Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Κάποιοι είπαν πως πέθανε κι άλλοι πως χάθηκε σε μια χώρα μακρινή. Ένας ήξερε μόνο την αλήθεια, πως πήγε κάπου φαροφύλακας. Ο αδερφός του. Όμως κι αυτός, πήρε μαζί το μυστικό του. Ποιος είπε πως το αίμα νερό δε γίνεται; Αρκούν μια γυναίκα, πολλές φορές μια παρεξήγηση και μερικά χωράφια για να γίνει το κακό.
Προσελήφθη από την σχετική υπηρεσία το ’47 και το πρώτο του πόστο ήταν σε μια βραχονησίδα, δυτικά των Αντικυθήρων. Εκεί έμαθε να κολυμπάει στα βαθιά του επαγγέλματος, από έναν κελευστή του πολεμικού ναυτικού, που ’χε τόση πείρα ο αθεόφοβος, ώστε να κρατά τον φάρο μόνος του, χωρίς βοηθό. Από εκείνον έμαθε να σέβεται τη θάλασσα και να συντηρείται σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, που διαρκούσαν για μέρες, ή και για εβδομάδες, μέχρι να έρθει η βάρκα με τις προμήθειες.
Αλλά κι αυτός δεν πήγαινε πίσω. Απ’ τη Κρήτη κρατούσε η σκούφια του. Γερό παιδί. Σκύλος! Ποσειδώνα τον έλεγαν. Δε μάσαγε από τέτοια. Απεναντίας, όταν έσκαγαν οι θεομηνίες, τις γούσταρε κιόλας, η καλύτερή του, κάτι που τον ανέβαζε ψηλά στα μάτια του εκπαιδευτή του.
Από μικρός είχε καλή άπνοια και εντυπωσίαζε τους πάντες με τα μακροβούτια του, κάθε φορά που βούταγε στα βαθιά κρατώντας μια μικρή άγκυρα για βαρίδι, για να πατώνει ίσαμε είκοσι οργιές κάτω, μέχρι την τσιμινιέρα του παλιού ναυαγίου λίγο έξω απ’ το λιμάνι της Σούδας.
Είχε ήδη υπηρετήσει σε τέσσερις φάρους, πριν αναλάβει το τελευταίο πόστο του στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Στους Οθωνούς, στη Φολέγανδρο, στον Καβομαλιά και στη Τζιά.
Θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο που μπορούσε να ασκεί ένα τέτοιο λειτούργημα μες στην ερημιά, μονάχος, πολλές φορές σε αντίξοες καιρικές συνθήκες κι επιβίωσης, με υπευθυνότητα που απαιτούσε ν’ απαρνηθεί τα εγκόσμια, όμως ποτέ την επίγνωση της ευθύνης που ‘χε επωμιστεί, να κρατά ―με κάθε τρόπο― τις νύχτες το φάρο αναμμένο, ώστε το φως του να ενώνει τον άνθρωπο με τη ζωή.
Σαράντα χρόνια τώρα, αυτή η ευσυνειδησία τον οδηγούσε ύπουλα στα μονοπάτια της τρέλας.
Όταν δουλεύεις μόνος δε λογοδοτείς σε κανέναν, παρά μόνο στους θεούς, ήταν το πρώτο πράγμα που του ‘πε ο εκπαιδευτής του, μόλις πάτησε πόδι στο ζόρικο φάρο των Αντικυθήρων.
Απ’ τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι σήμερα, αρκετοί καπεταναίοι τα βρήκαν σκούρα, ενώ πολλοί άλλοι πνίγηκαν στα αφιλόξενα μαύρα νερά της Μεσογείου.
Το Ακρωτήριο Ταίναρο, σαν γαμψό νύχι αρπαχτικού πουλιού, απειλούσε κάθε πλοίο, που η ρώτα του σκόπευε να καβατζάρει τον κάβο με θαλασσοταραχή, κι ο πέτρινος φάρος, κρατώντας τις επάλξεις, ορθωνόταν στιβαρός, προμηνύοντας πάντα τον κίνδυνο στα πλοία με προορισμό το λιμάνι του Γυθείου.
