Είχε αποκοιμηθεί κάμποσο στο επαρχιακό λεωφορείο, μέχρι να φτάσει σε μια κωμόπολη, λίγο πριν το χάραμα. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Είχε έρθει με τραίνο απ’ την πρωτεύουσα, κι ύστερα πήρε τη συγκοινωνία για τον προορισμό του. Στην αφετηρία τον είχαν ενημερώσει πως εξαιτίας μιας καθίζησης του δρόμου στον κεντρικό άξονα, θα ακολουθούσαν την ορεινή διαδρομή.
Το λεωφορείο είχε μόλις σταματήσει στον κεντρικό σταθμό της ακριτικής πόλης, απέναντι απ’ το νοσοκομείο. Μέχρι εκείνη την ώρα ήταν ο μόνος επιβάτης, μαζί με τον οδηγό και τον εισπράκτορα, που ακόμα κοιμόταν στο τελευταίο κάθισμα με το στόμα ανοιχτό. Καμιά εικοσαριά νοματαίοι περίμεναν στη στάση για να επιβιβαστούν. Μερικοί από αυτούς κρατούσαν κι από ένα μπουκέτο με λουλούδια. Βρήκε τότε την ευκαιρία να κατέβει από την πίσω πόρτα στο οδόστρωμα για να ξεμουδιάσει.
Οι ταξιδιώτες φόρτωναν βιαστικά τα υπάρχοντά τους στη μπαγκαζιέρα. Βαλίτσες, μπαούλα και κοφίνια καλυμμένα μ’ ένα πανί, που το ‘χαν ράψει με σκοινί γύρω-γύρω για να να μην φεύγουν από μέσα τα πεσκέσια στα στροφιλίκια. Με δυσκολία τέσσερεις αχθοφόροι ανέβασαν ένα κλειστό φέρετρο στην οροφή και το ‘δεσαν με σκοινιά, μαζί με κάτι κασόνια, τσουβάλια με κάρβουνα, κι άλλα δέματα με κιλίμια, βελέντζες και τομάρια.
Μόλις επιβιβάστηκαν όλοι, ανέβηκε κι αυτός. Το λεωφορείο ξεκίνησε αμέσως. Διασχίζοντας τον διάδρομο για να πάει στο κάθισμά του, παρατηρούσε διακριτικά έναν-έναν τους επιβάτες, μήπως διακρίνει σε κάποιο πρόσωπο ένα δάκρυ ή εκείνη την οδύνη στο βλέμμα, η οποία αμέσως θα πρόδινε τη σχέση του επιβάτη με τη σορό που κοπανιόταν μες στο φέρετρο της οροφής. Μάταια όμως, ήταν ανέκφραστοι, κι όλοι έμοιαζαν με εκθέματα κάποιου μουσείου κέρινων ομοιωμάτων, συνεπώς υπέθεσε πως μάλλον το φέρετρο θα ήταν άδειο.
Μόλις το λεωφορείο βγήκε στον επαρχιακό δρόμο, ο εισπράκτορας, αφού πρώτα φρόντισε να φορέσει το πηλήκιό του, άρχισε να κόβει εισιτήρια γυρίζοντας τη μανιβέλα στην σιδερένια μηχανή έκδοσης εισιτηρίων που κρεμόταν μ’ ένα λουρί απ’ τον λαιμό του. Μια ιδρωτίλα ξυνή, κι ένα χνώτο που έζεχνε τσιγαρίλα τον πήρε απ’ τα ρουθούνια όταν ήρθε η σειρά του. Ο εισπράκτορας, αφού έλεγξε το εισιτήριο, που ‘χε βγάλει στην αφετηρία, κάθισε ακριβώς δίπλα του, μια που οι άλλες θέσεις είχαν ήδη γεμίσει με βαλίτσες που δε χωρούσαν στη μπαγκαζιέρα. Αγκαλιά με τη μηχανή έκδοσης εισιτηρίων, κάθε τόσο έπαιρνε μια έκφραση δυσφορίας, λες και πονούσε ή ζοριζόταν. Η ευρύτερη περιοχή φημιζόταν για τα φασόλια της, συνεπώς, ο μορφασμός αυτός ίσως να πρόδινε την προσπάθεια συγκράτησης μιας αστείρευτης ποσότητας φυσικού αερίου, που ήταν έτοιμη να δραπετεύσει απ’ το σώμα του. Ύστερα από λίγη ώρα, η μπόχα έγινε ανυπόφορη, όμως οι επιβάτες στάθηκαν τυχεροί. Στην επόμενη στάση, «Στάνη Μάγκα», έτσι έγραφε η ταμπέλα, στο μέσο του πουθενά, το λεωφορείο σταμάτησε κι ο εισπράκτορας κατέβηκε.
