Ο ΑΝΤΙΚΕΡ
Όταν πετούν οι άγγελοι,
οι αετοί κουρνιάζουν στη σπηλιά τους.
Αυτή κρατούσε τα ηνία της επιχείρησης μέχρι και την ημέρα που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών, ένα μόλις μήνα πριν πατήσει τα εκατό. Γυναίκα με δυνατή προσωπικότητα, πασίγνωστη αντικέρ των Αθηνών και ευκατάστατη. Η σκούφια της κρατούσε από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Όταν εκείνος ανέλαβε τη διεύθυνση του γνωστού παλαιοπωλείου, ήταν ήδη μεσήλικας. Είχε μεγαλώσει εκεί μέσα, συνεπώς ήξερε καλά τη δουλειά. Δεν έπιαναν τα χέρια του, είχε όμως καλό μάτι και καλούς τεχνίτες που τα συντηρούσαν όλα άψογα, όπως λουστραδόρους, ξυλουργούς, γανωτήδες, συντηρητές, ζωγράφους αλλά και εκτιμητές που πιστοποιούσαν τη γνησιότητα στα δύσκολα. Ήταν ικανότατος, άλλωστε είχε σπουδάσει νομικά και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι, συνεπώς διέθετε και τα εφόδια και τη γνώση ώστε να πάει την οικογενειακή επιχείρηση ένα βήμα παραπέρα.
Το παλαιοπωλείο έκλεινε ήδη τα ογδόντα χρόνια λειτουργίας του. Όλες οι αντίκες εκεί μέσα είχαν το στίγμα του χρόνου μιας εποχής, την ιστορία μιας οικογένειας, ενός αρχοντικού, ή ενός ανθρώπου, ίσως πολύ γνωστού, ίσως και πολύ άγνωστου, με όλα τα συλλεκτικής αξίας αντικείμενα να συνθέτουν μια σημαντική συλλογή και συνάμα μια πολιτιστική παρακαταθήκη μουσειακού επιπέδου.
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Βαλκανικοί Αγώνες, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος, Εμφύλιος, Μεταπολίτευση, αλλά και η ζωή της γενιάς του ’30, ξεδιπλώνονταν κάπως στριμωχτά στα τρία επίπεδα του παλαιοπωλείου.
Ένας ολόκληρος αιώνας μνήμης ήταν εκτεθειμένος και αρχειοθετημένος με τάξη στο νεοκλασικό κτήριο όπου στεγαζόταν, με κειμήλια, έργα τέχνης και παλιά έπιπλα που βρέθηκαν σε οικοσκευές μεγάλων αρχοντικών απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και από την Απουλία, την Καλαβρία, την Αλεξάνδρεια, την Προύσα, την Οδησσό, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Στο ισόγειο, στο υπόγειο και στον πρώτο όροφο του κτιρίου, ανακάλυπτε κανείς σε όλο της το μεγαλείο την ιστορία του ελληνισμού. Σημαντικά έργα και άλλες αντίκες, όπως ζωγραφικοί πίνακες, βυζαντινές εικόνες, δερματόδετα βιβλία παλαιών εκδοτικών οίκων που είχαν κλείσει, ρολόγια τοίχου, ροκοκό επιτραπέζια και τσέπης κουρδιστά, βάζα, χρυσοποίκιλτες παραδοσιακές φορεσιές, μαλλινομέταξα καφτάνια, φλωροκαπνισμένες ζώνες από την Ήπειρο, σερβάντες και παλιά έπιπλα.
Στο υπόγειο είχε ένα πορσελάνινο λαβομάνο με μια καλημέρα από πάνω, χρηστικά αντικείμενα παλαιού νοικοκυριού, σερβίτσια, κηροπήγια, ασημένια μαχαιροπίρουνα σε κασετίνες εσωτερικά επενδεδυμένες με βελούδο και άλλα, όπως ναυτικά φανάρια, ερμάρια, σεντούκια, ντιβανοκασέλες, μανουάλια, αλλά κι εκείνο το περίφημο μαγκάλι απ’ το παλάτι του Αβδούλ Χαμίτ στη Θεσσαλονίκη.
