O ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ
Αν και ήταν ευκατάστατος, ποτέ δεν του ‘χε ζητήσει να έρθει κατ’ οίκον να τον κουρέψει. Ήταν η πρώτη φορά που του μήνυσε να ‘ρθει στο σπίτι, μέσω του ανιψιού του.
Ήταν καλός μπαρμπέρης. Από τον θείο του είχε μάθει την τέχνη. Ο θείος, εκτός από κουρέας, εκτελούσε χρέη πρακτικού γιατρού και οδοντιάτρου, κάνοντας βίζιτες σε σπίτια ασθενών στα πέριξ χωριά. Οδοντοβγάλτης με τανάλια. Στο κασελάκι κουβαλούσε αλατόνερο για γαργάρες, βάμμα ιωδίου, βότανα για το κρυολόγημα, το ανεμοπύρωμα, αλλά και άλλα προϊόντα για τον καλλωπισμό, την υγιεινή του δέρματος και των μαλλιών.
Το πιο θεαματικό ήταν οι βδέλλες, που τις έβαζε σ’ ένα βάζο μαζί με το αίμα που είχαν ρουφήξει από τους υπερτασικούς ασθενείς, αλλά κι οι μικρές γυάλινες βεντούζες για την πνευμονία. Μούσκευε με οινόπνευμα ένα μικρό κομμάτι μπαμπάκι, που ‘χε πρώτα τυλίξει σ’ ένα πιρούνι, κι έκαιγε το οξυγόνο στο εσωτερικό τους πριν τις ρίξει στην πλάτη των ασθενών. Εκείνοι έβηχαν και σφάδαζαν, με τις βεντούζες ν’ αφήνουν μελανά σημάδια στο δέρμα τους.
Από μικρό τον μάγευε η μυρωδιά του κουρείου. Είχε κάτι από οινόπνευμα, πούδρα και μούχλα.
Η ταχύτητα ψαλιδίσματος του θείου ήταν παροιμιώδης, αλλά και αιτία να του ξυπνά μια γλυκιά νοσταλγία. Ο θείος ψαλίδιζε ακόμα και στον αέρα για να μην χάνει τον ρυθμό του. Το ψαλίδι γινόταν ένα μουσικό όργανο που εκτελούσε μια μελωδία, συμπαρασύροντας ακόμα και τη διάθεση του καναρινιού στο κλουβί, που κι αυτό με τη σειρά του κελαηδούσε.
Εμπειρικός κουρέας ο θείος. Δεν υπήρχαν σχολές κομμωτικής τότε. Απ’ αυτόν έμαθε πως ένας καλός μπαρμπέρης πρέπει να ‘ναι γλύπτης, τεχνίτης της coupe, αλλά και καλός γνώστης ψυχολογίας, ώστε να κουρεύει ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του πελάτη, το σχήμα της κεφαλής, το ντύσιμο, το στυλ, αλλά και την ηλικία του.
Είχε μάθει από πρώτο χέρι, πως το καλό κούρεμα γινόταν σε άπλυτο μαλλί, που όσο πιο πυκνό και βαρύ ήταν, τόσο πιο υπάκουη η τρίχα, όπως των χασάπηδων που τ’ αλείφανε με λίπος ή μαντέκα και καθόταν η τρίχα σωστά κι άλλα πολλά.
Είχε εμπιστοσύνη στο θείο του και ήξερε πως αν ακολουθούσε όλα τα παραπάνω, θα γινόταν ξακουστός μπαρμπέρης και δεν θ’ άκουγε ποτέ σχόλια του τύπου «σα γίδι τον κούρεψε», ή «σαν τραγί τον έκανε τον φουκαρά».
Αν και δεν ήταν ο χώρος εργασίας του, έβγαλε τα σύνεργα από το βαλιτσάκι και τ’ ακούμπησε δίπλα σ’ ένα κομοδίνο. Ύστερα του φόρεσε μια πετσέτα στο λαιμό κι άρχισε να τον κουρεύει, παίρνοντας σιγά-σιγά, με το ψαλίδι και τη χτένα, σβηστά τα μαλλιά στους κροτάφους.