Είχε αρχίσει να χαράζει. Το λεωφορείο ήταν σκουριασμένο από την υγρασία των βουνών και μόλις άρχισε την ανάβαση, στα στροφιλίκια κάθε τόσο έτριζε, ενώ στις λακκούβες του κακοτράχαλου επαρχιακού δρόμου, οι σούστες τερματίζανε, κι οι επιβάτες χοροπήδαγαν, ανήμποροι να βολευτούν πάνω στα καθίσματά τους.
Του άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους. Από μικρός το ‘χε αυτό. Δυό τρεις με τα μάτια κλειστά, είχαν ανοίξει διάπλατα τα ρουθούνια, κι οσφραίνονταν απ’ το ανοιχτό παράθυρο την υγρασία του δάσους, τη μυρουδιά των αγρών, αλλά κι εκείνη του φουρνισμένου ψωμιού, ψημένο στα ξύλα, που δραπέτευε απ’ τις καμινάδες.
Κάποιοι ήταν πουντιασμένοι. Βήχανε με κόκκινα μάτια και μ’ ένα μαντήλι σκουπίζανε κάθε τόσο τη μύτη τους.
Με τα χνώτα, τα τζάμια είχαν θολώσει, κι οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν ανάμεσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων του πυκνού δάσους, πλημμύριζαν μ’ ένα πάλλευκο φως το εσωτερικό του λεωφορείου. Σιγά-σιγά απλωνόταν σαν αραχνοΰφαντο νυφικό, τυλίγοντας τα πρόσωπα των επιβατών. Λίγο μετά, ο χειμερινός ήλιος κρύφτηκε πια για τα καλά πίσω απ’ τα σύννεφα.
Μια κυρία με ρενάρ στους ώμους και χρυσά μπιχλιμπίδια στο ντεκολτέ, μεγαλοαστή, φαινόταν σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στους επιβάτες. Με μια σιωπή και με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, ξανάχτιζε το παρελθόν της, μπροστά στα μάτια εκείνου του μικρού κοριτσιού που δεν υπήρχε πια.
Μια αρρωστημένη φαντασία τον είχε κυριεύσει, συνδέοντας την κάθε παρατήρησή του, με κάποιο πιθανό σενάριο ή και μυστήριο, που να ‘χε να κάνει με τη ζωή του καθενός από τους επιβάτες.
Ανάμεσα σ’ αυτούς, που όλοι ήταν παράταιροι μεταξύ τους, παρατήρησε κι έναν κουζουλό με γκρίζα μαλλιά, που ήταν ντυμένος δανδής. Κρατούσε στην αγκαλιά του έναν κάτασπρο κόκορα που όλο τον χάιδευε, με το κόκκινο λειρί και το προγούλι του αφεντικού, να τρεμοπαίζουν, έτσι όπως χοροπηδούσαν στα καθίσματα.