Αγαπημένο όλων, ήταν το παλιό γραμμόφωνο και η μεγάλη συλλογή δίσκων 78 στροφών, που βρέθηκαν στο σπίτι του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ στη Συκιά Κορινθίας, με το αγαπημένο μουσικό κομμάτι του ποιητή από τη Ζιζέλ του Αντάμ, που όποτε το άκουγε, θυμόταν πάντα –με τη χαρά ενός παιδιού που αντικρίζει ένα σπάνιο πουλί– την Ισιντόρα Ντάνκαν να χορεύει στον ιερό βράχο της Ακροπόλεως μπροστά απ’ τον φωτογραφικό φακό της Νέλλης Σουγιουτζόγλου.
Ως παλαιοπώλης, είχε πάρει κι άδεια οπλοκατοχής, καταθέτοντας στις αρχές έγγραφη γνωμάτευση από ψυχίατρο, που πιστοποιούσε πως είχε σώας τας φρένας, για να μπορεί να αγοράζει παλιά σπάνια όπλα, καριοφίλια της επανάστασης και περίστροφα.
Είχε καταφέρει να γίνει μεγάλος συλλέκτης έργων του Ιακωβίδη, αγοράζοντάς τα από τους κληρονόμους πλουσίων οικογενειών, που δεν είχαν καμιά ευαισθησία για την ιστορία της οικογένειας ή των προγόνων τους, τους οποίους ο ξακουστός ζωγράφος αναπαριστούσε πιστά μ’ εκείνη την τεχνική του νατουραλισμού της σχολής του Μονάχου.
Πολλά έργα, του τα ’χε πουλήσει εκείνη η ηλικιωμένη μεγαλοαστή που το σόι της κρατούσε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η οποία, αν και δεν είχε ούτε παιδιά, ούτε κι εγγόνια, ήθελε να φτιάξει ένα γερό κομπόδεμα, μάλλον για να ’χει να πληρώσει το βαρκάρη.
Τόσο η μητέρα του όσο κι αυτός, είχαν κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, κι είχαν συλλέξει αμέτρητα σημαντικά μικροαντικείμενα ιστορικής αξίας, όπως εκείνο το μπρούτζινο humidor, που το είχε αγοράσει μαζί με τα πούρα Montechristo σ’ ένα ταξίδι του το 1968 στην Αβάνα –επί κυβερνήσεως Φιντέλ Κάστρο– λίγο μετά τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα.
Στα ράφια μιας rolltop παλλαϊκής μπερζέρας, υπήρχαν ένα ζευγάρι σανδάλια από ελεφαντόδοντο, μια άκρως εντυπωσιακή βενετσιάνικη μάσκα, κι ένας χρωματιστός πετεινός από πορσελάνη, ενώ στον πρώτο όροφο, στο κέντρο του χώρου πάνω στο παρκέ, δέσποζε μια κατάμαυρη λουστραρισμένη ντιβανοκασέλα, που ήταν διακοσμημένη με χάλκινα ποντίλια, καθισμένη πάνω σε τέσσερις ξύλινες σκαλιστές καρέκλες. Είχε περίεργο σχήμα, μακρόστενο και οκταγωνικό. Έμοιαζε με δυο φέρετρα ενωμένα στη μέση, όπως αυτά που ξάπλωναν μέσα τους κάποτε, ζερβόδεξα, δίδυμους Σιαμαίους.
Πάνω σ’ ένα μαντεμένιο παγκάκι κήπου που βρέθηκε σε παλιό αρχοντικό της Κηφισιάς, υπήρχαν πολλά σπάνια κομμάτια, όπως ένας βρεφοζυγός ορφανοτροφείου, ένα μικρό ξύλινο αλογάκι, ζυγαριές, βαρίδια, παιδικές κούκλες και άλλα μικροαντικείμενα.
