Η Θεολογία της φυσιολατρικής αισθησιοκρατίας
Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου την νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα με τον τίτλο Σας αρέσουν τα σονέτα; (Εκδόσεις Ιωλκός, 2023), είχα την αίσθηση, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ότι δεν κρατούσα ένα συνηθισμένο βιβλίο, αλλά μάλλον μια πολύτιμη ─ ιδιαίτερου χαρακτήρα ─ κοσμηματοθήκη, που επιζητούσε με ανυπομονησία να μου αποκαλύψει τους μυστικούς της θησαυρούς. Κι όταν, πράγματι, άνοιξα την μαγική μουσική κασετίνα της, την περίτεχνα διακοσμημένη, διέκρινα στην εσωτερική της βελούδινη υφή να αναπαύονται 14 μικρά, ισομετρικά αδαμάντινα πετράδια μοναδικής ομορφιάς, που η λάμψη τους στραφτάλιζε στα μάτια μου το βαθύ κόκκινο της φωτιάς, που τα αποκρυστάλλωσε στους αιθέρες της αιωνιότητας, και φώτιζε στις διαθλάσεις της τα εγχάρακτα έργα της Ρένας Ανούση-Ηλία, που σαν παραστάσεις αγγελικές σε ξυλόγλυπτο τέμπλο βυζαντινού ναού φιλοτεχνούν με ιερή σεπτότητα και ασκητική ευλάβεια το καθολικό της Ποιήσεως του Νίκου Παπάνα.
Κι ανάμεσα σε όλη αυτήν την ατμόσφαιρα των παραδόξων μυστηρίων το δοξαστικό Οκτάηχο των Στιχηρών του Έρωτα και της Αιώνιας Ομορφιάς του Charles Baudelaire να μελωδεί τους αθάνατους κανόνες της νήψεως των απανταχού «καταραμένων»: Parfois il parle et dit: «Je suis belle, et j’ ordonne/Que pour l’amour de moi vous n’ aimiez que le Beau;/Je suis l’ Ange gardien, la Muse et la Madone!»
Είναι, λοιπόν, η ίδια αυτή Θεότητα, η ίδια αυτή Μούσα που δίνει σάρκα και οστά στον εξ αποκαλύψεως ποιητικό λόγο του Νίκου Παπάνα, λόγος που ανυψώνεται στα ουράνια μεγέθη αποζητώντας την αισθητική καθαρότητα της αυτόφωτης ηλιογέννητης ποίησης. Στα μάτια της ομνύει ο ποιητής, στα μάτια της θωρεί το γυμνό και το ασώματο, στα μάτια της θωπεύει την ωραιότητα και την μέθη της τυραννίας του πόθου του. Της δίνει σχήμα και μορφή, πρόσωπο και σώμα, άρωμα γένους θηλυκό και μύρας πελαγίσιο. Την απαθανατίζει εντός της τέχνης του με την εξιδανίκευση του αμείωτου ερωτικού αισθήματος που συμφύρεται με το αδούλωτο φρόνημα της ηδονικής του λαχτάρας να εκπληρώσει το ανεκπλήρωτον. Και γίνεται τόπος, και γίνεται χώρος, για να στεριώσουν στο χώμα της οι ρίζες του παράξενου λουλουδιού, που ποτίζεται με το δάκρυ και την γλυκιά μελαγχολία της απλησίαστης ομορφιάς στην νύχτα της μυστικής ανθοφορίας του απέραντου γαλάζιου της αθανασίας.
ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
Παράξενο λουλούδι ο έρωτας:
Κι όλα τα χρώματα έχει και κανένα.
Τα πέταλά του ανθίζουν στο σκοτάδι,
οι ρίζες του ποτίζονται με δάκρυα.
Παντού ανθίζει, ακόμη και στην άσφαλτο.
Ξεχωριστό είδος, θα μπορούσε να ονομάζεται
κρινοκυκλάμινο το απουσιοτρόπιο.
Φημίζεται και για τα δηλητηριώδη αγκάθια του.
Βέβαια, δε σπουδάζω ανθοκομία ─
έχω μόνο γνώσεις βασικές.
Μαζί σου, όμως, κάτι αρχίζω να μαθαίνω:
Άδοξο θερμοκήπιο του μετέωρου γέλιου σου,
υγρός μίσχος που ανθίζει επίμονα,
γαλάζια χείλη αυτόφωτα σε κούφια νύχτα.