Μία αρτίστα επαρχιακού θιάσου, καθόταν κοντά στο παράθυρο της πρώτης σειράς από τα δεξιά. Ψιθύριζε έναν μονόλογο από τον πόθο εκείνου του παλιού λεωφορείου, με τον Κοβάλσκι να τη βιάζει πάνω στο θεατρικό σανίδι, την ώρα που από κάτω, η πλανόδια ανθοπώλης πουλούσε λουλούδια για τους πεθαμένους. Κάποια στιγμή μια λακκούβα τράνταξε το λεωφορείο, κι αυτή συνεχίζοντας ψιθυριστά την πρόζα της έβγαλε από την τσάντα ένα καθρεφτάκι. Το άνοιξε και μ’ ένα μαύρο μολύβι τόνισε την ελιά στο δεξί της μάγουλο. Ύστερα, αφού σάλιωσε τον δείκτη του δεξιού χεριού, έστρωσε το αριστερό της φρύδι, και μ’ ένα κραγιόν φρεσκάρισε το ρουζ στα χείλη, υπομονετικά και με παύσεις, περιμένοντας το λεωφορείο να πιάσει κάποια ευθεία με λιγότερες κακοτεχνίες στο δρόμο. Αλήθεια! Τι πήγαινε να κάνει αυτή σ’ ένα ακριτικό χωριό χειμωνιάτικα, αλλά κι όλοι αυτοί οι περίεργοι επιβάτες με τους πανσέδες στα χέρια;
Στο πίσω κάθισμα, μια ερυθροσταυρίτισσα είχε αφήσει τα σύνεργα πλεκτικής στα γόνατα και κρατούσε απ’ το χέρι έναν νεότερό της λιμοκοντόρο, που έμοιαζε με ιμπρεσάριο μιας άλλης εποχής ή με φθηνό δώρο μέσα σε ακριβό περιτύλιγμα.
Απ’ το παράθυρο έβλεπε το τοπίο. Ο δαιμονισμένος άνεμος που ξύριζε τη χαράδρα, οι πυρκαγιές, οι κεραυνοί κι οι καταιγίδες, έδιναν στα βράχια και στα καμμένα δέντρα, την όψη μυθολογικών τεράτων ενός μυστήριου παραμυθιού.
Δεν είχε ξανάρθει σ’ αυτά τα μέρη. Στις φωτογραφίες ενός μεσιτικού γραφείου, είχε δει το προτεινόμενο -σε δελεαστική τιμή- οικόπεδο με την πανοραμική θέα της οροσειράς, που θα πήγαινε ν’ αγοράσει με τις οικονομίες του, σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ αποδείξει πως κι αυτός καταγόταν από κάπου, αποκτώντας ένα κομμάτι γης, που θα αποτελούσε πατρίδα γι αυτόν.
Ορφανός ήταν. Μεγαλωμένος από ανάδοχη οικογένεια. Τους έχασε κι αυτούς νωρίς. Σ’ αυτούς χρωστάει τη ζωή του. Φασκιωμένο βρέφος, ήταν όταν τον παράτησε η μάνα του στα σκαλιά του ορφανοτροφείου, μ’ ένα σημείωμα κρυμμένο στις φασκιές που έγραφε: Λάζαρος τ’ όνομα του παππού του. Θε μου σχώραμε.
Σαν να μην έφτανε το χοροπήδημα του λεωφορείου, μια βροντή τράνταξε την κοιλάδα και άρχισε να βρέχει.
Τον πιάσαν τα γέλια. Θυμήθηκε φαντάρος όταν ήταν, που ‘χε ξοδέψει τα φράγκα για τα οδοιπορικά με προορισμό εκείνο το ακριτικό στρατόπεδο. Αναγκαστικά έκανε ωτοστόπ σ’ ένα φορτηγό που κουβαλούσε ξύλινα φέρετρα στην καρότσα. Μετά από λίγο άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Για να προφυλαχτεί, άνοιξε ένα μεγάλο από ξύλο καρυδιάς, βερνικωμένο, μπήκε μέσα, έκλεισε το καπάκι κι αποκοιμήθηκε. Όμως στη διαδρομή, ο οδηγός πήρε κι άλλον που έκανε ωτοστόπ, αγώγι πάνω στην καρότσα. Θυμήθηκε πως όταν άνοιξε το καπάκι, είδε ένα παλικάρι έντρομο να σαλτάρει από τα κάγκελα της καρότσας πάνω στο οδόστρωμα και με το φορτηγό εν κινήσει. Φθηνά τη γλίτωσε με εφτά κατάγματα. Τι να κάνει ο φουκαράς; Λίγο το ‘χεις να δεις ένα χέρι να ανοίγει το φέρετρο από μέσα. Είδε το Xριστό φαντάρο!