Όλα τα παλιά νομίσματα μαζί με άλλα συλλεκτικά ασημικά, βρίσκονταν μέσα σ’ ένα πειρατικό ερμάριο που βρέθηκε στο σπίτι ενός πολιτικού, εκεί όπου έκρυβε τα λαδώματα, αλλά κι όλα τα έγγραφα της θητείας του που θα μπορούσαν να τον εκθέσουν.
Σαν να μην έφταναν αυτά, μέσα σε δοκιμαστικούς σωλήνες που ήταν σφραγισμένοι με τάπα από φελλό, υπήρχαν αποξηραμένες κάμπιες. Τις είχε πάρει πριν από πολλά χρόνια από έναν πιτσιρικά, γιατί υποκλίθηκε στην ευφυΐα και στο παραμύθι του τετραπέρατου μικρού, ο οποίος προσπαθούσε να πλασάρει τα έντομα αυτά ως σπάνιο εύρημα, με μια ιστορία που είχε ενδιαφέρον, αφού οι κάμπιες –όπως ισχυρίστηκε– προέρχονταν από συγκεκριμένους τάφους του πρώτου νεκροταφείου, όπως του Γιαννούλη Χαλεπά, της κοιμωμένης Σοφίας Αφεντάκη, του Εμμανουήλ Ξάνθου, του Νικηταρά, του Ανδρούτσου και του Κολοκοτρώνη. «Ήμαρτον κύριε…», μουρμούρισε τότε, «…πενία τέχνας κατεργάζεται.» Τελικά τις αγόρασε.
Όλα τα μουσικά όργανα βρίσκονταν σε περίοπτη θέση στο βάθος του ισογείου, για να μην τα βαράει ο ήλιος. Ποντιακές και κρητικές λύρες, ακορντεόν, φλογέρες, κανονάκια και κιθάρες. Από τη συλλογή του όμως, έλειπε ένας κεμετζές, μια χειροποίητη ποντιακή λύρα με το δοξάρι της, που του ’χε χαρίσει λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή, ο καλύτερος του φίλος με καταγωγή κι αυτός από την Καππαδοκία. Τρίχορδη, από ξύλο δαμασκινιάς, με ρωθώνια στο στυλάρι και κορμοστασιά όπως έλεγε, σαν τους Πόντιους όταν χορεύουν τον Πυρρίχιο και τον Χορό των Μαχαιριών. Μια μέρα που μπήκε στο αντικέρικο ο ξακουστός λυράρης Σωκράτης Σινόπουλος για να διαπραγματευτεί την αγορά της, προς έκπληξή του, εκείνος του τη χάρισε, γιατί όπως πίστευε, τα πράγματα που δωρίζονται δεν πουλιούνται και σίγουρος πως πήγαινε στον σωστό άνθρωπο, του είπε: Λελέβατην, λελέβατην! Απιμάλια κανείς τιδέν ’κι δι’ σε. Έλα, κερασέν με έναν καϊβιάν και πατσίσαμεν.3
Ήταν όμως σκληρός διαπραγματευτής όταν αγόραζε μια αντίκα και πολύ δύσκολος όταν την πουλούσε. Συχνά δεν συμφωνούσε, όχι τόσο με την τιμή πώλησης, αλλά περισσότερο με το ποιόν του αγοραστή, τον οποίον πέρναγε από γενεές δεκατέσσερις ώστε να διασφαλίσει ότι το τιμαλφές αντικείμενο θα κατέληγε σε καλά χέρια, με αποτέλεσμα στην αγορά δικαίως να τον θεωρούν συλλέκτη περισσότερο παρά παλαιοπώλη.
Σπάνια πουλούσε ή αποχωριζόταν κάτι. Είχε πάντα πολύ αυστηρά κριτήρια για τον αγοραστή, ο οποίος θα έπρεπε να φυλάει την αντίκα και την ιστορία απόκτησής της, ως κόρη οφθαλμού. Παλιά που ερχόταν στο παλαιοπωλείο ένας υπουργός, μόλις τον έβλεπε από το απέναντι πεζοδρόμιο να πλησιάζει, έτρεχε γρήγορα προς την τζαμαρία της εισόδου, έκλεινε την πόρτα και γύρισε το ταμπελάκι με την ένδειξη κλειστό. Μια μέρα ο ανεψιός του που τον βοηθούσε τις απογευματινές ώρες στο μαγαζί, βλέποντας το περιστατικό, τον ρώτησε γιατί τον απέφευγε, κι εκείνος εύστοχα του απάντησε: Δεν αποφεύγω τον υπουργό πολιτισμού, αλλά τον πολιτισμό του υπουργού.