Τον θυμόταν την πρώτη μέρα που πάτησε πόδι στο κουρείο του. Ιούλιος ήταν, πριν 40 χρόνια. Καθόταν απέναντι στο καφενείο, στην κεντρική πλατεία του χωριού κι έπινε τον καφέ του διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα. Κάθε τόσο έκοβε την κίνηση στη βιτρίνα, για να διαπιστώσει πότε θα έφευγε κι ο τελευταίος πελάτης.
Ιδιότροπος άνθρωπος. Ναύαρχος εν αποστρατεία, γέννημα θρέμμα πρωτευουσιάνος και με οικογενειακό τάφο στο Πρώτο. Μόνο τα καλοκαίρια ερχόταν στο χωριό, όπου είχε αγοράσει ένα σπίτι. Από τον Μάη μέχρι τον Σεπτέμβρη, την έβγαζε εκεί.
Εκείνη την ημέρα, Σάββατο ήταν, μπήκε στο κουρείο αργά το απόγευμα, όταν πια τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Καλησπέρισε, κρέμασε το καπέλο του στον καλόγερο και κάθισε στην κεντρική πέτσινη πολυθρόνα με τα φαρδιά χερούλια και το προσκέφαλο. Είχε έρθει την προηγουμένη να κλείσει ραντεβού. Δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός. Λιγομίλητος και σκεπτικός, που ζούσε σ’ έναν δικό του κόσμο. Έμοιαζε να παλεύει με παλιά φαντάσματα που τον βασάνιζαν καθημερινά, για τα οποία, σαράντα χρόνια τώρα, ποτέ δεν είχε πει τίποτε. Δεν μοιραζόταν τα ‘σώψυχα του εύκολα με κανέναν.
Τα κουρεία ήταν από ανέκαθεν χώροι κοινωνικής συναναστροφής, με τους πελάτες να μη βάζουν γλώσσα μέσα, συζητώντας περί πολιτικής, τα νέα του τόπου, τις τιμές πώλησης χονδρικής του σταφυλιού και του καπνού στον συνεταιρισμό, αλλά και κουτσομπολιά –που έδιναν κι έπαιρναν– για κάποιον κοντοχωριανό που κέρδισε το λαχνό, για την κόρη της Μέλπως που γκαστρώθηκε, ή για τη μικρή του Δημάρχου που κλέφτηκε μ’ έναν ξενομερίτη. Ο κουρέας μάθαινε πρώτος τα νέα και μάντευε αλάνθαστα πόσους ψήφους θα έπαιρνε το κάθε κόμμα στην περιοχή του, πολύ νωρίτερα από την ημέρα των εκλογών. Όμως ο κύριος ναύαρχος, Παναγιώτης τ’ όνομά του, σκέτη μούγκα, μιλιά δεν του ‘παιρνες. Του πήρε πολύ χρόνο για να ξεστομίσει μια κουβέντα, έστω για τον καιρό.
Που να φανταζόταν ο Λευτέρης εκείνη την πρώτη μέρα καθώς τού πέρασε την μπέρτα στο λαιμό για να τον κουρέψει, ότι –με τα χρόνια– αυτοί οι δυό θα γινόντουσαν οι καλύτεροι φίλοι.
Οι ιδιοτροπίες του ναυάρχου, γινόντουσαν αμέσως αντιληπτές. Από το πώς κρέμαγε το καπέλο του στον καλόγερο, από το νευρικό του βήξιμο, από το πώς παρκάριζε την εφημερίδα και τα κλειδιά του πάνω στο ξύλινο σεκρετέρ με τα περιοδικά Πάνθεον και Ρομάντζο, αλλά κι από την εμμονή του να πιέζει το κεφάλι πίσω στο προσκέφαλο κάθε φορά που το ψαλίδι τριμάριζε το μουστάκι, ή το ξουράφι πλησίαζε το μάγουλό του. Από αντίδραση, ίσως από φόβο περισσότερο, σήκωνε διακριτικά το δείκτη του δεξιού χεριού προς τα πάνω, σαν να του έλεγε: Μπαρμπέρη μου, το νου σου!