Στην τρίτη του ποιητική συλλογή ο δημιουργός επιλέγει να ακολουθήσει ειδολογικά τον ποιητικό τρόπο του σονέτου, διατηρώντας όμως ιδεολογικά και υπηρετώντας με συνέπεια την θεματική των προγενέστερων ποιητικών του συλλογών. Αναμφιβόλως, ο δημιουργός πρέπει να διαθέτει γνήσια ποιητική φλέβα, για να συνταιριάξει επιτυχώς τις λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανταποκρίνονται όχι μόνον στην τελειότητα της μορφής, αποδίδοντας μελωδική, ρυθμική και χορευτική κίνηση στις επισυνάψεις τους, αλλά και στην ρέουσα εκπεφρασμένη συναισθηματική του επένδυση σ’ αυτές, εστιάζοντας στην επιδέξια αποτύπωση του ποιητικού πυρήνα της Ιδέας που συγκροτεί και συνέχει το ποίημα.
Κι είναι, πράγματι, αξιοθαύμαστη η προσπάθεια του ποιητή να εξισορροπήσει ανάμεσα στο σκοτεινό πάθος της εσωτερικής ορμής των ευγενικών του ρομαντικών καταβολών και στην φωτεινή εντέλεια της ορθολογικής δομής των μετρημένων συλλαβών της αυστηρότητας και της απαιτούμενης πειθαρχίας του σονέτου. Φαίνεται ότι το ποιητικό υποκείμενο αναβιβάζεται σε ένα ανώτερο στάδιο ποιητικής και γνωστικής αυτοσυνειδησίας, η οποία και προσφέρει μια μεγαλύτερη αυτονομία στον έλεγχο της εκφραστικής του δεινότητας, καθυποτάσσοντας κάθε εμπόδιο, αφού το ίδιο μετουσιώνεται σε μορφή και καθαρή ποίηση, συνυφαίνοντας το είναι με το φαίνεσθαι σε μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία αναγορεύει το αιώνιο κάλλος σε μέτρο όλων των πραγμάτων.
Έχω, λοιπόν, την πεποίθηση ότι η ποίηση του Ν. Παπάνα με την παρούσα συλλογή οδηγείται σε κορυφώσεις τόσο σε επίπεδο σύλληψης της ποιητικής Ιδέας όσο και σε επίπεδο αισθητικής της μεταγραφής στο πεντάγραμμο της μουσικής της αποδελτίωσης με το κλειδί του σονέτου. Και, μάλιστα, η ποιητική συνείδηση στην εξελικτική της κίνηση αφενός ανανεώνει, ενορχηστρώνοντας με μαεστρία δεξιοτέχνη, το ποιητικό είδος του σονέτου, τονώνοντας έτσι το αναγνωστικό ενδιαφέρον γι’ αυτό σήμερα, αφετέρου συνδιαλέγεται με τρόπο προσκυνηματικό με την παραδοσιακή του κλασική μορφή και τους μεγάλους μας ποιητές που την καλλιέργησαν, όπως ο Λ. Μαβίλης και ο Κ. Θεοτόκης, αποτίοντας φόρο τιμής στο ιστορικό παρελθόν και συνδέοντάς το με την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, που είναι γέννημα θρέμμα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που η γλώσσα της είναι η γλώσσα των γλυκών κελαηδισμών τ’ Απρίλη και της αιώνιας άνοιξης.
ΓΛΩΣΣΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη
Κι έπαψες να μιλάς ─ και σε κοιτούσα,
κι όλο και μ’ έσκαβε του πόθου η σμίλη.
Ήχος βιολιού και άρωμα στο δείλι,
στεκόσουν πλάι μου, μαυρομαλλούσα.
Πόσα και πόσα αδιάφορα ρωτούσα…
Γλώσσα μιας άλλης εποχής, του Απρίλη
κρινάκι αβρό ή τρυφερό ασφοδίλι
χρειαζόμουν, για να πω ότι σ’ αγαπούσα;
Το γέλιο σου άξαφνα, δροσοσταλίδες
για της ψυχής μου το μαρτύριο ─ κι είδες
τα όνειρά μας σφιχταγκαλιασμένα.
Αμήχανα τα σώματα, με ρίγη ─
μεγάλη προσμονή, λύτρωση λίγη,
μέχρι να γίνουν, επιτέλους, ένα!
