Τον ξύπνησε το κουδούνι. Αγουροξυπνημένος όπως ήταν, σύρθηκε με τις παντόφλες μέχρι την εξώπορτα και κοίταξε απ’ το μάτι. Άφαντος όμως ο Φαντομάς.
Έκατσε στην ξύλινη καρέκλα του γραφείου του, στην άκρη του σαλονιού. Της είχε βάλει και μαξιλαράκι χοντρό, για να μη ζορίζει τις ζοχάδες του απ’ τις ατελείωτες ώρες γραψίματος. Το παλιό ιμιτασιόν ροκοκό ρολόι δίπλα στο Vat 69 πορτατίφ, έδειχνε 12:30. Άναψε τσιγάρο μ’ έναν συλλεκτικό Zippo και τράβηξε δυο τζούρες. Η πρωινή του απόλαυση.
Ύστερα πήγε στο μπάνιο. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και χτένισε τα μαλλιά του προς τα πίσω, πάντα με το τσιγάρο στο στόμα και το δεξί του μάτι, με το βλέφαρο κατεβασμένο, να δακρύζει απ’ τον καπνό. Δεν είχε κουρευτεί πρόσφατα και στο μπράτσο του είχε μια γρατζουνιά με ξεραμένο αίμα, αλλά ο γάτος πουθενά στο σπίτι. Μάταια τον φώναζε «Λουκά μωρό μου που είσαι;»7 Σκέφτηκε πως μάλλον θα την είχε κάνει απ’ το παράθυρο τη νύχτα ο μπεμπάρντης.
Στο λαβομάνο δεν υπήρχε καθρέφτης, αλλά ένα πόστερ της δεκαετίας του ’60, με τον θρύλο του ροκ Frank Zappa, φωτογραφημένο από χαμηλή γωνία, να κάθεται στην τουαλέτα, με τα βρακιά κατεβασμένα στους αστραγάλους, και να κοιτά με ειρωνεία τον φωτογραφικό φακό.
Το δωμάτιο που κοιμόταν δεν είχε πόρτα και το κρεβάτι ξέστρωτο. Ένα καδράκι κρεμόταν από πάνω, μ’ ένα στίχο του Νίκου Καρούζου απ΄ το «Μη με διαβάζετε όταν…». Έγραφε: Ώρα να πηγαίνω. Δεν έχω άλλο στήθος.
Πήρε το παλτό του που κρεμόταν στο πορτ μαντώ δίπλα απ’ την εξώπορτα, το φόρεσε πάνω απ’ τις πυτζάμες κι ύστερα κάθισε πάλι στο γραφείο του. Στο φλιτζάνι, ο χθεσινός μέτριος είχε ξεραθεί. Είχε μείνει από καφέ, αλλά γέμισε ένα σφηνάκι με ουίσκι από ένα μπουκάλι Johnnie Walker, που ‘χε πάνω στο γραφείο. Τελείωνε κι αυτό.
Έπιασε την πένα να γράψει, ξεκινώντας από κει που άφησε το γραπτό τα χαράματα. Έγραψε μερικές αράδες και σταμάτησε. Ήξερε πως η γραφή είναι σαν το γκάστρωμα και πως ο οίστρος θέλει διαχείριση. Πρέπει να περιμένεις έλεγε στον εαυτό του.