Στη βιτρίνα ήταν εκτεθειμένη και μία παλιά μοτοσυκλέτα Enfield. Σένια την είχε, με τα χρώμια της πάντα στιλβωμένα, έτσι για να του θυμίζει τα νιάτα του. Σαράντα χρόνια είχε να καβαλήσει μηχανή, από τη δεκαετία του ’60.
Είχε μια λεβέντικη κορμοστασιά που σε συνδυασμό με την εργένικη πλέον ζωή του, τον έκανε να φαίνεται κατά τι νεότερος από τους συνομήλικούς του. Όμως από τότε που πέθανε η γυναίκα του, είχε μείνει μόνος και μόνο τα παλιά κειμήλια διηγούνταν τη ζωή του.
Είχε αρχίσει να χάνει την όρασή του, σε βαθμό να μην μπορεί να διακρίνει πλέον τα πρόσωπα στις παλιές φωτογραφίες μες στ’ ασημένια κάδρα που ’χε συλλέξει απ’ τα παλιά αρχοντικά και με δυσκολία πια, αλλά πάντοτε ευλαβικά, τακτοποιούσε τις αντίκες στα ράφια.
Δεν ήταν μόνο η όραση αλλά κι αυτός ο ιδιοπαθής τρόμος στα χέρια που δυσκόλευαν περισσότερο την κατάσταση και αδυνατούσε να κάνει πλέον λεπτές κινήσεις που απαιτούσαν ακρίβεια. Είχε κληρονομήσει τα ωραία χέρια από τη μάνα του. Αριστοκρατικά, αδούλεφτα χέρια, με λεπτά δάχτυλα και περιποιημένα πάντα τα νύχια, μ’ εκείνο το δακτυλίδι και τη μεγάλη πέτρα από κεχριμπάρι, που φορούσε πάντα στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού που είχε ακαμψία.
Κάθε πράγμα εκεί μέσα είχε τη θέση του, όπως οι σκιές στον απογευματινό ήλιο μια συγκεκριμένη ώρα, αλλά και τα πράγματα στη ζωή του, που είχαν μείνει στάσιμα. Μόνο τα φύλλα που χόρευαν στην αύρα της Όστριας πάνω στα κλαδιά των δέντρων του πεζοδρομίου και η ατελείωτη αλληλογραφία –στοιβαγμένη στην είσοδο– πρόδιδαν πως ίσως κάτι συνέβαινε στην καθημερινότητά του. Όλοι οι φίλοι του είχανε αποφασίσει να φύγουν σιωπηλά, ένας-ένας και χωρίς να το πουν σε κανέναν.
