, να ενσαρκώνονται από ηθοποιούς αλλά επιβάλλονται από το κοινό και επικρατούν όσο καιρό χρειάζεται. Όταν ένας χαρακτήρας εξαντληθεί από τις επαναλήψεις αποσύρεται, εξαφανίζεται, χάνεται.