Μια γυναίκα με γαλάζια μάτια και τα μαλλιά στο πρόσωπο, τον κοίταζε απ’ το κάδρο που ήταν ακουμπισμένο στο γραφείο, δίπλα από την ταμπακιέρα του πατέρα του και την παλιά ασημένια αλυσιδωτή ταυτότητα από τις ένδοξες ημέρες του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο καθρέφτης στο απέναντι ντουβάρι, αντανακλούσε τα νερά του Αργοσαρωνικού και μακρυά την κορυφογραμμή της Αίγινας. Τέλεια θέση για να βλέπει τη θάλασσα από κει και να μην τον βλέπει ο καθρέφτης. Όταν κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη, έβλεπε τον πατέρα του και τρόμαζε, όχι γιατί έβλεπε τον πατέρα του, αλλά γιατί συνειδητοποιούσε πως είχε γεράσει. Στον ίδιο τοίχο υπήρχε ένα ζωγραφικό έργο. Μια αντιγραφή από το «Μάθημα Ανατομίας» του Ρέμπραντ. Ο πίνακας αυτός ήταν πάντοτε στραβός. Μάταια τον ίσιωνε διότι το ντουβάρι είχε ανάποδη κλίση και το κάδρο ενίοτε χόρευε απ’ τη σοροκάδα που έμπαινε δαιμονισμένη απ’ τα παράθυρα. Πίσω απ΄ το γραφείο του, στον άλλο, τοίχο δέσποζε μια ρέπλικα του Φερνάντο Μποτέρο με μια χοντρή γυμνή γυναίκα. Του άρεσε πολύ αυτός ο πίνακας διότι ο καλλιτέχνης έλεγε πως οι γυναικείες καμπύλες παράγουν άλλες καμπύλες, όπως οι λέξεις που παράγουν διαφορετικές έννοιες. Πολλές φορές χάζευε τον πίνακα με τις ώρες. Παρατηρούσε το ευτραφές σώμα της γυναίκας με το στρογγυλό πρόσωπο και το προγούλι, με τα μικρά μάτια και τα επίμονα σφιγμένα χείλη, άραγε καλόγρια ή πόρνη, σκεφτόταν.
Το κείμενο τον παίδευε. Πίεσε με τα δάχτυλα τα σουσάμια που ‘χαν σκορπίσει στο τραπέζι απ’ το χθεσινό κουλούρι και τα φέρε στα χείλη, αγναντεύοντας τη θάλασσα μέσα απ’ τον καθρέφτη. Έβλεπε τα ποστάλια στον Αργοσαρωνικό και συλλογιζόταν: Αυτά τουλάχιστον ξέρουν και που πάνε και από που έρχονται.
Μπροστά απ’ το γραφείο του, ο παλιός γκρι καναπές στο σαλόνι ήταν καλυμμένος μ’ ένα μπορντό ριχτάρι, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει τις τρύπες απ’ τις καύτρες του τσιγάρου. Κοιτάζοντάς τον, μια σκέψη τον βασάνιζε, εκείνη της ζωής, που πάντα κατατρώει την ύπαρξή της.
Η εικόνα του μικρού διαμερίσματος, ταίριαζε με τα διηγήματα του, και ο ίδιος με τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών στα βιβλία του που ζούσαν στο περιθώριο. Αιώνιοι απροσάρμοστοι της ζωής. Λαϊκοί θυμόσοφοι που τριγυρνούσαν ελεύθεροι, σαν αλήτες, μακριά από τον δήθεν καθωσπρεπισμό, ρακένδυτοι αλλά πάντα αξιοπρεπείς. Οι ήρωές του, ένιωθε πως βρίσκονταν εκεί από πάντα, σε μια ιστορία που συνεχώς εξελισσόταν, χωρίς όμως ποτέ να φτάνει στο τέλος, αλλά ούτε και στην επιθυμητή κάθαρση.
Ήξερε από που ν’ αρχίσει την ιστορία, αλλά όπως και στη ζωή, η διαδρομή πολλές φορές σε διαψεύδει και στην Ιθάκη δεν φτάνεις ποτέ. Ποιος να ήταν άραγε ο προορισμός του;
Έγραφε και διόρθωνε όλη μέρα ασταμάτητα, ώσπου κάποια στιγμή βρήκε τη λύση για το μεγάλο φινάλε.
Η ώρα είχε περάσει και κρύωνε πολύ απ’ την ακινησία, τόσες ώρες σκυμμένος πάνω απ’ το γραπτό. Είχε φορέσει και μάλλινα γάντια κομμένα στα δάχτυλα για να μπορεί να γράφει άνετα ως το πρωί.
Σηκώθηκε να κλείσει τα παράθυρα, που τα ‘χε αφήσει ορθάνοιχτα όλη νύχτα, για να φύγει το ντουμάνι απ’ τα τσιγάρα κι εκείνη η μούχλα απ’ τα ξύλινα πατώματα που όμως δεν έφευγε ποτέ. «Άνοιξε ρε παιδάκι μου, τσικνίσαμε», του ‘λέγαν μια ζωή εκείνα τα γαλάζια μάτια.