Στις θεομηνίες, το σκηνικό έκοβε την ανάσα. Ο μαΐστρος ξύριζε τον χειμώνα κι η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιές. Τα πελώρια κύματα έσκαγαν πάνω στο φάρο ίσαμε είκοσι μέτρα ψηλά, με τη θάλασσα, αγριεμένη, να θέλει να τον παρασύρει στα βαθιά. Αλλά κι η τραμουντάνα, αδίστακτη, πήρε πολλούς ναυτικούς που αψήφησαν τους νόμους της φύσης, αφήνοντας πολλά κουφάρια πλοίων στο βυθό και σπασμένα καΐκια που τα παρέσυρε ως τις ακτές της Αφρικής.
Απ’ τον αυχένα του Ταΰγετου ως το ακρωτήριο Ταίναρο, κρανίου τόπος η Μάνη, όμως αυτό ήταν που τον ερέθιζε και εξήπτε τη φαντασία του σ’ αυτή γη. Η φαντασία είναι ουσιαστική στο λειτούργημα του φαροφύλακα και κινητήρια δύναμη για ν’ αντέξει τις αντιξοότητες της φύσης και της νύχτας υπηρετώντας το σκοπό του.
Θεωρητικά, είχε ήδη βγει στη σύνταξη, αλλά ακόμα εκτελούσε τα καθήκοντά του, ειδικά τον χειμώνα, για να βλέπει την οικογένειά του ο νεότερος που ‘χε αναλάβει προ τριμήνου. Γι αυτόν ήταν εύκολο, δεν είχε οικογένεια. Ακόμα και στο δωμάτιο που του ‘χαν παραχωρήσει απ’ την κοινότητα στο Πόρτο Κάγιο, δεν πήγαινε ποτέ. Η ζωή του όλη ήταν στο φάρο.
Όποτε είχε μπουνάτσα, έπιανε τις εργασίες που δεν γινόντουσαν άλλες μέρες. Έκοβε το φιτίλι, έλυνε το κάτοπτρο, κι έβγαζε τους ασήκωτους φακούς συμπύκνωσης τύπου Fesnel για να τους καθαρίσει με σύρμα και σαπουνάδα απ’ την καπνιά της ασετιλίνης. Οι συμπαγείς αυτοί φακοί, με τα ομόκεντρα δακτυλίδια και τις αυλακώσεις, διαθλούσαν το φως από μια μεγαλύτερη περιοχή σε μια μικρότερη, σχηματίζοντας μια ενιαία δέσμη φωτός, περιοδικής διάρκειας, ίσης ή μεγαλύτερης του σκότους. Ο φάρος στο Ταίναρο ήταν πέτρινος και δεν χρειαζόταν βάψιμο όπως οι άλλοι που υπηρέτησε στους Οθωνούς και τη Φολέγανδρο, όπου με τον ασβέστη και την μπατανόβουρτσα τους έβαφε κάθε τρεις και λίγο για να λάμψει ο κορμός τους στον ήλιο, όμως απαιτούσε να περνά με μίνιο και πράσινη μπογιά τη θόλο του φανού κάθε μήνα. Σαν μην έφταναν αυτά, έπρεπε να γυαλίζει το μπρούτζινο καμπανάκι σινιάλου και τη χάλκινη μπουρού της σειρήνας ομίχλης.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραχιά, τόσα χρόνια στη θάλασσα. Είχε έναν ελαφρύ προγναθισμό, με το κάτω χείλος να καβαλάει τ’ από πάνω, που του ‘δινε μια όψη βλοσυρή.
Τις σπάνιες φορές που είχε μπουνάτσα, απ’ την κορυφή του φάρου έβλεπε καθαρά τη γενέτειρά του, την Κρήτη, εκεί κάπου δεξιά απ’ τα Κύθηρα, να φρουρεί τον ελληνικό νότο. Στον Ψηλορείτη μια φορά είχε ανέβει μόνο στη ζωή του, ν’ αγναντέψει το Αιγαίο που απλωνόταν σ’ όλο του το μεγαλείο κάτω απ’ τα πόδια του και να που τώρα τον έβλεπε κι από κει.