Με το μουστάκι είχε ψύχωση, ακόμα και στον ύπνο του πρέπει να φόραγε μουστακοφόρο, διότι η coupe δεν χάλαγε ποτέ.
Ο ναύαρχος δεν διέθετε χιούμορ. Όμως, παρά την υποδειγματική του σοβαρότητα, γέλασε συγκρατημένα όταν παρατήρησε για πρώτη φορά στον τοίχο του κουρείου ένα καδράκι με τον στίχο μιας πικάντικης μαντινάδας, που έγραφε: Χρόνια πολλά Λευτέρη μου / με το χρυσό ψαλίδι / κοίτα μην πιεις πολύ / κι αντί για τρίχες / μου κόψεις καν’ αρχίδι.
Ήταν περίεργος άνθρωπος. Σκέφτηκε πως αυτή η ιδιοτροπία του ναυάρχου, να θέλει άδειο το κουρείο από κόσμο, ίσως να έκρυβε την επιθυμία να εκμυστηρευτεί κάποιο μυστικό από την προσωπική του ζωή. Μάταια όμως. Δεν ξεφούρνιζε ποτέ τίποτε, ενώ, κάθε φορά, παρατηρούσε το ντεκόρ του μαγαζιού λες και το έβλεπε για πρώτη φορά. Τις βιεννέζικες καρέκλες αναμονής, τις πλυμένες μπέρτες και τα πεσκίρια πάνω στο μάρμαρο, την ξύλινη σερβάντα με τον χωνευτό λουτήρα, φαλτσέτες, ψαλίδια, χτένες και νυχοκόπτες, τη σκόνη «Σπλέντιτ» των αδελφών Αλεπουδέλη και το πινέλο που κάναν σαπουνάδα στο γουδί, το πράσινο σαπούνι «Αρκάντια», αλλά και την κολόνια στο γυάλινο μπουκάλι με το βαποριζατέρ. Πολλές φορές παρατηρούσε με προσοχή τις διαφημίσεις που διακοσμούσαν τους τοίχους με το Φριξιόν κατά της πιτυρίδας, το Μπριγιόλ, την τσίγκινη της μπύρας Φιξ, αλλά κι εκείνη της ραπτομηχανής Singer δίπλα στον τιμοκατάλογο που έγραφε: Ένα φράγκο το ξύρισμα, δυό φράγκα το κούρεμα, κι όλα τα ως άνω μετά λουσίματος, τρία φράγκα. Το φιλοδώρημα, στον μικρό.
Αν και δεν μιλούσε πολύ, ο ναύαρχος, ήταν καλός ακροατής. Ο Λευτέρης, για να σπάσει τον πάγο τις πρώτες μέρες, τού διηγόταν εύθυμες ιστορίες από τα παλιά. Για το πώς μπήκε στη δουλειά μαθαίνοντας να κουρεύει γίδια στην αρχή. Αργότερα στο κουρείο του θείου του, όπου βούρτσιζε τους πελάτες και σκούπιζε το πάτωμα για να βγάζει κάνα πουρμπουάρ. Τις ρέγγες που κάπνιζαν στην εφημερίδα, πάντα Καθαρά Δευτέρα, πάνω στο βαρέλι που ‘χε μείνει απ’ τον πόλεμο έξω απ’ το κουρείο. Το κόκκινο γλειφιτζούρι σε σχήμα κόκκορα που αγόρασε με τα πρώτο του χαρτζιλίκι, αλλά κι άλλες κωμικοτραγικές, όπως την πρώτη φορά που τον εμπιστεύτηκαν να κουρέψει δυό μαθητές του δημοτικού με την ψιλή, γιατί είχαν πιάσει ψείρες, ή εκείνο το πρωί, τον Αύγουστο του ’58, που ο θείος του τον έστειλε στο αστυνομικό τμήμα να πάρει γουλί κάτι τεντιμπόηδες, που είχαν τιμωρηθεί με παραδειγματισμό βάση του νόμου 4000 του Καραμανλή. Τα πεσκέσια με τ’ αυγά, τα λαχανικά απ’ τα μποστάνια, τα κλεμμένα κοκόρια και το αλισβερίσι σε είδος που γινόταν όταν δεν είχαν λεφτά, ή που λόγω φτώχειας, του ζητούσαν κόντρα ξύρισμα και να τους τα πάρει πολύ, ώστε να κρατήσει, να μην ξανάρχονται στον ίδιο μήνα.