Με τούτα και με κείνα, ξαναγλάρωσε στο κάθισμά του, αφού κι ο δρόμος βελτιωνόταν όσο το λεωφορείο ξεροκατάπινε τα χιλιόμετρα στην ορεινή διαδρομή.
Μετά από άλλες δυο ώρες, ξύπνησε τρομαγμένος. Είχε δει έναν εφιάλτη όπου ο οδηγός, οδηγούσε με τα μάτια κλειστά κι όλο γέλαγε.
Ανασηκώθηκε στο κάθισμά του κι ήπιε δυο γουλιές νερό, απ’ ένα πλαστικό μπουκάλι που ‘χε σφηνωμένο στη εξωτερική τσέπη του μοναδικού σάκου που κουβαλούσε.
Υστέρα από μια στροφή του επαρχιακού δικτύου, φάνηκε στο φόντο το χωριό. Αμφιθεατρικά κτισμένο -όλο με πέτρα- πάνω στο ξέφωτο, ανάμεσα από το πυκνό δάσος.
Σιγά-σιγά το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε στη στάση που ήταν έξω απ’ την πόρτα του νεκροταφείου, κάπου μισό χιλιόμετρο μακριά απ’ το χωριό.
Κοντοχωριανές με τσεμπέρια στο κεφάλι είχαν καταφτάσει από τα γύρω χωριά. Ένας παππάς, ένας ψάλτης και μερικοί άλλοι με φτυάρια, επίσης περίμεναν στη στάση.
Ένας-ένας οι παρείσακτοι επιβάτες, άρχισαν να κατεβαίνουν.
Οι εργάτες αφήσαν τα φτυάρια, κι έπιασαν να ξεφορτώνουν τις αποσκευές σ’ ένα αγροτικό που θα μετέφερε τα μπαγκάζια στο πανδοχείο του χωριού, ώστε το λεωφορείο να συνεχίσει ανενόχλητα τη διαδρομή για τον τελικό προορισμό του στο επόμενο χωριό, εκεί όπου ο μοναδικός ταξιδιώτης θα περνούσε τη νύχτα, ώστε την επομένη, με το πρώτο φως της ημέρας, παρουσία του κτηματομεσίτη, θα έβλεπε από κοντά το προτεινόμενο προς αγορά οικόπεδο.
Αφού κατέβηκαν όλοι και ξεφόρτωσαν το φέρετρο μ’ όλες τις αποσκευές, το λεωφορείο ξεκίνησε και πάλι, μ’ έναν μόνο επιβάτη. Τον Λάζαρο.
Μια περιέργεια, ίσως μια διαίσθηση, πιο δυνατή απ’ τη βούλησή του, τον έκανε -μετά από ένα χιλιόμετρο- να ζητήσει απ’ τον οδηγό να σταματήσει για να κατέβει.
Με γρήγορο βηματισμό, ύστερα από λίγο, έφτασε στην πύλη του νεκροταφείου. Απ’ τη χαράδρα ακουγόταν ένα κλαρίνο να παίζει έναν λυπητερό σκοπό. Στο μεταξύ, είχαν μεταφέρει το φέρετρο στο παρεκκλήσι. Αφού έγινε μια σύντομη τελετή, ο προεστός του χωριού εκφώνησε έναν επικήδειο, τονίζοντας το σημαντικό έργο της συχωρεμένης.
Ένα γεράκι ψηλά, έκανε κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Απ’ τα μαρμάρινα καδράκια με τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες, οι μακαρίτες παρακολουθούσαν τα εγκόσμια, και κοιτούσαν τον Λάζαρο -τελευταίο στη σειρά- ν’ ακολουθεί το φέρετρο. Εδώ κι εκεί, υπήρχαν χορταριασμένοι τάφοι στρωμένοι με λειχήνες και κυπαρίσσια ολόγυρα, με κοτσύφια και κοράκια να κρώζουν κρυμμένα στα κλαδιά.
Όταν έφτασαν στο μνήμα, κανένας από τους παρευρισκομένους δεν έκλαιγε. Ούτε και κανένας από τους συγγενείς ζήτησε ν’ ανοίξουν το φέρετρο για τον τελευταίο ασπασμό.