«Τι να πεις;» μουρμούριζε καθώς στοχαζόταν, πως αυτός ο τόπος ο μικρός, ο μέγας, είχε τη 13η μεγαλύτερη ακτογραμμή στο κόσμο.
Φάρος. Έργο σοφίας ανθρώπου. Σύμβολο φαλλικό που ορθωνόταν μπροστά στο πέλαγο, με τη θάλασσα –γένους θηλυκού– να τον αγκαλιάζει με τα κύματά της.
Τα παλιά χρόνια όταν αργούσαν να φτάσουν οι προμήθειες με το μπάρκο δια θαλάσσης, ή με το μουλάρι απ’ το κακοτράχαλο χωμάτινο μονοπάτι, που το εξαφάνιζαν κάθε μέρα τα κύματα, σωνόταν η ασετυλίνη και το πετρέλαιο στον φάρο. Τότε έπρεπε όλη νύχτα να ανεβοκατεβάζει έναν λεβιέ τρομπάροντας αέρα στη μπουρού της σειρήνας, με τον μακρόσυρτο ήχο της ν’ ακούγεται στο πέλαγο. Ήταν τόσο δυνατή που φορούσε ωτοασπίδες, με το άκουσμά της να τον αναστατώνει τις νύχτες βάζοντας κακό στο μυαλό του. Πολλές φορές αν κι αυτή δεν λειτουργούσε, τότε τραβούσε ρυθμικά ένα κορδονάκι, που ‘χε απόληξη στο καμπανάκι του σινιάλου. Ο φάρος, η σειρήνα και τα σινιάλα, σκούνταγαν τους ναυτικούς με το ξενυχτισμένο βλέμμα πάνω στη γέφυρα, ώστε να βρίσκουν το φως τους μες στην τύφλα της ομίχλης.
Όταν είχε καλοσύνη κι είχε νετάρει από τις εργασίες, έπαιρνε μια μικρή απογευματινή σιέστα. Ο ύπνος ποτέ δεν ήταν αρκετός στο φάρο, αφού η νύχτα απαιτούσε να μένει ξάγρυπνος. Πολλές φορές, ακόμα και σ’ αυτούς τους κλεφτούς απογευματινούς ύπνους, ξυπνούσε κάθιδρος από έναν εφιάλτη, όπου η λυχνία του φάρου είχε σβήσει.
Πού και πού, έβγαζε το λαούτο απ’ τη θήκη κι έπαιζε ριζίτικα της πατρίδας του. Όμως ποτέ δεν τραγουδούσε και ποτέ δεν έβαζε ζάχαρη στα λόγια του, ειδικά από τότε που έχασε τη Μπιούτη, ένα αδέσποτο που ‘χε βρει στη Φολέγανδρο και του κρατούσε παρέα όλα αυτά τα χρόνια. Του στοίχισε πολύ όταν την έθαψε προ τριετίας κάτω από μια ελιά στη μέσα Μάνη.
Τρεις μέρες καλοσύνης είχαν περάσει μέχρι εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό. Στεκόταν όρθιος στα φαγωμένα από τις ατέλειωτες τρικυμίες βράχια που θύμιζαν σφουγγάρι και ψάρευε σκάρους στα κρεμαστά νερά, στην άκρη του κάβου. Ένα μπουλούκι θαλασσοπούλια ξύρισαν τα μαβιά κύματα που αντανακλούσαν το κόκκινο φως της αυγής κι ύστερα χάθηκαν στον ορίζοντα.
Στ’ ανοιχτά φόρτωνε πουνεντογαρμπής και, μια ώρα μετά, το γύρισε σε σοροκάδα. Ήξερε πως όταν η αυγή είχε κόκκινο χρώμα, μύρια κακά έπονται. Το ‘γραφε και μια ζωγραφιά που του ´χε χαρίσει ένας Καναδός φαροφύλακας όταν επισκέφτηκε το φάρο του πριν από χρόνια: Red sky at night, sailors’ delight. Red sky in the morning, sailors take warning.