Ο ναύαρχος, πάντα τον άκουγε με ενδιαφέρον. Δεν είχε βιώματα από την επαρχία, κι όλα αυτά ήταν πρωτάκουστα γι αυτόν. Άλλωστε ήταν ένας αστός, σπουδαγμένος στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, με λαμπρή καριέρα, που είχε διατελέσει και ως αρχηγός στόλου πριν από την αποστράτευσή του.
Η φιλία τους δυνάμωσε με τα χρόνια. Ακόμα κι όταν ο Λευτέρης άνοιξε κουρείο στην Αθήνα επί της οδού Αναπαύσεως στο Μετς, ο ναύαρχος ερχόταν πια χωρίς ραντεβού, συνήθως αργά το απόγευμα του Σαββάτου.
Σε μια από τις σπάνιες εκλάμψεις χιούμορ που είχε, του είπε: Καλορίζικο! Καλά ρε αθεόφοβε, ανάμεσα στα γραφεία τελετών βρήκες ν’ ανοίξεις μαγαζί;
Πολλές φορές, μετά το κούρεμα, ο Λευτέρης έπιανε την κιθάρα κι έπαιζε καντρίλες, παλιά βαλσάκια και σουξέ της εποχής, όπως τα πολυτραγουδισμένα «Λαός και Κολωνάκι», «Απάχηδες των Αθηνών», «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» και άλλα. Που και που, χτύπαγαν κάνα δυο ποτήρια τσίπουρο βαρβάτο, από κείνο το παράνομο του Μάρκου, με τη συζήτηση ν’ αγγίζει πολλές φορές τα σύνορα της μυθοπλασίας και να κρατά μέχρι πρωίας.
Είχε μόλις τελειώσει το κούρεμα. Για να μαλακώσει το δέρμα, έβαλε μια ζεστή κομπρέσα στο πρόσωπο του ναυάρχου, που απολάμβανε πάντα αυτή τη στιγμή κλείνοντας τα μάτια, με τη μυρουδιά του ευκάλυπτου να αχνίζει απ’ την πετσέτα. Ύστερα έφτιαξε μια πηχτή σαπουνάδα στο γουδί και την άλειψε προσεκτικά στα μαγουλά του με το πινέλο. Ακόνισε το ξυράφι πάνω στο λουρί με το σμυρίγλι και ξεκίνησε να τον ξυρίζει. Αυτή τη φορά, ο ναύαρχος, δεν σήκωσε το δάχτυλο μόλις ο Λευτέρης πλησίασε το ξυράφι στο πρόσωπό του. Έμεινε ακίνητος και γαλήνιος, με τον ήχο του ξυραφιού στο μάγουλο ν’ ακούγεται στην άκρα σιωπή.
Μόλις τελείωσε, έβγαλε με προσοχή την πετσέτα απ’ το λαιμό του και την τίναξε στο πάτωμα. Εκείνη την ημέρα, δεν του έβαλε καθρέφτη για να δει το σβέρκο, απλά τριμάρισε τα φρύδια, έβαλε μαντέκα στο μουστάκι, κι άπλωσε στο πρόσωπό του λίγη κρέμα με άρωμα Vetiver.
Τον κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Έσιαξε τον κόμπο στη γραβάτα, κι ύστερα του τσίμπησε το μάγουλο ψιθυρίζοντας: Mε γεια σου!
Μ’ ένα νεύμα της κεφαλής έκανε νόημα στον ανεψιό να κλείσουν το καπάκι. Η κηδεία του φίλου του θα γινόταν αργά το απόγευμα. Στο Πρώτο!