Ο Λάζαρος κοίταξε ψηλά. Ο ουρανός έπεφτε βαρύς στους ώμους και του φάνηκε πως κάτι ανάσαινε βαριά πέρα απ’ τα μνήματα, καθώς ένας σκύλος κουτσός ακολουθούσε τους συγγενείς, όπου ένας-ένας έπαιρναν σιγά-σιγά το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Πάντα υπάρχει ένας μοναχικός σκύλος στις κηδείες σκέφτηκε, όταν άρχισε πάλι να ψιχαλίζει.
Διερωτόταν, άραγε όλοι αυτοί οι περίεργοι επιβάτες του λεωφορείου, τελικά τι σχέση είχαν με την πεθαμένη; Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, τους έβρισκε όλους απεχθείς. Μόνον η δούλα του σπιτιού που την φρόντιζε όλα αυτά τα χρόνια ήταν συντετριμμένη. Παρά την εμφανή θλίψη στο πρόσωπό της, έμοιαζε με αγρίμι που την είχε μαγκώσει για τα καλά ένα δόκανο. Άντεχε όμως. Είναι η ύστατη αξιοπρέπεια όσων υποφέρουν. Έτσι είναι τ’ αγρίμια μαθημένα, να υπομένουν· εκείνον τον αδίστακτο εκδορέα που θα τα λυτρώσει.
Έμεινε εκεί για λίγο, πάνω απ’ το μνήμα, και μ’ ένα νεύμα του χεριού, ζήτησε απ’ τον νεκροθάφτη να ανοίξει το καπάκι. Τότε την είδε πρώτη φορά. Ήταν άβαφη, μ’ ένα αλαβάστρινο δέρμα στο πρόσωπο. Έδειχνε ήρεμη και γαλήνια, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη, μ’ εκείνα τα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια της σταυρωμένα, πάνω απ’ το σάβανο που κάλυπτε τα πόδια.
Ο Λάζαρος πλησίασε πάνω απ’ το ανοιχτό φέρετρο, κι αφού έκανε τον σταυρό του, έριξε λίγο χώμα στα πόδια της εκλιπούσης, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Πήρε το δρόμο για το χωριό. Καθώς περπατούσε, του φάνηκε πως ίσως ένα δάκρυ κύλισε στο δεξί του μάγουλο, ίσως μια στάλα βροχής. Είχε βγάλει εισιτήριο χωρίς επιστροφή. One way ticket, όπως κι η πεθαμένη.
Το φως είχε πέσει πολύ. Μετά βίας έβλεπε να περπατήσει.
Όταν πλησίασε αρκετά, φάνηκε ένα μεγάλο αρχοντικό, με πολλά αναμμένα κεριά στους πολυελαίους να φέγγουν απ’ τα παράθυρα.
Του άνοιξε η οικονόμα. Κανείς δεν τον ρώτησε ποια ήταν η σχέση του με τη συγχωρεμένη. Το τζάκι ήταν σβηστό στο σαλόνι και στην τραπεζαρία έκαιγε μια λάμπα πετρελαίου πάνω απ’ το τραπέζι, που ήταν στρωμένο μ’ ένα λινό τραπεζομάντηλο. Η οικονόμος σερβίριζε ελληνικό καφέ με κουλουράκια, κονιάκ και λικέρ στους παρευρισκομένους, ενώ -εδώ κι εκεί- πάνω στα τραπέζια υπήρχαν γυάλινα μπολ γεμάτα σταφίδες. Στο τοίχο της τραπεζαρίας ένας κούκος, κι απέναντι το ταριχευμένο κεφάλι μιας άλκης, μ’ ένα δίκανο superpose να παίρνει τα εύσημα κρεμασμένο δίπλα στο θήραμα.