Στη μοναξιά, αν κάτι είχε μάθει καλά, ήταν τα τερτίπια του καιρού. Ακόμα κι ένα μικρό τρανζίστορ που κουβαλούσε πάντα στο σάκο του, το άναβε μόνο και μόνο για να διαπιστώνει αν την προηγουμένη είχε πέσει μέσα στις προβλέψεις πιο πολύ η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ή εκείνος.
Ο αγέρας ήταν φορτωμένος με τη μυρουδιά της αρμύρας, του πετρελαίου, του κατραμιού και της πίσσας.
Τα πρωινά σημάδια δεν ήταν καλά κι η μέρα ακόμα μικρή, έτσι σήκωσε το φλάμπουρο και γύρισε πίσω να ταμπουρωθεί στον πύργο, όπου ήταν όλα μαδημένα και μουχλιασμένα από την άρμη. Ανέβηκε απ’ την κλιμακωτή σκάλα στην καμπίνα, είκοσι μέτρα ψηλά, κι αγνάντευε ολόγυρα απ’ τα Κύθηρα μέχρι τ’ αρχαίο νεκρομαντείο στα δυτικά του.
Έσταξε λίγο ελαιόλαδο πάνω σ’ ένα κρίθινο παξιμάδι, άλλωστε Κρητικός ήταν, έβγαλε το φελλό από μια νταμιτζάνα ρακή και γέμισε ένα ρακοπότηρο μέχρι τη μέση.
Τον τελευταίο χρόνο που αντικαθιστούσε τον νεότερο φαροφύλακα την περίοδο της άδειάς του, οι δικές του βάρδιες είχαν λιγοστέψει. Είχε αρχίσει να πίνει συστηματικά από το μεσημέρι και τις νύχτες πολλές φορές δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τις τρεις πηγές φωτός. Εκείνη του κατόπτρου που αντανακλούσε πίσω στα τζάμια του φάρου, εκείνη του πλοίου που ενδεχομένως κινδύνευε στ’ ανοιχτά, αλλά κι εκείνη της άσβεστης λουσέρνας δίπλα στην εικόνα του Άϊ Νικόλα. Παρήγορη πάντα η παρουσία της φωτιάς απ’ την εποχή του Ομήρου. Μέχρι την τρίτη δημοτικού είχε φτάσει όταν τα παράτησε, όμως όλα αυτά τα χρόνια διάβαζε. Τι να κάνει κι αυτός στην ερημιά; Διάβαζε. Ειδικά ποίηση, μ’ εκείνο τον στίχο του Σεφέρη να τον στοιχειώνει, που έγραφε: … ρημάχτηκε όλος ο τόπος, πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια. Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι, χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου και φαρμακερά.
Με τα χρόνια η ψυχή του είχε γίνει πέτρα, ασήκωτη, σαν τον βράχο που σηκώνει τον φάρο.
Όλο το απόγευμα έπινε, κι όσο έπινε, έξω φόρτωνε.
Καθόταν εκεί μ’ ένα βλέμμα απλανές και σιγά-σιγά, όσο τα μαύρα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό, βυθιζόταν σε μια παράνοια.
Το μπρούτζινο ανεμούρι ψηλά έτριζε, καθώς ο δυνατός νοτιάς με τα φορτώματά του προσπαθούσε να το ξεριζώσει απ’ τα στηρίγματα κι όλο το παλατζάριζε αρκετές μοίρες ζερβόδεξα.
Είχε ήδη βραδιάσει κι ένας μολυβένιος ουρανός σκέπαζε την φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Ανάμεσα απ’ τα λυχνανάμματα του φάρου πάνω στον θαλασσοδαρμένο κάβο, ένας αντικατοπτρισμός σύνορα με την οφθαλμαπάτη.
Στη άκρη του βράχου, ανεμοκίνητες ψυχές ολοένα αλλάζαν σχήμα, όπως τα σύννεφα, κι ένας πλημμυρισμένος ταρσανάς, γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σπασμένες γάστρες και πηδάλια να επιπλέουν ξυλάρμενα, με τα κύματα να ξεβράζουν ό,τι άλλο φανταστείς απ’ τα σπασμένα καΐκια.