Τις καθημερινές, περισσότερο τ’ απογεύματα, καθόταν απομονωμένος στο βάθος του παλαιοπωλείου, στα σκοτεινά, με την πόρτα κλειστή, και χάζευε τη λιγοστή κίνηση στο δρόμο και τη βοή της πόλης που σιγά-σιγά έσβηνε. Η μόνη του πλέον απόλαυση πριν αποσυρθεί στο μικρό διαμέρισμά του στον δεύτερο όροφο του κτιρίου, ήταν να ακούει κλασσική μουσική, ειδικά την ενάτη του Ντβόρζακ. Έτσι όπως είχε γίνει η ζωή του, η μουσική ήταν μια ταπεινή πολυτέλεια, όπως πέφτει το αλάτι και το θυμάρι σε μία ντομάτα κομμένη τριαντάφυλλο. Πολλές φορές έπαιζε τάβλι ή σκάκι μόνος του και τα βράδια βυθιζόταν πάντα σε μια λήθη, με μόνη ένδυση τα κουρέλια της μνήμης, σ’ εκείνα τα παλιά κτίρια όπου διεξάγονταν οι αγοραπωλησίες των μεγάλων οίκων δημοπρασιών και στα μεγαλεία που είχε ζήσει. Υπήρχαν φορές που ένιωθε πως βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου, όπως οι νεκροί, κι άλλοτε, πως ζούσε τη ζωή κάποιου άλλου, ενώ συχνά είχε την αίσθηση πως όλα τ’ αντικείμενα εκεί μέσα συνομιλούσαν με το θάνατο. Παρόλα αυτά, η μεμψιμοιρία, ήταν άγνωστη στον ψυχικό του κόσμο, καθώς είχε πάντοτε μια τάση ροπής προς το μεγαλείο. Άλλωστε πίστευε στη νομοτέλεια των πραγμάτων. Δεν ήταν σνομπ, κάθε άλλο, αφού παρ’ όλη την αστική καταγωγή του, είχε καταφέρει να συνάψει φιλίες με απλούς ανθρώπους που τον έφερναν πιο κοντά στον καμβά της μικροαστικής ζωής.
Μέρες τώρα κονταροχτυπιόταν η άνοιξη με το χειμώνα, αλλά η λιακάδα άφαντη. Ο αέρας έζεχνε, όπως το χνώτο του πεινασμένου και τα πεζοδρόμια είχαν ποτίσει κάτουρο στον πυρετό του σαββατόβραδου, με μια συννεφιά να έχει κουκουλώσει το λεκανοπέδιο. Ψυχοπλάκωμα. Κυριακή ήταν. Κυριακή των Βαΐων. Παλιά τις γούσταρε τις Κυριακές. Όπως συνήθιζε να λέει: Η Κυριακή, είναι η μέρα του παλαιοπώλη, είν’ η μέρα που βγαίνουν τα ψωμωμένα μύδια στα πέριξ τσιπουράδικα της πλατείας Αβησσυνίας, με τον κόσμο να συνωστίζεται έξω απ’ τη βιτρίνα. Άλλοι περαστικοί, άλλοι λάτρεις του παλαιού και της τέχνης, κι άλλοι συλλέκτες, όπου βάζοντας το χέρι αντήλιο στο μέτωπο για να κόψουν τη γυαλάδα στο τζάμι, με κουβέντες σκόρπιες σχολίαζαν τις αντίκες: Κοίτα αυτό το σαμοβάρι. Δες εκείνον τον πίνακα naif, μοιάζει με έργο του Θεόφιλου. Ένα τέτοιο χαλί Μπουχάρα, είχε κι η νόνα μου. Τα κομπολόγια δες! Πω πω, αριστουργήματα, πού τα βρήκε ο μπαγάσας!
Εκείνη τη μέρα, καθόταν ως συνήθως στο βάθος του παλαιοπωλείου, σ’ εκείνον τον παλιό σκυριανό καναπέ και παρατηρούσε τους διερχόμενους πολίτες που θύμιζαν αιχμάλωτους σε καιρό πολέμου, ή αμαρτωλούς που είχαν διαπράξει τη χειρότερη αμαρτία, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας τυφλός. Παρόλο που το καμπανάκι της εισόδου χτύπησε, εκείνος ξερόβηξε για να κάνει αισθητή την παρουσία του και προχώρησε προς το εσωτερικό του παλαιοπωλείου με το άσπρο του μπαστουνάκι, προσπερνώντας με προσοχή και χωρίς να σκοντάψει τη σφυρήλατη κολυμπήθρα βάφτισης που εξείχε τον διάδρομο.