Όλοι εκεί συζητούσαν μεταξύ τους για τον αιφνίδιο θάνατό της, μια που ο πανάγαθος Θεός την είχε αξιώσει να διάγει μέχρι πρότινος το ενενηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της, χωρίς προβλήματα υγείας. Μάταια έστησε αυτί να μάθει το επώνυμό της. Μόνο τ’ όνομά της έμαθε την ώρα της νεκρόσιμης ακολουθίας, όταν ο παππάς έψαλλε το «Ἐτι δεόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τῆς κεκοιμημένης δούλης τοῦ Θεοῦ Ιωάννας».
Κανείς από τους συγγενείς δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει από που είχε κληρονομήσει η συγχωρεμένη αυτή τη σκληρότητα, το δύστροπο χαρακτήρα της, αλλά και την ατέλειωτη σιωπή της, που ώρες-ώρες γινόταν αιτία να φέρνει σε αμηχανία όλους όσους βρίσκονταν μπροστά της. Τις λίγες φορές που άνοιγε το στόμα της, ξεστόμιζε γρίφους, που έπαιρνε στους άλλους μέρες για να τους λύσουν, κι όταν πια το κατάφερναν, συνειδητοποιούσαν πως δικαιωνόταν μόνο εκείνη.
Μετά από λίγο, ο αγροφύλακας συνοδεία του αστυνόμου κι ενός συμβολαιογράφου από την περιφέρεια, έφτασαν μ’ ένα αγροτικό. Αφού εξέφρασαν τα ειλικρινή τους συλλυπητήρια σ’ όλους τους συγγενείς και τους παρευρισκομένους, ο συμβολαιογράφος, φορώντας τεχνηέντως μια θλίψη στο πρόσωπο, κάθισε στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας κι άνοιξε τα χαρτιά του. Πήρε έναν κονδυλοφόρο, κι αφού τον βούτηξε σ’ ένα μελανοδοχείο που ‘χε φέρει μαζί του, άρχισε να γράφει.
Ο Λάζαρος από τη θέση που ήταν, δεν μπορούσε να δει τι έγραφε, αλλά εύκολα μπορούσε να διαβάσει τα χείλη του, καθώς ο συμβολαιογράφος διατύπωνε το κείμενο ψιθυριστά, σαν επιμελής μαθητής ή ληξίαρχος που τόνιζε την κάθε λέξη για να μην κάνει λάθος. Μεταξύ άλλων, έγραφε πως ο κάτωθι υπογράφων συμβολαιογράφος -παρουσία μαρτύρων- διάβασε στους συγγενείς την διαθήκη της εκλιπούσης, την οποία είχε δημοσιεύσει την ενάτη πρωινή της προηγουμένης στο πρωτοδικείο της περιφέρειας.
Αφού υπέγραψαν ως μάρτυρες ο αστυνόμος και ο αγροφύλακας, ο συμβολαιογράφος διάβασε την διαθήκη. Φρόντισε να αναφέρει την πεθαμένη με τον όρο «Διαθέτης», χωρίς να αναφέρει το όνομά της, διότι εκ πείρας γνώριζε πώς και μόνο το άκουσμα του ονόματος του διαθέτη, γινόταν πολλές φορές αιτία ξεσπάσματος, λυγμών, αναφιλητών και αστείρευτης ροής δακρύων στους ακροατές.
Η ανάγνωση της διαθήκης κράτησε αρκετή ώρα, αφού τα περιουσιακά της στοιχεία ήταν πολλά.
Ξαφνικά, όλοι οι συγγενείς -λες κι η μουσική απ’ το Ρέκβιεμ του Ντβόρζακ απλώθηκε στο δωμάτιο- σκοτείνιασαν. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η συγχωρεμένη τ’ άφηνε όλα στα ορφανά, καθώς δεν είχε παιδιά και όλοι οι συγγενείς της ήταν δευτέρου βαθμού και πάνω. Πέρα απ’ αυτό, όπως ανέφερε και στην διαθήκη, τους θεωρούσε όλους άχρηστους.
Ο Λάζαρος, χωρίς να την έχει γνωρίσει ποτέ, ένιωσε πως δικαιώθηκε, διότι αφήνοντας την περιουσία της στα ορφανά, ήταν σαν ν’ άφηνε και σ’ αυτόν κάτι απ’ τον πλούτο της.