Ο λόγος του δημιουργού, χαμηλόφωνος, αισθαντικός, υποβλητικά εξομολογητικός, απευθυνόμενος σχεδόν πάντα σε ένα Εσύ με το οποίο νοερά συνδιαλέγεται σε μια ατμοσφαιρικά σκηνοθετημένη θεατρική πράξη, μετεωρίζεται σαν εκκρεμές ανάμεσα στο δίπολο της ανέλπιδης επιθυμίας, του πόθου, της ακατανίκητης έλξης και της έλλειψης, της αδυναμίας, της τελικής ματαίωσης. Καθίσταται, λοιπόν, ευδιάκριτη η τραγικότητα του προσώπου που, ενώ η ονειρική και αιθέρια παρουσία ─ δια της απουσίας ─ της πληθωρικής ομορφιάς κατακλύζει την υπόστασή του σε μια άνευ προηγουμένου φυσιολατρική αισθησιοκρατία, η οποία ανάγεται σε Θεολογία ερωτική, βιωμένη οραματικά με εκδηλώσεις ομολογίας, πίστης και λατρείας θρησκευτικής, έρχεται αντιμέτωπο διλημματικά με μια ακανθώδη πραγματικότητα που τον απογοητεύει, καθώς διαπιστώνει την ρήξη ανάμεσα στην ανίατη ιδεαλιστική του υποκειμενικότητα και την νοσηρή ορθολογιστική αντικειμενικότητα, η οποία φαλκιδεύει την γνησιότητα και την ειλικρίνεια των ευγενικών του συναισθημάτων και των υψηλών του οραμάτων.
Αυτή η απογοήτευση, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με παραδοχή της αδυναμίας του, σωματοποιείται σε πόνο (επώδυνη διαφάνεια, επώδυνα μετέωροι, επώδυνη διαστολή), μεταλογικοποιείται σε κραυγή αγωνίας (Χλωμή παρηγοριά μου, που σε χάνω, ουράνιο τόξο ασπρόμαυρο και μακρινό, λάσπη και βογκητό λύπης να φύγει) και μεταπίπτει, τέλος, σε θυμηδία και βαθύτατο αυτοσαρκασμό, ακόμα ακόμα και με την υπονόμευση της ίδιας της ποιητικής του τέχνης, με όλη την σπαρακτική διάθεση, την οποία υποθάλπει μαρτυρικά, βέβαια, η διακριτική εκφραστική δεινότητα του ποιητή μας.
ΚΑΛΟΤΥΧΟΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ
Στον Λορέντζο Μαβίλη
Καλότυχοι οι παλιοί που ανυμνούνε
ιδανικών ερώτων τους τα κάλλη.
Καμιά σ’ όλη την πλάση, καμιάν άλλη
σαν την αγαπημένη δε θα βρούνε.
Καλότυχοι οι παλιοί που ευελπιστούνε:
Χερουβική ομορφιά (ποιός αμφιβάλλει;)
και νιότη αιώνια θα λάμψει πάλι,
όταν οι στίχοι τους θ’ απαγγελθούνε.
Ποιαν, άραγε, μπορεί να θέλγουν τώρα
παλιομοδίτικα κι αθώα δώρα:
λέξεις πολύχρωμες, εικόνες, ήχοι;
Αδιάφορα όλα, ακόμα και για σένα.
Τα αισθήματά μου καταδικασμένα:
Δε σε κερδίζουν οι άχρηστοί μου στίχοι.
Σε έναν κόσμο ξένο, ακατανόητο, συνονθύλευμα της απάτης και της υποκρισίας, της μηχανιστικής και μεταπραττικής πλεονεξίας, της μοναξιάς και της κακίας, ο Ν. Παπάνας, νοσταλγός της αληθινής αγάπης και αμετανόητος εραστής του ωραίου και της εδεμικής αγαθότητος των συναισθημάτων, επιμένει στην ύπαρξη ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο η θέωση δεν είναι σκοπός, είναι προϋπόθεση, κυρίως, και ανάγκη υποστασιακή, είναι ποίηση, είναι τέχνη, είναι ομορφιά, είναι ταξίδι, είναι έρωτας, είναι απόλαυση πέρα από τα όρια της συρρικνωμένης σωματικότητάς μας, πέρα από τα μεγέθη της περιορισμένης λογικότητάς μας και μας καλεί να τον μοιραστούμε μαζί.
ΣΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΣΟΝΕΤΑ;
Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τ’ αγάλματα;
Τερπνό μειδίαμα θανάτου και ζωής,
στιλπνότερο κι από την πιο λαμπρή μέρα του θέρους,
πιο αθάνατο κι απ’ τα ολόχρυσα μνημεία.
Απρόσιτο άστρο τα καράβια μας καθοδηγεί,
πνευμάτων γάμος που αψηφά τη θύελλα.
Πριγκιπικά ταξίδια περ’ απ’ τον Αχέροντα,
δυο εραστές δίδυμες φλόγες που έσβησαν μαζί.
Όμως, για χάρη τους την Ομορφιά αγαπούμε,
παρθένα ζωηρήν αυγή μ’ ολόλευκα φτερά,
ναυάγιο με τα μέλη κάποιας Σειρήνας.
Σας αρέσουν τα σονέτα;
Σας αρέσουν τα σύννεφα;