Ο φάρος λίκνιζε κάτω απ’ την πένθιμη βραχνάδα της σειρήνας ομίχλης, που επίμονα σήμανε απ’ την γέφυρα ενός πλοίου πέρα στ’ ανοιχτά, μ’ εκείνο τον μακρόσυρτο ήχο, βοή της μπουρούς, αλαλαγμό στο θρήνο. Μπου! …. μπου! Ντάγκ! … ντάγκ!
Είδε ξάφνου τον αδερφό του να περπατά στην καμπούρα του κάβου, μ’ ένα πελώριο κύμα να τον ακολουθεί.
«Διάολε που πάει;» αναφώνησε μέσα στη νύχτα.
Άρχισε να τρέμει σύγκορμος, όμως η σύγχυση απ’ το αλκοόλ ήταν η κινητήριος δύναμη που τον έκανε να πεταχτεί απ’ το πόστο του για να κοιτάξει καλύτερα. Τον είδε μούσκεμα να περπατά χωλαίνοντας προς το φάρο, έτσι όπως τον θυμόταν στα όνειρά του, με μακριά γένια, σκαμμένο πρόσωπο και σοφό βλέμμα.
«Μα τον Άγιο», φώναξε και κατέβασε μονογούλι όλο το ρακοπότηρο.
Στην προσπάθειά του να κατέβει γρήγορα, σκόνταψε και κουτρουβαλώντας τα σκαλιά, έσκασε τ’ ανάσκελα στο πέτρινο δάπεδο στην είσοδο του φαρόσπιτου, με τον αέρα να λυσσομανά και να κοπανά την μπουκαπόρτα ασύστολα πάνω στα πέτρινα ντουβάρια.
Μετά από λίγο κατάφερε να σηκωθεί και με το μέτωπό του να τρέχει αίμα, έτρεξε όξω προς το νύχι του κάβου.
Η θάλασσα σήκωσε τα ύδατα στα μεσουράνια, κι εκείνο το πελώριο κύμα που ακολουθούσε τον αδερφό του, πήρε τη μορφή της γυναίκας που ερωτεύτηκαν παράφορα κι οι δυο. Τον λόγο της βεντέτας.
«Τώρα την έχουμε κι οι δυο», του βροντοφώναξε ο αδελφός του μέσα στον χαλασμό της θύελλας, κρατώντας τον δείκτη του αριστερού χεριού προτεταμένο στην υδάτινη γυναίκα, που ήταν άγρια κι επιθυμητή, όπως τόσα χρόνια τώρα κοιμόταν δίπλα του, ανάμεσα στην ηδονή και τον ύπνο, ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό, στον έρωτα και στο θυμό, με μια γλώσσα νεροφίδας να βγαίνει από τα χείλη κάτω απ’ τα σπινθηροβόλα μάτια της, καθώς μαστίγωνε τα κύματα που όλο ψήλωναν και βαρυβογγούσαν, τινάζοντας νεροστρόβιλους στα επουράνια. Τα χέρια του χρύσιζαν απ’ το φως του φάρου, την ώρα που απεγνωσμένος έκανε σινιάλα προς το μέρος της, καθώς εκείνη τράβηξε πίσω τα νερά για μια στιγμή κι αφροκοπώντας επανήρθε, κλείνοντας τον πέτρινο φάρο στην αγκαλιά της.
Τρεις μέρες μετά ήρθαν οι αντικαταστάτες. Ο φάρος ήταν έρημος, κι ο φαροφύλακας, άφαντος. Στο ημερολόγιο του φάρου βρήκαν την τελευταία του σημείωση. Έγραφε: Δύση 18:30, 28 Φεβρουαρίου 1987. Όλη μέρα καλοσύνη και τώρα το βράδυ κάλμα, με τ’ αστέρια να καθρεφτίζονται στη θάλασσα. Σ’ όλο το πέλαγο μπουνάτσα, πέρα ως εκεί που φτάνει το μάτι. Αυτή η μπουνάτσα, μοιάζει πως θα κρατήσει για πάντα.