Πρώτη φορά τον έβλεπε. Ήταν ντυμένος στην πένα. Λίγο ακόμη ήθελε για να τον αποκαλέσει κάποιος δανδή. Φορούσε μαύρο παντελόνι, μαύρο πουκάμισο με μπορντό σακάκι, τσόχινο φεντόρα καπέλο και μια πασμίνα ριγμένη –επιμελώς ατημέλητα– στο δεξί του ώμο. Αν και κομψά ντυμένος, τα ρούχα του ήταν περπατημένα και θύμιζαν εκείνα τα ξεχασμένα, που σάπιζαν κλεισμένα για χρόνια μες στη μούχλα σε κάποιο υπόγειο βεστιάριο επαρχιακού θεάτρου. Χρόνια είχε να μπει στο μαγαζί πελάτης, όπου το παρουσιαστικό και η αύρα του, να του κέντριζαν το ενδιαφέρον να μάθει περισσότερα για αυτόν.
Η όλη του εικόνα παρέπεμπε σε μια παραβολή που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Το άρωμά του, ήταν παλιομοδίτικο, με νότες ταμπάκο, σταβλίλας, μούχλας και σκόνης. Αξιοσημείωτο ήταν πως δεν φορούσε σκούρα γυαλιά και το ότι με ντελικάτες κινήσεις ανιχνεύοντας δεξιά κι αριστερά τον διάδρομο με το μπαστούνι, σταματούσε κάθε τόσο και στεκόταν μπροστά σε κάποια μοναδικά κομμάτια που τα παρατηρούσε επίμονα, μ’ εκείνα τα άψυχα μάτια των τυφλών, λες κι ένα διεισδυτικό βλέμμα μιας εσωτερικής ενόρασης στις παρυφές του διορατικού του πεδίου, τον βοηθούσε να φανταστεί τον δημιουργό ενός έργου όταν το έφτιαχνε, ή ακόμα να διαισθανθεί την ευτυχία ή τη δυστυχία του πρώην ιδιοκτήτη κάποιου αντικειμένου, αλλά και να πιστοποιεί την ιστορική διαδρομή των κειμηλίων, ίσως και τα χέρια ή τα χρήματα που άλλαξαν το καθεστώς ιδιοκτησίας τους μέχρι εκείνη τη μέρα.
Σίγουρα σε κάθε άνθρωπο που χάνει μια αίσθηση, ενισχύεται κάποια άλλη, σκέφτηκε, παρατηρώντας τον εναγωνίως –καθώς ελισσόταν ανάμεσα από τα σπάνια εκθέματα– με τον φόβο μήπως άθελά του έσπαγε τίποτε.
Δεν μίλησε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, κι ύστερα, αφού προχώρησε στην διπλανή αίθουσα, σταμάτησε μπροστά σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα, που ήταν κρεμασμένος πάνω από ένα μαρμάρινο τζάκι αρχοντικού. Ο πίνακας είχε μια συγκλονιστικά περίτεχνη ξυλόγλυπτη κορνίζα. Τον είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο στη Φλωρεντία πριν τριάντα χρόνια και έκτοτε έμεινε απούλητος. Η κορνίζα του θύμιζε εκείνες του μεγάλου μάστορα Andrea Brustolon, εποχής Μπαρόκ, ο οποίος σκάλιζε στο ξύλο παραστάσεις εμπνευσμένες από την Κόλαση του Ντάντε, για τους πίνακες που με τη σειρά τους κοσμούσαν τα παλάτια των Δόγηδων στη Βενετία, ή εκείνες τις σκηνές από το ευαγγέλιο στα αριστουργηματικά ξυλόγλυπτα τέμπλα των αδερφών Πιτένη από τη Σαμαρίνα, που συναντά κανείς στα ιερά των εκκλησιών της Πίνδου. Η θεματική του έργου, παρέπεμπε σε σκηνή από την όπερα, ο Χορός των Μεταμφιεσμένων, του Βέρντι.
Έμεινε εκεί πολύ ώρα μπροστά στον πίνακα ακίνητος και στοχαζόταν. Κάποια στιγμή λες και ένιωσε την αμηχανία του αντικέρ, έσπασε τη σιωπή του.
«Μου αρέσει πολύ αυτό το έργο. Θα ήθελα να το αγοράσω», είπε χωρίς δισταγμό, με το πρόσωπό του στραμμένο προς τον πίνακα.
