Ο ΕΦΗΒΟΣ
Μόλις είχε σαλπάρει. Βιράριζε ακόμα την άγκυρα, καθώς έβγαινε από την μπούκα του λιμανιού. Ωραίο σκαρί, νευρικό, μπρατσέρα που λένε. Βαμμένο κάτασπρο, με δυο γαλάζια σιρίτια κάτω απ’ την κουπαστή. Σήκωσε τα πανιά. Πλήρης ιστιοφορία. Μεγίστη, παπαφίγκους και μαΐστρα. Κάτασπρα όλα. Σαν γλάρος που άνοιξε τα φτερά του. Έλαμπε καθώς ξανοιγόταν με σιγουριά στο πέλαγο.
Ξάφνου η μπουκαδούρα δυνάμωσε, το μπάταρε ζερβά και συνέχισε με πλώρη τον κάβο του φάρου. Το έβλεπα καθώς απομακρυνόταν. Σιγά σιγά το ολόλευκο σκαρί έχανε την αντίθεση με το μπλε, έχανε τη στιλπνάδα του, γινόταν ένα με τους αφρούς και το πέλαγο, μια σκιά στον νοτιά. Το κοίταζα πολλή ώρα, ώσπου καβατζάρισε το ακρωτήρι και χάθηκε από τον ορίζοντα.
«Όλοι περαστικοί είμαστε!» μου φώναξε ένας γέρος περπατώντας ξυπόλητος πάνω στην άμμο, κι ύστερα χάθηκε κι αυτός.
Κοίτα να δεις!
Μετά θυμήθηκα. «Έφηβος» έγραφε στην πλώρη.