Ύστερα από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, με χαμηλωμένο το βλέμμα, ο συμβολαιογράφος μάζεψε τα πράγματά του, καληνύχτισε, και συνοδεία μαρτύρων αποχώρησε. Όμως μετά από λίγο, οι συγγενείς, με την πικρή γεύση του καφέ ακόμα στα χείλη, ένας-ένας, σιγά-σιγά, άρχισαν ν’ αποχωρούν, σιωπηλοί, σκυθρωποί και συνοφρυωμένοι, με προορισμό τα καταλύματά τους. Άλλοι στο πανδοχείο κι άλλοι στον ξενώνα του δήμου ή στο ορεινό καταφύγιο, δέκα λεπτά μακριά.
Ο Λάζαρος έμεινε μόνος στο σπίτι μαζί με τη δούλα, που εντωμεταξύ είχε στρώσει τα σερβίτσια στο τραπέζι. Κανείς δεν έμεινε για το δείπνο και κανείς δεν τον ρώτησε ποιος ήταν. Λες κι ήταν αόρατος, ή μήπως ήταν;
Η οικονόμα του σερβίρισε ένα πιάτο ψαρόσουπα από την πορσελάνινη σουπιέρα κι ύστερα γέμισε το ποτήρι του με άσπρο κρασί. Όση ώρα ο Λάζαρος έτρωγε, εκείνη τον κοίταζε στα μάτια. Δεν τον ενοχλούσε που τον κοιτούσε. Αυτό τον βοηθούσε να ξεπεράσει την ταπείνωση, να τρώει μόνος του σ’ ένα τραπέζι που προοριζόταν για τους συγγενείς και μόνο. Κάποια στιγμή η δούλα ξέσπασε σε λυγμούς, κι όλο τον κοίταζε στα μάτια, κι όλο έκλαιγε, όλο έκλαιγε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε απότομα σκουπίζοντας τα δάκρυά της, άνοιξε την πόρτα, κι έφυγε αλαφιασμένη τρέχοντας μέσα στη νύχτα.
Ο Λάζαρος, ατάραχος, έφαγε τη σούπα του, ήπιε και το κρασί του, κι ύστερα αργά-αργά ανέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στα δωμάτια του μεγάλου αρχοντικού.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο της πεθαμένης ένιωσε οικεία. Μύριζε πατσουλί και ναφθαλίνη, ενώ ήταν διακοσμημένο με βαριές ταπισερί στους τοίχους, με θεματικές εμπνευσμένες από κυνήγια. Όλα τα έπιπλα ήταν εποχής Μπαρόκ. Το κρεββάτι της, εκεί που την βρήκαν σε κώμα την περασμένη εβδομάδα, ήταν στρωμένο με μεταξωτά σεντόνια, ενώ τα μαξιλάρια είχαν κεντημένο κι από έναν θυρεό με τα γράμματα «Ι. Ρ.» από κάτω. Πάνω στο κρεββάτι υπήρχε ένα άκοπο βιβλίο, μ’ έναν φιλντισένιο χαρτοκόπτη σφηνωμένο ανάμεσα στις σελίδες του. «Επιστροφή», έγραφε στον τίτλο του βιβλίου. Παραδίπλα, στο μάρμαρο της μπρούτζινης κομόντας, υπήρχε ένας ασημένιος δίσκος, μ’ ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό κι ένα μικρό φλυτζάνι με υπολείμματα καφέ, κι από πάνω, στον τοίχο, ήταν κρεμασμένο ένα αντίγραφο ενός πίνακα του Ρούμπενς. Αναπαριστούσε ένα παιδί που κρατούσε έναν παπαγάλο.
Ο Λάζαρος έβγαλε τα παπούτσια του, ξάπλωσε στο κρεββάτι κάτω απ’ τον μπρούτζινο πολυέλαιο με τα σβησμένα κεριά, και με το βιβλίο στον κόρφο βούλιαξε το κεφάλι στα πουπουλένια μαξιλάρια.
Η επιστροφή ήταν πια γεγονός. Σιγά-σιγά βυθίστηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Πρέπει να’ ταν ευτυχισμένος, γιατί εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκε σαν πουλάκι.