Η κουνιστή ψάθινη πολυθρόνα στο παράθυρο, αγνάντευε τον Αργοσαρωνικό. Μακριά ένα σαπιοκάραβο σφύριζε βραχνά, με την αιθάλη απ’ το φουγάρο, να μουτζουρώνει τον ουρανό καθώς ξανοιγόταν απ’ την προβλήτα.
Έξω απ’ το παράθυρο, ένα βρεγμένο πουλί καθισμένο στο στο σύρμα τον κοιτούσε κατάματα, μαζί με κάποιους άγνωστους που τον παρακολουθούσαν επίμονα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.
«Εύθραυστον» έγραφε το παλιό κόκκινο κοντέινερ, αφημένο στον ντόκο του λιμανιού, μ’ εκείνα τα στένσιλ γράμματα. Παρά θίν’ αλός, ιώδιο και φύκια. Πιο πέρα, σε μια καβάτζα, γινόταν νταραβέρι και πίσω απ’ τις παλιές αποθήκες, καπότες, φλόκια και ροχάλες, με τους γλάρους ν’ αναμοχλεύουν τα σκουπίδια με το ράμφος. Από παιδί, τον μάγευε ο Πειραιάς. Τον εξιτάριζε.
Σκοτείνιαζε σιγά-σιγά. Χειμώνας κι η μέρα κοντή. Κάτω στο σταυροδρόμι, τα κόκκινα φανάρια. Απ’ τα λίγα που ‘χαν απομείνει στην Τρούμπα8.
Κάθισε πάλι στο γραφείο και κοίταξε το κείμενό του. Ολοκληρωμένες προτάσεις δομημένες στην αρχή, αλλά μετά μια σχιζοφρένεια κυρίευε τη δομή του κειμένου. Ζοριζόντουσαν οι λέξεις να διηγηθούν έναν μύθο, αλλά ο ίδιος δεν ήξερε ποιόν μύθο και ποιο τέλος να δανειστεί ή να ανακαλέσει από τις ζωές των άλλων.
Διόρθωσε τη λέξη «αδιάβαστος» με τη λέξη «ακοινώνητος» και τη λέξη «σπαθί» με τη λέξη «μυστρί». Αργότερα, αντικατέστησε και τη λέξη «δικαιοσύνη» με τη λέξη «ντομπροσύνη». Είχε τελειώσει το κείμενο και τώρα έμενε να βάλει την υπογραφή του. Ακούμπησε την πέννα στο χαρτί αλλά δίστασε. Σκέφτηκε πως μια υπογραφή αποδυναμώνει το γραπτό, γιατί προδίδει περισσότερα από αυτά που είναι προορισμένο ν’ αποκαλύψει. Έτσι, έβαλε απλά την ημερομηνία. 24 Δεκεμβρίου 1970. Άνοιξε το βαθύ συρτάρι του γραφείου και στοίβαξε τ’ ολιγοσέλιδο διήγημα πάνω απ΄ τ’ άλλα. Ύστερα τράβηξε δυο τζούρες ακόμα κι έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι.
Επικρατούσε ησυχία. Ήταν οι μέρες τέτοιες που δεν τον ενοχλούσαν με τα γαμωσταυρίδια τους οι από πάνω. Το φαίνεσθαι θα κυρίευε για λίγο τη ζωή τους εν όψει των εορτών. Όμως ήταν ανήσυχος. Λίγο αργότερα, κτύπησε πάλι το κουδούνι της πόρτας, αλλά δεν μπήκε στον κόπο ν’ ανοίξει. Δεν σηκώθηκε καν απ’ το γραφείο. Έμεινε εκεί ακίνητος κι άκουγε τα παιδιά από τον τρίτο, με τα τριγωνάκια στα χέρια, να τραγουδούν φάλτσα τα κάλαντα και τα κατσαρολικά της κυράς που μαγείρευε για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ο Φαντομάς τελικά ήρθε την επομένη, φάντης μπαστούνι στην πόρτα, με τους ασφαλίτες να τον παίρνουν πάλι σηκωτό. Για τη Μακρόνησο9.