You are currently viewing Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Κωνσταντίνος Τσεκλένης: Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ

Ο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ


Πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομένουν.
Γ. Σεφέρης

Καθόμουν μες στο παλιό καφενείο, κάτω από ένα άθλιο μοτέλ της επαρχίας και παρακολουθούσα μουδιασμένος το μεγάλο ρολόι του τοίχου. Στο πεζοδρόμιο, τ’ άγουρο κορίτσι, κρατώντας της Αγιάς ένα δαγκωμένο μήλο, με κοίταζε μ’ εκείνο το ατενές εξεταστικό βλέμμα, λες και προσπαθούσε να διακρίνει τα ίχνη των χαμένων βημάτων μου στο χώμα. Είχε μαζέψει τα μαλλιά της ψηλά, μ’ ένα μανταλάκι από ταρταρούγα, κι όλο με κοίταζε, όλο με κοίταζε. Σκοτείνιαζε σιγά-σιγά.

Η μεσόκοπη γυναίκα του ανθοπωλείου, μ’ ένα βεραμάν νυχτικό και με τ’ αλάτι των βουνών στα χείλη, μονολογούσε ψιθυριστά: Στη ζωή, οι επιλογές κρίνονται πάντα βάση των συνεπειών τους, κι από μακριά οι σοφοί γέροντες έρχονταν απρόσκλητοι κωπηλατώντας πάνω σε πλάβες, μες στης λίμνης τα βουρκωμένα νερά, με τα πρόσωπά τους σκυθρωπά να λάμπουν στο φεγγοβόλημα, όπως οι στίχου του ποιητή κάτω απ’ το χλωμό φως της λάμπας.

Ύστερα ήρθαν αυτοί με τα μασημένα πούρα, που όλο μου διόρθωναν το ένστικτο, κι οι άλλοι, οι γαζωμένοι, σκνίπα στο μεθύσι, που όλο γελούσαν και μου ‘δειχναν τις τρύπες στα σώματά τους. Κάποιοι βγήκαν απ’ τον βούρκο μιας κόλασης και περπατούσαν πάνω στη γη με τα λαμπερά χορτάρια, κι άλλοι έτρεχαν κρατώντας ψυχανεμίσματα για λάβαρα. Οι ξεχασμένοι πρόγονοι μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα γεμάτο φόβο, με κοιτούσαν πίσω απ’ το μονόκλ, κι αυτοί που συνάντησα προ αμνημονεύτων χρόνων, με ρούχα ντεμοντέ, ήταν μαζεμένοι έξω απ’ τις πόρτες με τα σπασμένα μάνταλα και μάταια προσπαθούσαν να ξεμπλέξουν τη μεγάλη Ιστορία. Κουτσοί, κουλοί κι αόμματοι, κουβαλούσαν στην πλάτη τα σφάλματά τους, κι από δίπλα οι μουγκοί με το φθόνο στα γυάλινα μάτια τους, προσπαθούσαν να με πείσουν με χειρονομίες. Στο ταβερνείο, απέναντι, οι παλιοί φίλοι κάθονταν τυλιγμένοι στη σιωπή τους κι από δίπλα οι εχθροί πνιγμένοι στη χολή τους. Πολλοί μαζεύονταν γύρω μου σαν έντομα και μ’ άφηναν ένα κεντρί, άλλοι μου ‘σκαγαν ένα φιλί και δώσ’ του με τους ήχους τους παλιούς όλοι να με στοιχειώνουν.

Κάποιοι εγείρονταν απ’ το χώμα αφήνοντας τα σαβάνα στα χόρτα κι ύστερα μου ‘μπηγαν βαθιά το γαμψό νύχι τους στο μάτι. Ο έρωτας μου, εκείνη η όμορφη γυναίκα ντυμένη με τις επτά θλίψεις, καθόταν κάτω από μια ροδιά και μου χαμογελούσε, ενώ ο άλλος, ο φίλος απ’ το στρατό, που χάθηκε για πάντα πίσω απ’ τον καπνό και τον κρότο του μετάλλου, όλο με χαιρετούσε. Πολλοί μάζευαν τα λάθη μου σαν ρακοσυλλέκτες, κι άλλοι, έρπειν στα τέσσερα, με βοηθούσαν να ξαναβρώ ότι νόμιζα χαμένο.

Περίεργα πράγματα. Κάτι σχιζοφρενείς μιλώντας ακατάπαυστα, μου θύμιζαν το χρόνο, κι ένα πλήθος αγνώστων με μαύρα πανωφόρια, βαστώντας ανοιγμένες ομπρέλες, στέκονταν πάνω απ’ ένα λάκκο κι έριχναν λίγο χώμα. Όλοι ήταν μαζεμένοι εκεί. Κάποιοι τέντωναν τα τόξα για ν’ αναχωρήσουν τα βέλη, άλλοι σου κουνούσαν το δάχτυλο, κι άλλοι σήκωναν μπαϊράκι, κρυμμένοι πίσω απ’ το θρόισμα των φύλλων. Οι μικρόψυχοι τοκογλύφοι, είχαν παραταχθεί στο δίχαλο των λόφων, κι οι επαναστάτες –αποστεωμένοι– καβάλα στ’ άλογά τους, περνούσαν μπροστά απ’ το ερημωμένο κάστρο, κρατώντας το απεγνωσμένο μανιφέστο που αναμόχλευε τις παλιές έχθρες. Τη νύχτα στο δωμάτιο, με μόνο φως το χιόνι της τηλεόρασης, κάποιος ήταν ανάσκελα στο στρώμα με τα χέρια σταυρωμένα. Αποπάνω, με τ’ ακροδάχτυλά του ν’ ασπρίζουν σφιγμένα στον σταυρό, στεκόταν ένα παιδί, κι απέναντι, στο ρολόι, ο λεπτοδείκτης όλο έκλεβε συστηματικά τον χρόνο.

Έτσι είναι τα πράγματα. Κάποιοι αφήνουν αιχμές, άλλοι τραπεζικούς λογαριασμούς, κι άλλοι ακίνητα. Κάποιοι πάλι σε ξυπνούν, άλλοι σ’ αγρυπνούν, κι άλλοι σε χλευάζουν. Αλλά και με ποιόν να μιλήσεις; Βλέπεις, πέθανε κι ο Σωκράτης.

Άλλωστε, μου το ‘χε πει κι ο νεκροθάφτης -το θυμάμαι-, εκεί έξω απ’ το χορταριασμένο σπίτι: Απείθαρχοι κι απαιτητικοί πάντα οι εκλιπόντες.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.