Ο αντικέρ σηκώθηκε αργά από τον καναπέ και πλησιάζοντας τον του είπε: «Φίλτατε, συγχαίρω την επιλογή σας, αλλά καλό είναι να ξέρετε κάποια πράγματα για αυτόν τον πίνακα … Το όνομά σας;»
«Μην κάνετε τον κόπο…», τον διέκοψε ο πελάτης απότομα, «…γνωρίζω όλα όσα πρέπει να γνωρίζει κανείς γι αυτό το έργο». Ύστερα έστριψε το πρόσωπό του προς το μέρος του και αυστηρά συμπλήρωσε: «Τριάντα εκατομμύρια προσφέρω. Ακατέβατα!»
Η προσφορά του τον άφησε άφωνο, πόσο δε μάλλον το ποιόν του ανθρώπου που ικανοποιούσε με το παραπάνω τα κριτήριά του, με το τίμημα να υπερβαίνει κατά πολύ την όποια αντικειμενική αξία του έργου.
Έδωσαν τα χέρια και κανόνισαν την επόμενη να περάσει ο δικηγόρος του από το μαγαζί για την πληρωμή και τη διαδικασία αποστολής του έργου.
Περίπου δυο χρόνια είχαν περάσει από εκείνη τη Μεγάλη Δευτέρα, που του έφεραν το βαλιτσάκι με τα κολλαριστά πεντοχίλιαρα σε δεσμίδες, όταν ο ανιψιός του κτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματός του, κρατώντας το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Apollo, που είχε αφήσει ο ταχυδρόμος έξω απ’ τη βιτρίνα του παλαιοπωλείου. Ήταν η τριμηνιαία έκδοση τέχνης, η βίβλος των συλλεκτών, όπως την αποκαλούσαν, της οποίας ήταν συνδρομητής τα τελευταία 25 χρόνια.
Άνοιξε την πόρτα, έδωσε στον ανεψιό του τα κλειδιά των λουκέτων για να ξεκλειδώσει τα ρολά της βιτρίνας και παίρνοντας το περιοδικό υπό μάλης, πήγε στο μπαλκόνι, κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, κι απολαμβάνοντας τον πρωινό του καφέ στην ηλιόλουστη μέρα, άρχισε να το διαβάζει. Άλλωστε μόλις πριν από δυο μήνες είχε κάνει εγχείρηση καταρράχτη κι έβλεπε καλύτερα.
«Μέγας είσαι Κύριε», ψέλλισε όταν αντίκρυσε το εξώφυλλο, φέρνοντάς το πιο κοντά, μην πιστεύοντας στα μάτια του. Σε μια φωτογραφία απεικονιζόταν εκείνος ο εκκεντρικός τυφλός, να ποζάρει καθισμένος σε μια πολυθρόνα με το λευκό του μπαστουνάκι στα χέρια, κάτω από το έργο με την περίτεχνη ξυλόγλυπτη κορνίζα που είχε αγοράσει στο παλαιοπωλείο. Όμως στη φωτογραφία, ο πίνακας είχε διαφορετικό θέμα. Διαβάζοντας το άρθρο, έμεινε άφωνος. Φαίνεται πως ο καμβάς ήταν επιζωγραφισμένος. Κατά τη διαδικασία συντήρησή του, αποκαλύφθηκε ένα έργο εποχής μπαρόκ, Σχολής Καραβάτζιο, με τον Προφήτη Ιερεμία σε μια σπηλιά –υπό το φως ενός κεριού– που έγραφε με φτερό χήνας σ’ έναν πάπυρο, ενώ δίπλα στα γυμνά του πόδια, μισο-θαμμένα στο χώμα, κείτονταν τα οστά και η Τιμία Κάρα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλός κοιτάζοντας τη φωτογραφία στο εξώφυλλο, φέρνοντας στο νου εκείνη τη μέρα στο παλαιοπωλείο.
«Η Κυριακή του Τυφλού, η Κολυμπήθρα του Σιλωάμ, και τα Τριάντα Αργύρια», μουρμούρισε. «Αλίμονο! Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως του;»